Οικονομία

Διπλή παγίδα στη «λύση» των δανειστών για το χρέος

Διπλή παγίδα στη «λύση» των δανειστών για το χρέος
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου Ο ολέθριος συνδυασμός του πλαφόν 15% στις δαπάνες για το χρέος και των μόνιμων πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% που προτείνει ο ESM απειλεί να εγκλωβίσει τη χώρα σε μόνιμη υποχρηματοδότηση

Με το νέο... ευέλικτο υπουργικό συμβούλιο των 51 υπουργών έτοιμο να αναλάβει δράση, στο πλαίσιο της συνήθους ανακύκλωσης χαρτοφυλακίων και προσώπων, οι εκπρόσωποι των δανειστών δεν θα έχουν ιδιαίτερες δυσκολίες προσαρμογής. Ενώ η βασική διαπραγματευτική ομάδα του οικονομικού επιτελείου μένει ανέπαφη, σε νευραλγικά σημεία επαφής και τριβών με το κουαρτέτο τοποθετήθηκαν πρόσωπα που θεωρείται μιλάνε καλύτερα τη γλώσσα του. Για παράδειγμα ο Δ. Παπαδημητρίου στο υπουργείο Οικονομίας, με υφυπουργό τον Στ. Πιτσιόρλα, ή ο Δ. Λιάκος που αναβαθμίστηκε σε υφυπουργό παρά τον πρωθυπουργό.  

Ωστόσο, με δεδομένη τη μέχρι στιγμής τραγική δημοσκοπική εικόνα της κυβέρνησης και τις τεράστιες εκκρεμότητες που έχει να διαχειριστεί στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης και της γενικότερης υλοποίησης του Μνημονίου, ο χρονικός ορίζοντας και αυτής της κυβέρνησης είναι ασαφής, και πάντως όχι μακρινός. Ο βασικός λόγος είναι πως εδραιώνεται η αίσθηση ότι «το μνημόνιο δεν βγαίνει» και οι δανειστές, με όσα υπόσχονται ως «λύση» για το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους, προϊδεάζουν όχι απλώς για τέταρτο μνημόνιο, αλλά για μια μόνιμη μνημονιακή κατάσταση για τουλάχιστον μια δεκαετία μετά και το 2018, οπότε τυπικά ολοκληρώνεται το τρέχον πρόγραμμα.

Διπλή δημοσιονομική και χρηματοδοτική ασφυξία
Αυτός ο μακρόχρονος μνημονιακός εγκλωβισμός της χώρας περιγράφεται με σαφήνεια στα σενάρια που επεξεργάζεται ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας για τα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, βάσει της απόφασης του Eurogroup της 25ης Μαΐου. Αν και είναι σαφέστατο και τελεσίδικο ότι την παρούσα φάση ο ESM και το Eurogroup θα συζητήσουν αποκλειστικά και μόνο τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, δηλαδή αυτά που αφορούν τις αποπληρωμές χρέους μέχρι και το 2019, το γενικό περίγραμμα των παρεμβάσεων που θα αποφασιστούν μετά το 2018 αποτυπώνει μια κατάσταση διπλής χρηματοδοτικής και δημοσιονομικής ασφυξίας για την ελληνική οικονομία τουλάχιστον μέχρι το 2030.

Υπάρχουν δυο στοιχεία που οριοθετούν αυτήν την ασφυξία. Το ένα είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα, και το άλλο το πλαφόν στη δαπάνη για το χρέος.
Όπως αποκαλύφθηκε και από όσα παρουσίασε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης την περασμένη Πέμπτη στη Βουλή, ο ESM συνοδεύει τις παρεμβάσεις εξομάλυνσης των αποπληρωμών του χρέους και σταθεροποίησης των επιτοκίων με την απαίτηση να παράγει η ελληνική οικονομία πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για τουλάχιστον μια δεκαετία μετά το 2018. Αυτό δεν είναι κάτι καινοφανές. Το αναφέρει ως δέσμευση το μνημόνιο και το αναπαρήγαγε ακόμη και η απόφαση του Eurogroup που προανήγγειλε τις παρεμβάσεις τριών σταδίων στο χρέος. Ως γνωστόν αυτό έχει προκαλέσει την ηχηρή αντίδραση και διαφοροποίηση του ΔΝΤ που θεωρεί ανέφικτο κάτι τέτοιο, εκτός αν η ελληνική κυβέρνηση- αυτή και οποιαδήποτε τη διαδεχθεί- συναινέσει αυτοκτονικά να παίρνει πρόσθετα μέτρα λιτότητας 3,5 δις. κάθε χρόνο! Η κυβέρνηση προς το παρόν ψελλίζει τις αντιρρήσεις της, αλλά ο ESM αντιτείνει ότι χωρίς τέτοια δέσμευση δεν συναινεί σε παρεμβάσεις στο χρέος. Κι αυτό πολύ απλά γιατί ο τρόπος αδάπανης μίνι αναδιάρθρωσης που προωθείται είναι δανεισμός του ίδιου του ESM από τις αγορές στις οποίες παρουσιάζει ως εγγυήσεις το υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων των 99 ετών και τη μακρόχρονη δέσμευση στο εξωφρενικό πλεόνασμα 3,5%.

Ουσιαστικά «απαγορεύουν» την έξοδο στις αγορές
Το δεύτερο στοιχείο που οριοθετεί τη μακρόχρονη δημοσιονομική και χρηματοδοτική ασφυξία της ελληνικής οικονομίας είναι το πλαφόν 15% του ΑΕΠ στις δαπάνες αποπληρωμής του χρέους. Το μέτρο διαφημίστηκε ως εξαιρετικά γενναιόδωρο και ευνοϊκό για την Ελλάδα, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να εξελιχθεί σε παγίδα υποχρηματοδότησης. Κι αυτό γιατί, καθώς στις δαπάνες αυτές υπολογίζεται και ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός, δηλαδή οι εκδόσεις εντόκων γραμματίων λίγων μηνών έως ενός έτους, που κυμαίνεται μεταξύ 15 και 18 δισ. (μέχρι 10% του ΑΕΠ), τα περιθώρια για αποπληρωμές του παλιού χρέους και για νέο δανεισμό είναι απελπιστικά μικρά. Για παράδειγμα, αν το 2021 η χώρα πρέπει να αποπληρώσει τοκοχρεολύσια 18 δισ. ευρώ, τα περιθώρια για πρόσθετες δαπάνες δανεισμού δεν ξεπερνούν τα 5-6 δις., σε τρέχουσες τιμές. Ακόμη, όμως, κι αν τα μέτρα για το χρέος σπρώξουν αργότερα μέρος αυτών των  αποπληρωμών, τα περιθώρια ανακύκλωσης του βραχυχρόνιου δανεισμού, δηλαδή εξόφλησης  των ολιγόμηνων εντόκων γραμματίων και έκδοσης νέων, είναι ελάχιστα. Και πάντως πολύ κάτω από το σημερινό επίπεδο των 15 δισ. κατ’ έτος. Πόσο μάλλον αν προστεθεί και ο πολυπόθητος μακροχρόνιος δανεισμός από τις αγορές. Αν, για παράδειγμα, η Ελλάδα καταφέρει να εκδώσει το 2017 ή το 2018 πενταετή ομόλογα με ανεκτό επιτόκιο, η εξόφλησή τους θα πέσει στις πολύ δύσκολες χρονιές 2022 και 2023, οπότε πρέπει να εξοφληθούν παλαιά δάνεια ίσα με το 17% και το 19% του ΑΕΠ. Το πλαφόν 15% καθιστά μαθηματικά αδύνατο κάτι τέτοιο. Επί της ουσίας, απαγορεύει είτε τον δανεισμό από τις αγορές είτε την έκδοση εντόκων, που εξυπηρετείται από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

Ο συνδυασμός των δυο στοιχείων, του πλαφόν 15% στη δαπάνη εξυπηρέτησης του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ, ουσιαστικά καταδικάζει την ελληνική οικονομία σε μόνιμη υποχρηματοδότηση. Εκτός αν οι δανειστές αποφασίσουν ένα πραγματικό κούρεμα του χρέους ή η κυβέρνηση- όποια αντέξει κάτι τέτοιο- αποφασίσει να φτάσει τη συνολική φορολόγηση της οικονομίας στο 55%-60% του ΑΕΠ. Σ’ αυτή την περίπτωση, βέβαια, από την οικονομία δεν θα έχει μείνει ούτε η σκιά της...