Ελλάδα

Ένα νέο αντιπηκτικό που λειτουργεί με έναν «διακόπτη», δεν προκαλεί αιμορραγίες

Ένα νέο αντιπηκτικό που λειτουργεί με έναν «διακόπτη», δεν προκαλεί αιμορραγίες Φωτογραφία: unsplash
Μια ομάδα ερευνητών από το πανεπιστήμιο της Γενεύης και του Σίδνεϋ, ανέπτυξαν έναν νέο τύπο αντιπηκτικού του οποίου η δράση μπορεί να σταματήσει γρήγορα με τη χρήση ενός «αντιδότου» απομακρύνοντας τον κίνδυνο αιμορραγίας.

Οι αντιπηκτικές θεραπείες είναι ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση πολλών καταστάσεων, όπως οι καρδιακές παθήσεις, το εγκεφαλικό και η φλεβική θρόμβωση. Ωστόσο, οι τρέχουσες επιλογές ενέχουν εγγενή κίνδυνο σοβαρής αιμορραγίας σε περίπτωση τραύματος ή απρόβλεπτων συμβάντων.

Μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης (UNIGE) και από το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ ανέπτυξαν ένα νέο αντιπηκτικό του οποίου η δράση αναστρέφεται κατά παραγγελία αν χρησιμοποιηθεί ένα «αντίδοτο» ταχείας δράσης. Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να φέρει επανάσταση στη χρήση των αντιπηκτικών στη χειρουργική ή σε άλλες εφαρμογές.

Ο μηχανισμός ενεργοποίησης και απενεργοποίησης της δραστικής ουσίας θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί στην ανοσοθεραπεία. Αυτά τα αποτελέσματα δημοσιεύονται στο Nature Biotechnology.

Οι τρέχουσες αντιπηκτικές θεραπευτικές επιλογές, όπως η ηπαρίνη και η βαρφαρίνη, έχουν σημαντικά μειονεκτήματα, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης για τακτική παρακολούθηση της πήξης του αίματος και του κινδύνου σοβαρής αιμορραγίας σε περίπτωση υπερδοσολογίας ή τραυματισμού.

Περίπου το 15% των επισκέψεων στα επείγοντα των νοσοκομείων αποδίδονται σε επιπλοκές από αντιπηκτικές θεραπείες (υπολογίζεται ότι 235.000 περιπτώσεις/έτος στις ΗΠΑ), γεγονός που τονίζει την ανάγκη ανάπτυξης νέων, ασφαλέστερων και αποτελεσματικότερων επιλογών.

Η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Nicolas Winssinger, καθηγητή στο Τμήμα Οργανικής Χημείας στη Σχολή Επιστημών UNIGE, σε συνεργασία με τον Richard Payne, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ, ανέπτυξαν πρόσφατα ένα νέο αντιπηκτικό δραστικό συστατικό, του οποίου η δράση μπορεί να αναστραφεί αν χρησιμοποιηθεί μια άλλη ουσία ως «αντίδοτο».

Αυτό το νέο δραστικό συστατικό αποτελείται από δύο μόρια που στοχεύουν σε διαφορετικές θέσεις θρομβίνης, μιας πρωτεΐνης της οποίας η δράση είναι κομβικής σημασίας για την πήξη του αίματος. Μετά τη σύνδεση με τη θρομβίνη, αυτά τα δύο μόρια συνδυάζονται για να αναστείλουν τη δραστηριότητά της, μειώνοντας έτσι την πηκτική της δράση.

Το αντίδοτο παρεμβαίνει διαχωρίζοντας αυτά τα δύο μόρια και εξουδετερώνοντας έτσι τη δράση του δραστικού συστατικού.

«Αυτή η ανακάλυψη υπερβαίνει την ανάπτυξη ενός νέου αντιπηκτικού και του σχετικού αντιδότου.

Η προτεινόμενη υπερμοριακή προσέγγιση είναι εξαιρετικά ευέλικτη και μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί και σε άλλους θεραπευτικούς στόχους. Είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρα στην ανοσοθεραπεία», εξηγεί σε σχετικό δελτίο τύπου ο Nicolas Winssinger, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης.

Αυτό το νέο αντιπηκτικό θα μπορούσε να προσφέρει μια πιο αξιόπιστη και πιο εύχρηστη επιλογή για χειρουργικές επεμβάσεις.

Η ηπαρίνη, που χρησιμοποιείται συνήθως στα χειρουργεία, είναι ένα μείγμα διαφορετικών πολυμερών που εξάγονται από έντερο χοίρου και που έχει μια εξαιρετικά μεταβλητή δραστικότητα, η οποία απαιτεί δοκιμές πήξης κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.

Το νέο συνθετικό αντιπηκτικό που αναπτύχθηκε τώρα από τους επιστήμονες θα μπορούσε να βοηθήσει στην επίλυση των προβλημάτων καθαρότητας και διαθεσιμότητας της ηπαρίνης.

Η μελέτη βασίζεται στη χρήση του πεπτιδικού νουκλεϊκού οξέος (PNA) για τη σύνδεση των δύο μορίων που συνδέονται με τη θρομβίνη. Δύο σκέλη του PNA μπορούν να ενωθούν μέσω σχετικά αδύναμων δεσμών που είναι εύκολο να σπάσουν.

Η ερευνητική ομάδα έδειξε ότι με την εισαγωγή σωστά καθορισμένων κλώνων ελεύθερου PNA, είναι δυνατό να διαχωριστούν τα δύο συνδεδεμένα μεταξύ τους μόρια που δεσμεύουν τη θρομβίνη.

Ο ελεύθερος κλώνος PNA απενεργοποιεί έτσι τη δράση του φαρμάκου και αυτή είναι μια σημαντική καινοτομία στο πεδίο.

Πέρα από την αντιπηκτική αγωγή, αυτή η υπερμοριακή ιδέα της ενεργοποίησης/απενεργοποίησης του δραστικού συστατικού έχει μεγάλο ενδιαφέρον και για την ανοσοθεραπεία, ιδιαίτερα για τις θεραπείες CAR-T, η χρήση των οποίων σχετίζεται με σημαντικό κίνδυνο υπερβολικής αντίδρασης του ανοσοποιητικού συστήματος (καταιγίδα κυτοκινών) που μπορεί να είναι απειλητική για τη ζωή. Η ικανότητα ταχείας απενεργοποίησης μιας θεραπείας με ένα προσβάσιμο αντίδοτο θα μπορούσε να αποτελέσει μια κρίσιμη πρόοδο στη βελτίωση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας αυτών των θεραπειών.