Οικονομία

Αισθητά τα σημάδια επιβράδυνσης της κατανάλωσης στην ΕΕ

Αισθητά τα σημάδια επιβράδυνσης της κατανάλωσης στην ΕΕ
Η διοίκηση της Jumbo ανακοίνωσε ότι η ένταση στη Μέση Ανατολή και οι αυξανόμενες καθυστερήσεις στην παράδοση εμπορευμάτων προκαλούν σοβαρά προβλήματα στην τροφοδοτική αλυσίδα, με τον χρόνο παράδοσης να διπλασιάζεται και το κόστος να εκτοξεύεται.

Παρά τις αρχικές εκτιμήσεις ότι η κρίση θα ήταν προσωρινή, οι επιπτώσεις αναμένεται να διαρκέσουν και το 2024.

Η εταιρεία θεωρεί ότι η εξομάλυνση θα επιτευχθεί μόνο μέσω συντονισμένης πολιτικής παρέμβασης.

Παρά τις δυσκολίες, η εκτίμηση για την αύξηση των πωλήσεων το 2024 έχει μειωθεί στο 4%, από το προηγούμενο 8%, ενώ τα κέρδη αναμένεται να παραμείνουν στα επίπεδα του 2023.

Ωστόσο, η Jumbo δεν είναι η μόνη εταιρεία που αντιμετωπίζει αυτές τις προκλήσεις.

Οι επενδυτές σε μεγάλες εταιρείες καταναλωτικών αγαθών βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανάγκη προσεκτικής επιλογής μετοχών, καθώς η υπερβολική αύξηση της κατανάλωσης μετά την πανδημία αρχίζει να φθίνει.

Οι καταναλωτές, που πλέον υπολογίζουν προσεκτικότερα τις δαπάνες τους, ασκούν πίεση στις επιχειρήσεις, μειώνοντας τη δυνατότητά τους να επιβάλλουν αυξήσεις στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών.

Οι προειδοποιήσεις για τα κέρδη σε διάφορους τομείς, από την πολυτέλεια και την υψηλή ραπτική έως τα τρόφιμα και τις αεροπορικές εταιρείες, έχουν αναζωπυρώσει τις ανησυχίες για πιθανή επιβράδυνση της αμερικανικής και παγκόσμιας οικονομίας.

Αυτοί οι φόβοι, μαζί με άλλους παράγοντες, οδήγησαν σε μαζικές πωλήσεις στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, με αποτέλεσμα να αφαιρεθούν σχεδόν 4,8 εκατομμύρια δολάρια από τη χρηματιστηριακή αξία των παγκόσμιων ομίλων μέσα σε μόλις τρεις ημέρες.

Οι επιχειρήσεις που δεν θα υποφέρουν από την εξομάλυνση του καταναλωτικού μοντέλου ή από πιθανή οικονομική ύφεση είναι εκείνες που πρέπει να αναζητήσουν οι επενδυτές.

Όπως παρατηρεί η Κιάρα Ρομπά, επικεφαλής του μετοχικού κεφαλαίου LDI στη Generali Asset Management, η ικανότητα των καταναλωτών να απορροφήσουν αυξήσεις τιμών μειώνεται, καθώς η φάση των υψηλών αποταμιεύσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας πλησιάζει στο τέλος της.

Οι εταιρείες προσπαθούν πλέον να μειώσουν τις τιμές για να τονώσουν την αγοραστική κίνηση, κάτι που φάνηκε από τις έρευνες επιχειρηματικής δραστηριότητας της S&P Global τον Ιούλιο, που έδειξαν ότι οι εταιρείες σε ΗΠΑ και Ευρωζώνη δυσκολεύονται να μετακυλίσουν το αυξημένο κόστος στους καταναλωτές όπως έκαναν στο παρελθόν.

Επιπλέον, 40 εταιρείες στην Ευρώπη έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις τους, ενώ στις ΗΠΑ μεγάλες εταιρείες όπως οι McDonald’s και Visa αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις.

Η βιομηχανία ειδών πολυτελείας, παρά τα υψηλά περιθώρια κέρδους της, δεν μένει ανεπηρέαστη, με παραδείγματα όπως η Saint Laurent, θυγατρική του ομίλου Kering, που μείωσε τις τιμές της τσάντας Loulou κατά 10%-15% σε διάφορες αγορές.

Αυτό το σπάνιο φαινόμενο στον κλάδο ενδέχεται να υποδηλώνει ότι ο όμιλος αναγνώρισε την υπερβολική αύξηση τιμών που προηγήθηκε.

Σύμφωνα με τον αναλυτή της Bernstein, Λούκα Σόλκα, ο πληθωρισμός των τιμών στον κλάδο ειδών πολυτελείας φαίνεται να επιστρέφει σε ένα πιο μακροπρόθεσμο εύρος του 5%-7%, ενώ η ανώτερη διευθύντρια χαρτοφυλακίου πελατών στην Pictet Asset Management, Τζίλιαν Ντίζεν, παρατηρεί ότι οι τελευταίες ανακοινώσεις κερδών δείχνουν περισσότερο την πόλωση των καταναλωτών παρά την απώλεια ισχύος στην τιμολόγηση αγαθών και υπηρεσιών.