Οικονομία

Ανατροπές και μειώσεις έως 20% στις νέες συντάξεις του δημοσίου

Ανατροπές και μειώσεις έως 20% στις νέες συντάξεις του δημοσίου
Μειώσεις συντάξεων που μεσοσταθμικά αναμένεται να φθάσουν το 18% αλλά και ανατροπές στην εξαγορά πλασματικών ετών και τις συντάξεις χηρείας, με σημαντικότερη την οριστική κατάργηση των συντάξεων άγαμων θυγατέρων, προβλέπουν μεταξύ άλλων, οι τρεις κοινές υπουργικές αποφάσεις που υπέγραψαν οι συναρμόδιοι αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης και υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Τάσος Πετρόπουλος και δημοσιοποιήθηκαν χθες

Στην πρώτη ΚΥΑ για τις συντάξεις του δημοσίου φαίνονται με παραδείγματα πόσο περιορισμένη είναι πια η ανταποδοτική σύνταξη, δηλαδή το μέρος εκείνο των συντάξιμων αποδοχών, που προκύπτει από τις εισφορές που έχει καταβάλλει ο ασφαλισμένος στη διάρκεια του εργασιακού του βίου.

Αιτία είναι τα νέα, μειωμένα ποσοστά αναπλήρωσης, σε σχέση με τα παλαιότερα, που θεσπίστηκαν από το Ασφαλιστικό «Κατρούγκαλου». Φαίνεται, επίσης, ότι η ανταποδοτική σύνταξη δεν μπορεί να υπολογιστεί για όσους έχουν υποβάλλει αιτήσεις συνταξιοδότησης από 13/5/2016 και μετά, αφού δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, η «ετήσια μεταβολή μισθών». Γι’ αυτό, επισημαίνεται ότι θα ακολουθήσουν «νέες οδηγίες», όταν υπάρξει επίσημα η συγκεκριμένη παράμετρος.

Ειδική αναφορά γίνεται για τη διαδικασία που διέπει τις περιπτώσεις αναγνώρισης πλασματικών ετών ασφάλισης. Υπογραμμίζεται ότι τα πλασματικά έτη, συνυπολογίζονται στο ανταποδοτικό σκέλος της σύνταξης, μόνο εάν η αίτηση εξαγοράς έχει γίνει από το 2002 και μετά, όχι νωρίτερα.

Επίσης, για αιτήσεις αναγνώρισης πλασματικών ετών που θα υποβληθούν από 1/1/17 και μετά ισχύουν τα αυξημένα ποσοστά ασφάλισης για εργαζόμενους και εργοδότες, όπως αυτά θεσπίστηκαν. Άρα, για φέτος ισχύει εξαγορά πλασματικών ετών με ποσοστό ασφάλισης 6,67% για τις εισφορές εργαζομένου, συν 3,33% για τις εισφορές εργοδότη.

Αποσαφηνίζεται, επίσης, ποιο ποσό συνεχίζει να καταβάλλεται ως «προσωπική διαφορά» για συντάξεις που θα αφορούν το χρονικό διάστημα από 13/5/2016 έως 31/12/2016 και για το 2017 και για το 2018. Όπως επισημαίνεται, στην πρώτη περίπτωση εάν υπάρχει διαφορά με το νέο τρόπο υπολογισμού άνω του 20%, σε σχέση με τον παλιό, το ήμισυ αυτής συνεχίζει να καταβάλλεται ως «προσωπική διαφορά». Για αιτήσεις συνταξιοδότησης που θα υποβληθούν το 2017, το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 1/3 και για το 2018 στο ¼. Με βάση και το παράδειγμα που υπάρχει στη συγκεκριμένη Κοινή Υπουργική Απόφαση, γίνεται σαφές ότι ακόμα και με τη χρήση της προσωπικής διαφοράς οι συντάξεις που θα προκύψουν για αιτήσεις που θα υποβληθούν στα έτη 2016 (από 13/5 και μετά), 2017 και 2018, θα έχουν μειώσεις.

Όπως τονίζεται, το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές (όπως αυτές ορίζονται με τις διατάξεις της παρ. 2α του άρθρου 8), το χρόνο ασφάλισης (όπως ορίζεται στο άρθρο 15) και τα κατ' έτος ποσοστά αναπλήρωσης, όπως αυτά προκύπτουν από τον πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του ν.4387/2016 και παρουσιάζονται στον ακόλουθο πίνακα:

ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ
ΑΠΟ ΕΩΣ
0 15 0,77%
15,01 18 0,84%
18,01 21 0,90%
21,01 24 0,96%
24,01 27 1,03%
27,01 30 1,21%
30,01 33 1,42%
33,01 36 1,59%
36,01 39 1,80%
39,01 42 και περισσότερα 2,00%

Οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται ως ακολούθως:
Κατ' αρχήν υπολογίζεται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου που υπόκεινται σε εισφορές υπέρ Κλάδου Σύνταξης (επομένως, συμπεριλαμβάνονται τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματα αδείας για τα οποία έχουν καταβληθεί εισφορές) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης.
Ο μέσος αυτός όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου είναι το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των αποδοχών του ασφαλισμένου επί των οποίων έχουν καταβληθεί εισφορές υπέρ Κλάδου Σύνταξης (και μέχρι του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών όπως και όπου αυτό προβλεπόταν για τα έτη 2002 και εφεξής),διατου συνολικού χρόνου ασφάλισης του από 1.1.2002 μέχρι την προηγούμενη ημέρα της αποχώρησης του υπαλλήλου - λειτουργού του Δημοσίου ή στρατιωτικού (αναγόμενος ο χρόνος αυτός σε μήνες, π.χ. πλήρης μήνας για το Δημόσιο = 30 ημέρες ασφάλισης).

Οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος προσαυξάνονται κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία όταν θα προσδιοριστεί, από την αρμόδια για τον καθορισμό Ελληνική Στατιστική Αρχή, θα ακολουθήσουν νέες οδηγίες.

Σημειώνεται στην εγκύκλιο ότι σε κάθε περίπτωση για όλους τους μισθωτούς που υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ από 1.1.2017 το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών ανέρχεται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, το οποίο με σημερινά δεδομένα ισούται με 586,08*10=5.860,8 ευρώ. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, και για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών των μισθωτών από 1.1.2017 ως ανώτατο όριο μηνιαίων αποδοχών είναι το ποσό αυτό.

Στην περίπτωση ασφαλισμένων οι οποίοι, υπό την ισχύ του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος κατέβαλλαν εισφορές ανώτερες από αυτές του κοινού καθεστώτος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (6,67% για τον ασφαλισμένο και 13,33% για τον εργοδότη), εφαρμόζεται το άρθρο 30 παρ.1 του ν.4387/2016, δηλαδή το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξής τους για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα επιπλέον εισφοράς. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει για τα πρόσωπα που περιγράφονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1 του ν. 3660/2008 (ΦΕΚ Α 78).


Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης ανά κλίμακα ετών, αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα. Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης αντιστοιχεί στα κατ' έτος ποσοστά αναπλήρωσης για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης επί των συντάξιμων αποδοχών. Για τον υπολογισμό το σύνολο του χρόνου ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη με μαθηματική ακρίβεια δύο δεκαδικών ψηφίων.

Στην ΚΥΑ με τις οδηγίες για την εφαρμογή της ανταποδοτικής σύνταξης ακόμη και από τα παραδείγματα φαίνεται πως οι μειώσεις ενδέχεται να φθάσουν το 30%. Ειδική αναφορά γίνεται για τη διαδικασία που διέπει τις περιπτώσεις αναγνώρισης πλασματικών ετών ασφάλισης. Υπογραμμίζεται ότι τα πλασματικά έτη, συνυπολογίζονται στο ανταποδοτικό σκέλος της σύνταξης, μόνο εάν η αίτηση εξαγοράς έχει γίνει από το 2002 και μετά, όχι νωρίτερα. Επίσης, για αιτήσεις αναγνώρισης πλασματικών ετών που θα υποβληθούν από 1η Ιανουαρίου του 2017 και μετά ισχύουν τα αυξημένα ποσοστά ασφάλισης για εργαζόμενους και εργοδότες, όπως αυτά θεσπίστηκαν.

Συνεπώς, για αιτήσεις αναγνώρισης χρόνου ως συντάξιμου στο Δημόσιο που έχουν υποβληθεί, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2016, καταβάλλεται μόνο η εισφορά ασφαλισμένου (6,67%). Για αιτήσεις που θα υποβληθούν από 1η Ιανουαρίου 2017 και μετά, καταβάλλεται η εισφορά ασφαλισμένου και εργοδότη, όπως αυτή ισχύει κάθε φορά. Για το 2017, η εισφορά εργοδότη έχει οριστεί στο 3,33% και κατά συνέπεια, ο ενδιαφερόμενος θα καταβάλλει συνολικά, εισφορά 10%.

Στην ΚΥΑ για την Εθνική σύνταξη, επαναλαμβάνεται ότι και στον δημόσιο τομέα, στις περιπτώσεις καταβολής μειωμένης σύνταξης, λόγω γήρατος, δηλαδή σε όριο ηλικίας μικρότερο από το κατά περίπτωση προβλεπόμενο όριο για πλήρη σύνταξη, το ποσό τηςπαροχής καταβάλλεται μειωμένο κατά 1/200 για κάθε μήνα (ή 6% για κάθε έτος) που υπολείπεται του αντίστοιχου ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Σε καμία περίπτωση, το ποσοστό μείωσης της εθνικής σύνταξης δεν υπερβαίνει το ποσοστό μείωσης που αντιστοιχεί σε πέντε έτη ηλικίας (60 μήνες).

Μάλιστα, στην ΚΥΑ ξεκαθαρίζεται ότι δεν επιβάλλεται το επιπλέον ποσοστό μείωσης ύψους 10% που προβλέφθηκε με το 3ο μνημόνιο. Σε περίπτωση σώρευσης μειώσεων, λόγω διαμονής και λήψης μειωμένης σύνταξης, λόγω γήρατος, το ποσό της εθνικής σύνταξης που προκύπτει κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα έτη ασφάλισης, μειώνεται αρχικά, βάσει των ετών διαμονής που υπολείπονται των 40 ετών και, στη συνέχεια, βάσει του ποσοστού μείωσης, λόγω λήψης μειωμένης σύνταξης, λόγω γήρατος.

Επίσης, ορίζονται τα ποσοστά αναπηρίας, για τα οποία προβλέπονται μειώσεις στο ποσό της εθνικής σύνταξης για τους συνταξιούχους οι οποίοι θα λάβουν σύνταξη, λόγω αναπηρίας και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις άμεσης καταβολής της σύνταξης, ως ακολούθως:

α) Από 67% έως και 79,99, χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης και β) από 50% έως και 66,99%, χορηγείται το 50% της εθνικής σύνταξης. Σε περίπτωση νέας κρίσης από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, το ύψος της εθνικής σύνταξης αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω και βάσει του νέου ποσοστού αναπηρίας. Στους συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, χορηγείται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης, όπως και σε τυφλούς πάσχοντες από Βήτα ομόζυγο μεσογειακή ή δρεπανοκυτταρική ή μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, που υποβάλλονται σε μετάγγιση, κλπ.

Προσοχή. Σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων προβλέπεται η καταβολή μίας εθνικής σύνταξης, το ύψος της οποίας διαφοροποιείται ανάλογα με το εάν ο συνταξιούχος ή τα δικαιοδόχα πρόσωπα σε περίπτωση συνταξιοδότησης, λόγω θανάτου, δικαιούται να λάβει πέραν της μίας κύριας σύνταξης. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο πλήρων κύριων συντάξεων, χορηγείται το πλήρες ποσό μίας εθνικής σύνταξης. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου μίας πλήρους και μίας μειωμένης κύριας σύνταξης, χορηγείται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων, χορηγείται το ποσό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε κάθε μία, όμως το άθροισμά του δεν μπορεί να υπερβαίνει το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης.

Η εθνική σύνταξη θα αναπροσαρμόζεται κατ' έτος, με Κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.

Οριστικό τέλος στις συντάξεις των άγαμων θυγατέρων βάζει ο νόμος Κατρούγκαλου όπως ξεκαθαρίζεται από την Κοινή Υπουργική Απόφαση των συναρμόδιων υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας για την μεταβίβαση σύνταξης λόγο θανάτου, συνταξιούχου ή εν ενεργεία δημοσίου υπαλλήλου.

Όπως και στον ιδιωτικό τομέα, έτσι και στον δημόσιο το νέο καθεστώς οδηγεί σε σημαντικές ανατροπές και δραστικούς περιορισμούς αναφορικά με τους δικαιούχους, το χρόνο καταβολής και το ύψος της παροχής. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι συνολικά, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα περίπου 35.000 αιτήσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου θα κατατεθούν στον ΕΦΚΑ εντός του 2017.

Οι αλλαγές, αφορούν συντάξεις που μεταβιβάζονται για θανάτους που επέρχονται από 13/5/2016 και μετά και στηρίζονται αφενός στην θέσπιση ορίου ηλικίας στα 55 αφετέρου στη μείωση του ποσοστού της σύνταξης που δικαιούται ο επιζών σύζυγος στο 50% από 70%. Ειδικά όσοι συνταξιοδοτηθούν εντός του 2017 θα πάρουν υπό προϋποθέσεις και προσωπική διαφορά.

Συγκεκριμένα, θεσπίζεται το 55ο έτος ως όριο ηλικίας του επιζώντος συζύγου για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω θανάτου. Συνεπώς, εάν ο επιζών σύζυγος έχει συμπληρώσει τα 55 την ημερομηνία θανάτου, χορηγείται σύνταξη εφ’ όρου ζωής. Εάν δεν έχει συμπληρώσει τα 55, η σύνταξη χορηγείται για μία τριετία κι εάν στο μεταξύ συμπληρώσει το 55ο έτος, η σύνταξη διακόπτεται και επαναχορηγείται στα 67 διά βίου. Αν το 55ο έτος της ηλικίας δεν συμπληρώνεται εντός της τριετίας, μετά τη λήξη της η σύνταξη διακόπτεται και δεν επαναχορηγείται.

Εξαίρεση στον γενικό αυτό κανόνα προβλέπει η υπουργική απόφαση, στην περίπτωση που η χήρα ή ο χήρος έχουν άγαμα και ανήλικα παιδιά έως 18 ετών ή έως 24 ετών, εφόσον αυτά σπουδάζουν. Τότε, η σύνταξη χηρείας συνεχίζει να καταβάλλεται και μετά την πάροδο της τριετίας, ανεξαρτήτως ηλικιακού ορίου, στον επιζώντα σύζυγο (για όσο διάστημα τα παιδιά είναι ανήλικα ή σπουδάζουν). Μάλιστα, αν συμπληρώσει τα 55 πριν τα παιδιά ενηλικιωθούν ή πριν τελειώσουν τις σπουδές τους, τότε θα χάσει προσωρινά τη σύνταξη όταν τα παιδιά γίνουν 18 ή 24, αλλά θα την ξαναπάρει διά βίου στα 67. Το ίδιο συμβαίνει και όταν τα παιδιά είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε εργασία ή ο επιζών σύζυγος είναι ανίκανος για κάθε εργασία με ποσοστό 67% και άνω.

Προσοχή. Και στον ιδιωτικό τομέα, η ανικανότητα εξετάζεται εάν υπάρχει κατά τον χρόνο θανάτου και όχι μεταγενέστερα αυτού. Αν δηλαδή το παιδί ή η χήρα καταστούν ανίκανοι για εργασία μετά τον θάνατο, δεν μετράει η ανικανότητα ως προϋπόθεση για τη σύνταξη.

Όπως διευκρινίζεται στην ΚΥΑ, αλλάζει και ο τρόπος υπολογισμού και συναρτάται με τη διάρκεια του έγγαμου βίου και τη διαφορά της ηλικίας του θανόντος με τον επιζώντα σύζυγο. Η χήρα παίρνει το 50% της σύνταξης του θανόντος (ενώ έπαιρνε στις περισσότερες περιπτώσεις το 70%). Μάλιστα, ξεκαθαρίζεται πως αν ο θανών ήταν συνταξιούχος, η σύνταξή του επανυπολογίζεται με τον νέο τρόπο (εθνική και αναλογική) και η χήρα παίρνει το 50% της νέας σύνταξης. Το ποσό αυτό ισχύει για την πρώτη 3ετία. Μετά τα τρία χρόνια, αν δεν εργάζεται και δεν λαμβάνει δική της σύνταξη, θα συνεχίσει να παίρνει το ίδιο ποσό (εφόσον έχει τις ηλικιακές προϋποθέσεις). Αν εργάζεται ή παίρνει δική της σύνταξη, η μειωμένη σύνταξη χηρείας περιορίζεται στο μισό (50%).

Αν η χήρα παίρνει σύνταξη γήρατος από ίδιο δικαίωμα δεν θα πάρει ποσό εθνικής σύνταξης για τη σύνταξη χηρείας. Θα λάβει δηλαδή μόνο το μερίδιο που της αναλογεί από την ανταποδοτική. Αν ο θανών ήταν συνταξιούχος όταν τελέστηκε ο γάμος και ο επιζών έχει 10 χρόνια και πάνω διαφορά με τον θανόντα -αφαιρουμένου του χρονικού διαστήματος του γάμου- η σύνταξη περιορίζεται. Σύνταξη χηρείας υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις δικαιούται και ο διαζευγμένος σύζυγος με τουλάχιστον 10ετή γάμο.Το συνολικό ποσό σύνταξης των επιζώντων συζύγων και παιδιών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 100% της σύνταξης του θανόντος.

Οσοι αιτηθούν σύνταξη λόγω θανάτου από 13/5/2016 μέχρι 31/12/2018 δικαιούνται και προσωπική διαφορά εφόσον η σύνταξη λόγω θανάτου που δικαιώνεται ο επιζών σύζυγος με το νέο σύστημα υπολογισμού (εθνική - ανταποδοτική) υπολείπεται σε ποσοστό 20% και άνω της σύνταξης που θα έπαιρνε με το παλαιό καθεστώς.

Εθνική σύνταξη

Τα κριτήρια και τις προυποθέσεις για την χορήγησης της «Εθνικής Σύνταξης» των 384 ευρώ αναλύει η εγκύκλιος που εκδόθηκε από δύο υπουργεία σήμερα. Η εγκύκλιος παραθέτει και αναλυτικά παραδείγματα για περιπτώσεις συνταξιούχων.

Σύμφωνα με την εγκύκλιο των υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας εισάγονται οι εννοιολογικοί προσδιορισμοί των δύο τμημάτων της σύνταξης, το άθροισμα των οποίων αποτελεί, από την έναρξη του νέου Ασφαλιστικού, τη σύνταξη γήρατος, αναπηρίας και θανάτου.

Επίσης ορίζεται η έννοια της εθνικής σύνταξης, η οποία δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό και καταβάλλεται από 1/1/2017 από τον ΕΦΚΑ με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις που ορίζονται από την εγκύκλιο.

Επίσης προσδιορίζεται αντίστοιχα η έννοια του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης, το οποίο υπολογίζεται βάσει των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές και του ποσοστού αναπλήρωσης, οι οποίες θα αναλυθούν σε άλλη μελλοντική εγκύκλιο. Το ποσό της σύνταξης, που προκύπτει από το άθροισμα των ως άνω τμημάτων, καταβάλλεται ανά μήνα.

Παράλληλα ορίζεται ότι η ως άνω σύνταξη (αποτελούμενη από την εθνική και την ανταποδοτική σύνταξη), αποσκοπεί στην εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης σε όλους τους ασφαλισμένους, εγκαθιδρύοντας ένα στενό δεσμό μεταξύ παροχής, εισφορών και εισοδήματος, με αποτέλεσμα η παροχή να αντιστοιχεί στο επίπεδο διαβίωσης που διήγε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. (Το κράτος έχει πλήρη εγγυητική υποχρέωση όχι μόνο για την κάλυψη της δαπάνης της εθνικής σύνταξης από τη φορολογία, αλλά και πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των ταμείων).

δείτε εδώ την σχετική εγκύκλιο για την εθνική συνταξη