Opinions

Γιώργος Πλειός: Μοντέρνοι παραμυθάδες- Μόνο που τα σύγχρονα παραμύθια δεν είναι αθώα

Γιώργος Πλειός Γιώργος Πλειός
Γιώργος Πλειός: Μοντέρνοι παραμυθάδες- Μόνο που τα σύγχρονα παραμύθια δεν είναι αθώα
Αν τα ελληνικά Μέσα ήταν εξαρτημένα από την πολιτική εξουσία, σύμφωνα και με διεθνείς μελέτες, μετά τις δυο αυτές κρίσεις η εξάρτηση αυτή γιγαντώθηκε απίστευτα, απέκτησε χαρακτηριστικά στρατιωτικής πειθάρχησης. Και αυτό περιγράφει ο όρος «πετσωμένα» που αποτελεί μια αρκετά πιο έντονη εκδοχή του «διαπλεκόμενα».

Ο σημαντικός κατά το παρελθόν θεωρητικός των Μέσων, ο οποίος εισήγαγε τη Θεωρία της Καλλιέργειας Προτύπων George Gerbner, θεωρούσε τις επιδράσεις της τηλεόρασης (όχι απαραίτητα την αλλαγή συμπεριφοράς που μπορεί να προκαλέσουν στα άτομα, αλλά και τη συντήρηση των κατεστημένων απόψεων και πρακτικών), ως τον σημαντικότερο πολιτισμικό δείκτη της σύγχρονης εποχής. Θεωρούσε πως η άποψη που οι άνθρωποι έχουν για τον κόσμο και κατά συνέπεια οι τρόποι με τους οποίους συμπεριφέρονται στις εκάστοτε καταστάσεις, εξαρτάται από τις ιστορίες που τους αφηγούνται άλλοι, από τη στιγμή που θα γεννηθούν μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνουν. Ο μεγαλύτερος αφηγητής που κατά την άποψή του, που υπήρχε μεταπολεμικά στις ΗΠΑ ήταν η τηλεόραση. Οι τότε μαθητές του, πλέον κι αυτοί κοντά στη σύνταξη σήμερα, αν δεν έχουν ήδη αποσυρθεί, πρόσθεσαν και όλα τα μεταγενέστερα Μέσα επικοινωνίας σ’ αυτή τη διεργασία. Αναμφίβολα, μαζί με την τηλεόραση ο μεγαλύτερος αφηγητής ιστοριών σήμερα, τουλάχιστον στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, είναι το διαδίκτυο. Μια ματιά στα internets statistics είναι αρκετή.

Ζούμε σε κοινωνία των ειδήσεων

Εκείνο όμως που κάνει τη σημερινή αφήγηση ιστοριών να διαφέρει από το παρελθόν της τηλεοπτικής κυριαρχίας είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ιστοριών που μεγαλώνουν σήμερα τους ανθρώπους και σφυρηλατούν την άποψή τους για τον κόσμο, ιδιαίτερα στο διαδίκτυο, είναι οι ειδήσεις. Η σύγχρονη κοινωνία μια κοινωνία των ειδήσεων. Βεβαίως οι ειδήσεις σήμερα είναι λίγο ως πολύ διαφορετικές από τις ειδήσεις του παρελθόντος. Η θεματολογία έχει διευρυνθεί πολύ και επίσης αυτή είτε είναι διαφορετική είτε έχει σε μεγάλο βαθμό διαφορετική διάρθρωση στα επιμέρους ακροατήρια – χρήστες. Η έκτασή της το ίδιο. Πλαισιώνεται από εικόνες, ενίοτε άσχετες με το θέμα. Υπάρχει περιττή εμμονή στη λεπτομέρεια ή αντίθετα γίνονται απίστευτες απλουστεύσεις και συσχετισμοί. Είδηση μπορεί να είναι κείμενο με άπειρες λεπτομέρειες για το σκύλο ή το εξοχικό ενός πολιτικού, τη διακόσμηση και το ενδυματολογικό του στυλ, άγνωστες πληροφορίες της ζωής ενός μεγάλου στο παρελθόν ηθοποιού, αρχαιολογικές πληροφορίες που ήρθαν στο φως προ πεντηκονταετίας, εικόνες της Αθήνα προ εκατονταετίας, πληροφορίες που έρχονται από την πολιτική αστρολογία, και βεβαίως πολλές παραποιημένες ειδήσεις, μισοαλήθειες ή μισοψέματα, για εμπορική ή πολιτική εκμετάλλευση αφελών. Αναφέρονται συχνά σε γεγονότα που δεν έγιναν πρόσφατα αλλά πριν πολλές δεκαετίες. Αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ειδήσεις όσο «τραβηγμένες» κι αν είναι. Περιγράφουν πραγματικά ή περίπου πραγματικά περιστατικά της επικαιρότητας ή μιας επινοημένης επικαιρότητας. Πρόκειται για πληροφορίες που αφορούν γεγονότα, ωστόσο διανθισμένες με πολλές ψυχαγωγικά διακοσμητικά στοιχεία, γιατί αλλιώς δεν έχουν προοπτική επιβίωσης στη σύγχρονη ανταγωνιστική κοινωνία της εμπορικά σκοπούμενης ευχάριστης πληροφόρησης.

Έτσι, όσο περισσότερο χάνονται τα χαρακτηριστικά του Μέσου, τόσο περισσότερο χάνεται και η ιδιαιτερότητα των τηλεοπτικών, ραδιοφωνικών, διαδικτυακών κ.λπ. ειδήσεων. Αυτό το ξέρουν καλά οι ιδιοκτήτες των Μέσων που ενώνουν τις αίθουσες σύνταξης όλων των διαφορετικών Μέσων που έχουν στην κατοχή τους. Όσο λοιπόν περιέρχεται σε δεύτερη μοίρα το Μέσο μετάδοσης της είδησης, κυριαρχεί ένα: ότι πρόκειται για ειδησεογραφικές ιστορίες που περιγράφουν γεγονότα που έγιναν αλλά με τρόπο όλο και περισσότερο μυθοπλαστικό, που από ένα σημείο και μετά φεύγουν από τον κόσμο των ειδήσεων για να μπουν στον κόσμο των παραποιημένων ή και των ψευδών ειδήσεων, για σκοπούς που προανέφερα.

Με άλλα λόγια, αν δούμε το ζήτημα με τα μάτια του Gerbner, οι δημοσιογράφοι γενικά είναι ίσως οι μεγαλύτεροι αφηγητές ιστοριών στο σύγχρονο κόσμο, αυτόν που λέμε «κοινωνία της πληροφορίας». Ή, πράγμα που είναι το ίδιο, αλλά από την ανάποδη. (δηλαδή αν σταθούμε στην ψυχαγωγική, ενημερωδιασκεδαστική διάσταση αυτών των ειδήσεων), οι δημοσιογράφοι είναι μάλλον οι μεγαλύτεροι παραμυθάδες της εποχής μας. Θεωρώ ότι αυτό θα γίνει ακόμα σαφέστερο στο μέλλον όταν ερευνητές θα προσπαθούν να κατανοήσουν πως λειτουργούσε ο σημερινός κόσμος. Όμως σε αντίθεση από άλλους παραμυθάδες, λ.χ. από τις γιαγιάδες μας, οι δημοσιογράφοι δεν ζουν για να λένε ιστορίες αλλά λένε ιστορίες για να ζουν αυτοί και να ζουν ακόμα καλλίτερα οι ιδιοκτήτες των Μέσων παραγωγής τους (δηλαδή ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής προϊόντων πληροφόρησης) για τους οποίους εργάζονται. Και οι ιδιοκτήτες τους, σε έναν κόσμο που τουλάχιστον από το 2007/8 περιήλθε σε βαριά κρίση (αλλάζει μόνο η γεωγραφία της καθώς οι διεθνείς κερδοσκόποι την κάνουν πάσα ο ένας στον άλλον με τελικό θύμα τους ασθενέστερους κρίκους της παγκόσμιας οικονομικής, ήτοι καπιταλιστικής αλυσίδας), οι επιχειρήσεις Μέσων δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς την ώσμωση με τις κυβερνήσεις και τα κράτη. Ο σημερινός ιμπεριαλισμός δεν προέρχεται μόνο από την ώσμωση του κράτους με τις επιχειρήσεις γενικά, αλλά σε μεγάλο βαθμό από την ώσμωσή του με τις επιχειρήσεις της πληροφορίας, με τις επιχειρήσεις των παγκόσμιων ΜΜΕ σε πρώτη θέση. Αλλά σε κάθε περίπτωση τα ΜΜΕ του κύριου ρεύματος έχουν γίνει ο πληροφοριακός πυλώνας της πολιτικής εξουσίας, όπως αντίστοιχα οι επιχειρήσεις είναι ο οικονομικός της πυλώνας, και οι επαγγελματικοί στρατοί ο στρατιωτικός της, ή ανάποδα, η πολιτική εξουσία είναι ο τοπικός εθνικός πολιτικός πυλώνας των μεγάλων, κυρίως των παγκόσμιων επιχειρήσεων, οι εθνικοί στρατοί ο στρατιωτικός τους πυλώνας και τα τοπικά/εθνικά μέσα ενημέρωσης ο ενημερωτικός πολιτιστικός τους πυλώνας κοκ.

Η πειθάρχηση στην εξουσία

Επομένως, σε συνθήκες κρίσης της γραμμής πλεύσης της πολιτικής ή της οικονομικής εξουσίας ή και των δυο αποκτά ακόμα βαρύνουσα σημασία, συνεπώς γίνεται ακόμα πιο αναγκαία η πειθάρχηση των ΜΜΕ του κύριου ρεύματος ώστε να διασφαλιστεί η απαραίτητη οργουελινή προπαγάνδα που με τη σειρά της μπορεί να διασφαλίσει το αδιατάρακτο της γραμμής πλεύσης. Εννοείται ότι όσο πιο εξαρτημένα, για ιστορικούς λόγους, είναι τα ΜΜΕ από την πολιτική εξουσία τόσο πιο έντονη είναι αυτή η πειθάρχηση, ιδιαίτερα των «δημόσιων» (δηλαδή των κρατικών στην Ελλάδα, όχι δημόσιας υπηρεσίας) Μέσων. Κυρίως όμως όσο πιο εξαρτημένα είναι από την πολιτική εξουσία τόσο πιο απροκάλυπτα γίνεται ή εξασφαλίζεται αυτή η πειθάρχηση, ως να πρόκειται για ένα εντελώς φυσιολογικό γεγονός, όπως συμβαίνει στα αυταρχικά καθεστώτα.

Προκειμένου να δούμε από μια χαραμάδα τον ως άνω ισχυρισμό ας κοιτάξουμε κάποια δεδομένα. Η περίοδος της πιο μεγάλης κατρακύλας κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης χρέους σημαδεύτηκε από τη μεγάλη οικονομική και δημοσιογραφική βύθιση των ελληνικών Μέσων. Έκλεισαν 50 εφημερίδες (48 στην Αθήνα και 2 στη Θεσσαλονίκη), 3 τηλεοπτικοί σταθμοί, η ΕΡΤ (επειδή «δεν συνεμορφώθη με τας υποδείξεις», όπως μαρτυρούσε και το γνωστό τουί του διευθυντή του γραφείου Τύπου του τότε πρωθυπουργού, ακριβώς ένα χρόνο πριν η κυβέρνησή του ρίξει το «μαύρο»), 9 ραδιοφωνικοί σταθμοί κοκ. Η διαφημιστική δαπάνη στο διάστημα 2007 – 2013 μειώθηκε κατά 62,1%. Είναι σαφές πως αφού η αγορά δεν μπορούσε να στηρίξει την έτσι κι αλλιώς προβληματική και πριν την κρίση επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα της ενημέρωσης δεν απόμενε άλλο στήριγμα από την πολιτική εξουσία.

Την ίδια περίοδο (2010 – 2017) περισσότεροι από 6.000 εργαζόμενοι στα ΜΜΕ έμειναν άνεργοι, ενώ μεταξύ αυτών έμειναν άνεργοι σχεδόν το 40% των δημοσιογράφων. Άλλοι 3.000 εργαζόμενοι στα Μέσα έχασαν τη δουλειά τους, 1633 απολύθηκαν από τον Τύπο και την τηλεόραση μόνο στην Αττική. Οι δε μισθοί στους ενημερωτικούς ιστότοπους κυμαίνονταν από 150 – 300 ευρώ, και στις εφημερίδες και τους τηλεοπτικούς σταθμούς από 600 – 3.000 ευρώ. Όλα αυτά όμως δεν θα έλεγαν κάτι παραπάνω από την άθλια επαγγελματική και οικονομική θέση στην οποία είχα περιέλθει οι παραμυθάδες της εποχής μας, αν δεν βλέπαμε ποιο ήταν το περιεχόμενο των ΜΜΕ δηλαδή αν δεν βλέπαμε τι έγραφαν αυτοί που δεν έχασαν τη δουλειά τους (είναι πέρα από αυτονόητο ότι αυτό δεν αφορά όλους και τον καθένα προσωπικά ή στον ίδιο βαθμό).

Σύμφωνα με δημοσιευμένη μας έρευνα (πρβλ. «Η κρίση και τα ΜΜΕ», Παπαζήσης, Αθήνα 1994). Η αφήγηση για την κρίση, τα αίτιά της κ.λπ. την οποία υιοθέτησαν σε πολλά σημεία και σε μεγάλο βαθμό τα ΜΜΕ του κύριου ρεύματος ήταν αυτή της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή των τότε κυβερνήσεων που ευθύνονται για την κρίση. Για να το πούμε λίγο διαφορετικά, την περίοδο που τα ΜΜΕ ως επιχειρήσεις διέρχονται μια μεγάλη κρίση και το κύριο στήριγμά τους είναι η πολιτική εξουσία, ενώ χιλιάδες δημοσιογράφοι και άλλοι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ μένουν άνεργοι, τα Μέσα αυτά γίνονται πιο μνημονιακά και από τις κυβερνήσεις που αποφάσισαν και εφάρμοσαν μνημόνια, χωρίς να αυτό να σημαίνει ότι πριν την κρίση ήταν πλουραλιστικά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.

Η οικονομική κρίση αρχικά και η υγειονομική (COVID-19) στη συνέχεια γιγάντωσαν τις παθογένειες του ελληνικού επικοινωνιακού συστήματος σε απίστευτο βαθμό. Αν τα ελληνικά Μέσα ήταν εξαρτημένα από την πολιτική εξουσία, σύμφωνα και με διεθνείς μελέτες, μετά τις δυο αυτές κρίσεις η εξάρτηση αυτή γιγαντώθηκε απίστευτα, απέκτησε χαρακτηριστικά στρατιωτικής πειθάρχησης. Και αυτό περιγράφει ο όρος «πετσωμένα» που αποτελεί μια αρκετά πιο έντονη εκδοχή του «διαπλεκόμενα». Κατά μία έννοια το λεγόμενο «πέτσωμα» είναι μια βαθμίδα, ένας ανώτερος και περισσότερο απροκάλυπτος βαθμός διαπλοκής. Όμως γιατί συζητάμε και ξανασυζητάμε γι’ αυτό; Για μερικούς απλούς αλλά βασικούς λόγους. Επειδή με βάση αυτή την πληροφόρηση α) σκεπτόμαστε και αποφασίζουμε τις πολιτικές και οικονομικές μας επιλογές μακροπρόθεσμα ή βραχυπρόθεσμα β) αποδεχόμαστε ή εναντιωνόμαστε σε οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις της εγχώριας πολιτικής εξουσίας, επιχειρήσεων, παραγόντων του εξωτερικού κ.λπ. ή γ) αναλαμβάνουμε άμεσες ενέργειες. Μην ξεχνάμε ότι χωρίς την «ελληνοκεντρική» ερμηνεία της κρίσης από πολιτικούς και ΜΜΕ ούτε η Χρυσή Αυγή θα είχε φτάσει εκεί που έφτασε (ο Φύσσας θα ζούσε, ο Λουκμάν θα ζούσε, άνθρωποι δεν θα νοιώσει τον τρόμο της βίας) ούτε εδώ και μερικά χρόνια, τουλάχιστον μέχρι το ναυάγιο στ’ ανοιχτά Πύλου, τα push backs θα ήταν πραγματικότητα, κάνοντας τη χώρα δακτυλοδεικτούμενη.

Ευθύνη, θεμέλιο δημοκρατίας

Τα σύγχρονα παραμύθια δεν είναι αθώα. Τα σύγχρονα παραμύθια μπορούν να εκτροχιάσουν το τραίνο της ιστορικής πορείας που ακολουθεί μια χώρα και Μέσα σ’ αυτό μπορεί να βρίσκονται τα παιδιά των σύγχρονων παραμυθάδων ή οι ίδιοι. Αν η δημοσιογραφία έκανε τη δουλειά της ίσως δεν υπήρχαν τα «Τέμπη» κι ό,τι ακολούθησε ή θα ακολουθήσει. Τα περισσότερα κοινωνικά συστήματα (υγεία, μεταφορές, παραγωγικές επενδύσεις κ.ά.) σήμερα είναι ξεχαρβαλωμένα, σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο πιο περίπλοκος και επικίνδυνος, καθώς συγκρούονται «βουβάλια» και κάποια βατράχια μπερδεύουν το μπόι με τη σκιά τους. Δεν λειτουργεί στην ουσία το κράτος (για τους πολίτες) ούτε και καμιά αγορά. Σ’ αυτές τις συνθήκες κυριαρχούν σκληρά οργανωμένες ομάδες δύναμης που ελέγχουν και τα δυο. Κι επειδή λοιπόν ζούμε σε μια κοινωνία Μέσων, επειδή κυβερνούν ή αντιπολιτεύονται πλέον δια των Μέσων σε μια λογική πολιτικής δράσης για να αναρτηθεί στο Instagram και τα άλλα κοινωνικά Μέσα, η ευθύνη που βαραίνει τις πλάτες των σύγχρονων παραμυθάδων είναι τεράστια. Κανείς ούτε αυτοί ούτε άλλοι (λ.χ. η πανεπιστημιακή κοινότητα) δεν μπορεί να πει δεν ήξερα. Το επιχείρημα «διάβαζα» έχει «καεί».

Ξέρω ότι ακούγεται ρομαντικό ή ουτοπικό, αλλά αν η χώρα χρειάζεται μια βαθιά μεταρρύθμιση αυτή πρέπει, μεταξύ άλλων, να ξεκινήσει από τα ΜΜΕ (όπως και από την αστυνομία). Να πάψει η Ελλάδα να είναι η «χώρα 107» είναι ζωτικά αναγκαίο για τη διατήρηση των δικαιωμάτων των πολιτών, όλων μας, αλλά και για την αντιμετώπιση αυτού του ξεχαρβαλώματος. Η απεξάρτηση των δημοσιογράφων από την πολιτική εξουσία είναι όρος επιβίωσης και των ίδιων και των δημοκρατικών κανόνων σ’ αυτή τη χώρα. Οι δημοσιογράφοι ξέρουν να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό που χρειάζονται είναι (περισσότερη) ελευθερία.

(Ο Γιώργος Πλειός είναι Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών)