Οικονομία

Οι δεξιότητες των πτυχιούχων «αθλητισμού» κλειδί για την εργασία

Οι δεξιότητες των πτυχιούχων «αθλητισμού» κλειδί για την εργασία Οι δεξιότητες των πτυχιούχων «αθλητισμού» κλειδί για την εργασία
Οι δεξιότητες των πτυχιούχων «αθλητισμού» κλειδί για την εργασία Εργοδότες και πτυχιούχοι συμφωνούν στο ότι οι πτυχιούχοι θα πρέπει να έχουν εργασιακή εμπειρία και θα πρέπει να κάνουν εκτεταμένη πρακτική άσκηση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.

Το παραπάνω είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα μελέτης, που παρουσιάζει στοιχεία από το Erasmus Διά Βίου Μάθηση Πρόγραμμα «Εργασιακή Επάρκεια των Αποφοίτων του Αθλητισμού». Στο εν λόγω πρόγραμμα συμμετέχουν έξι πανεπιστήμια (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Ελλάδα, University of Göttingen, Γερμανία, University of Gloucestershire, Ηνωμένο Βασίλειο, University of Murcia, Ισπανία, University of Strasbourg, Γαλλία, Palacky University, Τσεχία) και δύο εργοδοτικοί φορείς (El Pozo Murcia Futsal, Αθλητικό σωματείο, Ισπανία και Cheltenham Borough Council, φορέας τοπικής αυτοδιοίκησης, Ηνωμένο Βασίλειο).

Το πρόγραμμα, σύμφωνα με τον Μάριο Γούδα, καθηγητή της Σχολής Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (ΣΕΦΑΑ) τού Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας, στοχεύει στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικτύου Εργοδοτών αθλητισμού και Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης για την προώθηση ορθών πρακτικών σε προγράμματα εργασιακής επάρκειας. Στο πλαίσιο της δράσης «Ανάλυση Αναγκών» τού έργου, διεξήχθη διευρωπαϊκή έρευνα σε εργοδότες και αποφοίτους «αθλητισμού».

Τριακόσιοι σαράντα επτά εργοδότες και 2047 πτυχιούχοι από έξι χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία και Τσεχία) αξιολόγησαν τη σημασία και την κατοχή 20 χαρακτηριστικών και δεξιοτήτων που σχετίζονται με την εργασιακή επάρκεια. Επίσης, αξιολόγησαν μια σειρά διαδικασιών, όπως την πρακτική άσκηση, την εργασιακή εμπειρία και την εθελοντική εργασία σχετικά με τη συμβολή τους στην εργασιακή επάρκεια.

Οι εργοδότες και οι πτυχιούχοι συμφώνησαν ότι πρακτική άσκηση είναι απαραίτητη για την κατανόηση της αγοράς εργασίας και των δεξιοτήτων που απαιτούνται. Εργοδότες και πτυχιούχοι συμφώνησαν, επίσης, ότι οι τέσσερις πιο σημαντικές δεξιότητες είναι οι εξής: θέληση και ικανότητα για μάθηση, πάθος και ενεργητικότητα, συνεργασία και ομαδικότητα και γνώση του αντικειμένου.

Όμως, υπήρξαν μεγάλες διαφορές στις αντιλήψεις πτυχιούχων και εργοδοτών τόσο σχετικά με την κατοχή δεξιοτήτων από τους πτυχιούχους όσο και σχετικά με τη σημασία των δεξιοτήτων για την εργασιακή επάρκεια. Η γενική εικόνα είναι ότι οι εργοδότες θεωρούν σημαντικές πολύ περισσότερες δεξιότητες από ό,τι οι πτυχιούχοι. Ενδεικτικά, για την Ελλάδα, μεγάλες διαφορές προέκυψαν στις δεξιότητες πληροφορικής (22% των πτυχιούχων τις θεωρούν πολύ σημαντικές ή σημαντικές, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των εργοδοτών είναι 64%), επίλυση προβλημάτων (53% & 86% αντίστοιχα), εφαρμογή γνώσεων (56% & 89%).

Ακόμη μεγαλύτερες διαφορές προέκυψαν στις αντιλήψεις εργοδοτών και πτυχιούχων σχετικά με το αν οι πτυχιούχοι κατέχουν τις δεξιότητες. Η γενική εικόνα είναι ότι οι πτυχιούχοι θεωρούν ότι κατέχουν τις δεξιότητες, ενώ οι εργοδότες θεωρούν πως όχι. Ενδεικτικά, για την Ελλάδα, μεγάλες διαφορές προέκυψαν στη θέληση και ικανότητα για μάθηση (Πτυχιούχοι: 98%, Εργοδότες: 43%), πάθος και ενεργητικότητα (96% και 32% αντίστοιχα), γνώση του αντικειμένου (94% & 41%) και ικανότητα για εφαρμογή γνώσεων (95% & 43%).

Τα παραπάνω αποτελέσματα, σύμφωνα με τον κ. Γούδα, υποδηλώνουν ότι οι εργοδότες θεωρούν πολλές δεξιότητες -και ιδιαίτερα τις «μαλακές» δεξιότητες, όπως τη συνεργασία και την επικοινωνία- εξίσου σημαντικές με τη γνώση του αντικειμένου.

Οι δεξιότητες αυτές, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να ενσωματωθούν στα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημιακών τμημάτων σχετικών με την άσκηση και τον αθλητισμό.

Περαιτέρω, οι διαφορές μεταξύ εργοδοτών και αποφοίτων σχετικά με την κατοχή των δεξιοτήτων υποδηλώνουν ότι οι απόφοιτοι θα πρέπει να βοηθηθούν στην ανάπτυξη αυτογνωσίας σχετικά με τις δεξιότητες που κατέχουν σε σχέση με εκείνες που ζητούνται από τους εργοδότες.

Τα παραπάνω ευρήματα δηλώνουν την ανάγκη για την αναβάθμιση της πρακτικής άσκησης και την οργανική της ένταξη στα προγράμματα σπουδών, καταλήγει ο κ. Γούδας.