Opinions

Νίκος Μαραντζίδης: Ο ελληνικός κομμουνισμός ως αντικείμενο μελέτης

Νίκος Μαραντζίδης Νίκος Μαραντζίδης
Νίκος Μαραντζίδης: Ο ελληνικός κομμουνισμός ως αντικείμενο μελέτης
Κωστής Καρπόζηλος, Ελληνικός κομμουνισμός. Μια διεθνική ιστορία (1912-1974), εκδ. Αντίποδες, 2024, 700 σελ.

Ας το ξεκαθαρίσω από την αρχή: Ο Ελληνικός Κομμουνισμός του ιστορικού Κωστή Καρπόζηλου συνιστά μια αποκάλυψη. Πρόκειται για ένα σπουδαίο βιβλίο, που δεν βαθαίνει απλώς τις γνώσεις μας για την ιστορία της ελληνικής Αριστεράς αλλά επιπροσθέτως διευρύνει τους ορίζοντες μας προσφέροντας ρηξικέλευθες θεάσεις του παρελθόντος.

Ο εντυπωσιακός αριθμός των χρησιμοποιούμενων πρωτογενών και δευτερογενών πηγών και η ογκώδης βιβλιογραφία, παρέχουν ασφαλώς μια εξήγηση για την υψηλή αξία του πονήματος. Όμως, η ποιότητα και η πρωτοτυπία του βιβλίου οφείλονται κυρίως σε δύο άλλους παράγοντες: στην οπτική της διεθνικής ιστορίας και στην ευφυή ανάδειξη των πολιτισμικών, κοινωνικών και ψυχολογικών διαστάσεων της κομμουνιστικής στράτευσης.

Ιστοριογραφικά μιλώντας, το βιβλίο συνιστά τομή. Μέχρι τώρα, η ιστοριογραφία για το ΚΚΕ αντικατόπτρισε την πόλωση ανάμεσα σε δύο παγκόσμιες ιστορικές σχολές. Οι λεγόμενοι παραδοσιακοί (traditionalists), γνωστοί και ως ψυχροπολεμιστές (cold warriors), θεμελίωσαν τα επιχειρήματά τους στην ιδέα, πως όπως όλα τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα, το ΚΚΕ ιδρύθηκε ως ανεξάρτητη οργάνωση ριζοσπαστών ιδεολόγων, που προοδευτικά μετεξελίχθηκε σε φερέφωνο της Μόσχας. Αυτή η οπτική, που βρισκόταν εγγύτερα σε συντηρητικές αντικομουνιστικές θεάσεις του Ψυχρού Πολέμου, εστίασε στα γεωπολιτικά διακυβεύματα και στις σχέσεις ιεραρχίας και εξάρτησης ανάμεσα στη Μόσχα και τα εθνικά ΚΚ. Παρότι, τα αρχεία των ανατολικών κρατών που ήρθαν στο φως μετά την πτώση του κομμουνισμού επιβεβαίωσαν ή ήταν αρκετά κοντά σε μερικά από τα πορίσματα των παραδοσιακών, η οπτική των τελευταίων χώλαινε σε κάτι ουσιαστικό: οι κομμουνιστές σε όλο τον πλανήτη αντιμετωπίζονταν μονίμως ως «πειθήνια όργανα» της Μόσχας, άβουλοι εκτελεστές των επεκτατικών της σχεδιασμών.

Ο δεύτερος δρόμος, αυτός των αναθεωρητών (revisionists) όπως ονομάστηκαν στην αμερικανική ιστοριογραφία οι ριζοσπάστες ιστορικοί του 1960-’70, ακολούθησε μια πιο κοινωνιολογική παράδοση. Εδώ, υποβαθμίστηκε η σημασία των διεθνών δικτύων και περιορίστηκε το ενδιαφέρον για τις υψηλές στρατηγικές και τους χειρισμούς του Κρεμλίνου. Οι αναθεωρητές ενδιαφέρθηκαν κυρίως για όσα έπραξαν οι κομμουνιστές επιτόπου. Τα ΚΚ κατανοήθηκαν ως αποκρυστάλλωση πολιτικών και εργατικών αγώνων συνυφασμένων με κοινωνικές διαιρέσεις εντός του έθνους-κράτους.

Η καινοτομία της ματιάς αυτής δεν είναι το προφανές, δηλαδή η σύνδεση του πολιτικού με το κοινωνικό. Η κατανόηση της πολιτικής συμπεριφοράς ως μέρος ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών είχε κάνει την εμφάνισή της αρκετές δεκαετίες νωρίτερα. O Ηλίας Νικολακόπουλος θα μας θύμιζε, φερειπείν, τον πρωτοπόρο Γάλλο εκλογικό γεωγράφο A. Siegfried, που ήδη το 1913 (Tableau politique de la France de l’Ouest sous la Troisième République) ανέλυε την επίδραση των γεωγραφικών και κοινωνικών προσδιοριστικών παραγόντων στην ψήφο των πολιτών της δυτικής Γαλλίας κατά την Τρίτη Δημοκρατία. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα αυτής της «κοινωνιολογικής ματιάς» βρισκόταν αλλού: αποδαιμονοποιούσε τον κομμουνισμό μεταφέροντας την κατανόηση της ανάπτυξης του από το πεδίο της συνωμοσίας των «ξένων κέντρων» στο πεδίο της κοινωνίας. Όμως εδώ ακριβώς βρισκόταν και το μειονέκτημα της αναθεωρητικής σχολής: εστιάζοντας αποκλειστικά εντός του έθνους-κράτους, τα ΚΚ κατέληγαν να αντιμετωπίζονται όπως όλα τα άλλα κόμματα. Όμως δεν ήταν τέτοια. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι κομμουνιστές έβλεπαν την πολιτική πολύ πέρα από τα όρια του έθνους-κράτους. Η ίδρυση της Κομιντέρν ως παγκόσμιου κόμματος ήταν μια συγκλονιστική πολιτική καινοτομία και η υποστήριξη της επαναστατικής παγκοσμιοποίησης από το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο, την ΕΣΣΔ, αποτελούσε οπωσδήποτε μια τομή.

Οι αναθεωρητές αριστεροί ιστορικοί, λοιπόν, εστιάζοντας αποκλειστικά στις εντός του έθνους-κράτους κοινωνικές διεργασίες διολίσθησαν άθελά τους σε μια εθνοκεντρική θεώρηση του κομμουνισμού. Στην ελληνική περίπτωση, μάλιστα, οι ακαδημαϊκοί προσανατολισμοί είχαν το έντονο άρωμα των εγχώριων ιστορικών εξελίξεων. Καθώς, δηλαδή, λόγω του Μακεδονικού και του εμφυλίου το ΚΚΕ βρισκόταν μέχρι το 1974 διαρκώς κατηγορούμενο ως «ξενοκίνητο», στη Μεταπολίτευση της ρεβάνς των ηττημένων οποιαδήποτε μελέτη εστίαζε στις διεθνείς όψεις της δράσης του ΚΚΕ κινδύνευε να θεωρηθεί ύποπτη για αντικομουνιστική υστερία. Έτσι, ο εγκιβωτισμός εντός του εθνικού πλαισίου προφύλασσε τον ιστορικό από την κακοτοπιά να βρεθεί κατηγορούμενος πως υιοθετεί την φθαρμένη ψυχροπολεμική ρητορική της εθνικοφροσύνης.

Αν όμως στους ριζοσπάστες ιστορικούς του ’70 και του ’80 μπορούσε να ασκηθεί κριτική για εθνοκεντρικό επαρχιωτισμό ή αφέλεια, οι παραδοσιακοί συντηρητικοί ιστορικοί εκκινώντας από τα αντικομουνιστικά τους πάθη έπασχαν δραματικά από έλλειψη ενσυναίσθησης. Αναζητώντας συνεχώς «σκοτεινούς» και εκτός κοινωνίας μηχανισμούς επιρροής, παρουσίαζαν τους κομμουνιστές σαν Minions, αφελή πιόνια του Κρεμλίνου, εντέλει καρικατούρες ανθρώπων.

Ο κίνδυνος της υπερτροφικής παρουσίας των απρόσωπων μηχανισμών στην ανάλυση του κομμουνιστικού φαινομένου δεν αφορά όμως μόνο την παραδοσιακή ιστοριογραφία. Για παράδειγμα, στο τελευταίο βιβλίο μου (Στη Σκιά του Στάλιν. Μια παγκόσμια ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού 1918-1956, Αλεξάνδρεια, 2023) επιχείρησα να κατανοήσω την δυναμική του παγκόσμιου κομμουνισμού υπό το πρίσμα της μελέτης του ελληνικού κόμματος. Εστιάζοντας στον παγκόσμιο χαρακτήρα του κομμουνισμού ανέδειξα καθαρά, νομίζω, όψεις της λειτουργίας πολύπλοκων μηχανισμών λήψης αποφάσεων αλλά και τις διαδράσεις εντός του ιεραρχημένου παγκόσμιου κομμουνιστικού σύμπαντος. Κάπως έτσι φερειπείν, μπορεί να κατανοηθεί, πως η απόφαση για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας το 1924 ουδόλως είχε να κάνει με «σλαβοφιλία», όπως οι εθνικιστές πιστεύουν αλλά με τις προτεραιότητες της παγκόσμιας επανάστασης όπως αυτές γίνονταν τότε αντιληπτές από την Κομιντέρν και τις οποίες η ηγεσία του ΚΚΕ συμμεριζόταν. Επιπλέον, έδειξα πως αντίθετα απ’ ότι οι παραδοσιακοί πίστευαν, το ΚΚΕ όχι μόνο δεν ήταν «μαριονέτα» στα χέρια των Σοβιετικών αλλά αρκετές φορές επιχείρησε, όπως όλα τα κομμουνιστικά κόμματα του κόσμου, να επηρεάσει τις διαμορφούμενες πολιτικές στο Κέντρο με βάση τις δικές του προτεραιότητες. Αν δηλαδή στην περίπτωση του Μακεδονικού το 1924, το ΚΚΕ εφάρμοσε ανόρεχτα τη γραμμή της Κομιντέρν, στην περίπτωση του ελληνικού εμφυλίου το 1946, ήταν οι Σοβιετικοί που βρέθηκαν να υποστηρίζουν ανόρεχτα μια πολιτική που είχε αποφασιστεί κυρίως στα Βαλκάνια και όχι στη Μόσχα.

Στην πραγματικότητα, στη δική μου μελέτη θεμελιώδους σημασίας είναι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ διαφορετικών επιπέδων διαδικασιών λήψης αποφάσεων εντός του κομμουνιστικού κόσμου, με άλλα λόγια πρωταγωνίστριες είναι οι κομμουνιστικές ελίτ σε διεθνές και εθνικό επίπεδο και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Είναι αυτό που θα αποκαλούσαμε Κομμουνισμός με κάπα κεφαλαίο. Τώρα, όμως, που ξαναδιαβάζω το Στη Σκιά του Στάλιν, υπό την επιρροή της οπτικής του Καρπόζηλου, αντιλαμβάνομαι πως η έμφαση στις ηγεσίες και τους μηχανισμούς σκιάζει ανησυχητικά άλλες πτυχές του ελληνικού κομμουνισμού, εξίσου σημαντικές για την κατανόηση της ταυτότητας του.

Ο πρωταγωνιστής, πάντως, του βιβλίου του Καρπόζηλου δεν είναι Ο Κομμουνισμός αλλά οι κομμουνιστές˙ δεν είναι Το Κόμμα, αλλά οι άνθρωποί του. Από αυτήν την άποψη, όποιος αναζητά μια γεγονοτολογικά επικεντρωμένη ιστορία του ΚΚΕ εστιασμένη στις επιλογές της ηγεσίας του, φερειπείν, γιατί υιοθέτησε τη συγκεκριμένη πολιτική στο Μακεδονικό το 1924 ή γιατί αποφάσισε την προσφυγή στην ένοπλη σύγκρουση το 1946, ο Ελληνικός Κομμουνισμός του Καρπόζηλου δεν είναι το κατάλληλο βιβλίο.

Ο Καρπόζηλος ενδιαφέρεται πρωτίστως να μας δείξει πως κάποιοι άνθρωποι γίνονται κομμουνιστές μέσα σε συνθήκες ξεριζωμού και γεωγραφικής κινητικότητας, και τι σημαίνει να είσαι κομμουνιστής σε καιρούς γεωπολιτικών ανακατατάξεων και μεταβολής των συνόρων. Ο Ελληνικός Κομμουνισμός εντάσσεται στην οπτική της διεθνικής ιστορίας (transnational history). Από τη μια κατανοεί πως ο κομμουνισμός δεν μπορεί να περιοριστεί στα στενά πλαίσια του έθνους-κράτους αλλά από την άλλη δεν αντιμετωπίζει τον κομμουνισμό απλώς ως το αποτέλεσμα μιας εξίσωσης (Κομμουνισμός=Μαρξισμός-Λενινισμός+ Κόμμα Νέου Τύπου+ Σχέσεις Εξάρτησης από τη Μόσχα). Ο Καρπόζηλος μας προτείνει να δούμε τον ελληνικό κομμουνισμό ως ένα διεθνές οριζόντιο δίκτυο διεθνικών δράσεων, συχνά πολύ αντιφατικών και πολύπλοκων, μέσα από τις προσωπικές διαδρομές και τις βιογραφίες των ανθρώπων που συμμετείχαν στην υπόθεση του κομμουνισμού. Όπως επισημαίνει εύστοχα: «η γραμμή δεν ταξίδευε υπερβατικά από τη Μόσχα. Την έφερναν μαζί τους άνθρωποι που κινούνταν στο χώρο, διακλαδωνόταν και άλλαζε μορφή σε πόλεις-κόμβους της κομμουνιστικής υπόθεσης, διαμορφωνόταν από αυτούς που ταξίδευαν εκεί, τροφοδοτούσε σχέδια και αναζητήσεις μιας εναλλακτικής επαναστατικής παγκοσμιοποίησης και μετέτρεπε κάθε σημείο του πλανήτη σε ένα κρίσιμο κρίκο στην πλανητική αλυσίδα του κοινωνικού ανταγωνισμού» (σελ. 16).

Μέσω της αφήγησης της διεθνικής δράσης και των διεθνικών δικτύων, ο Καρπόζηλος διαρρηγνύει τα όρια μεταξύ εθνικού και διεθνούς. Μας εισάγει στον κόσμο της κομμουνιστικής αντι-κοινωνίας που διαθέτει τους δικούς της θεσμούς, κανόνες, αξίες, νοοτροπίες και συναισθήματα. Η αντι-κοινωνία αυτή όμως δεν είναι εντελώς περίκλειστη όπως έχουμε την τάση να νομίζουμε˙ αντίθετα βρίσκεται σε σχέση ώσμωσης με τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες και επηρεάζεται από τις κρατικές και τις διεθνείς εξελίξεις.

Το νήμα λοιπόν, που ενώνει τα έξι κεφάλαια του βιβλίου «είναι προφανώς οι δράσεις και οι αναζητήσεις των Ελλήνων κομμουνιστών». Και ένα κεντρικό ερώτημα που αναδύεται σε όλα τα κεφάλαια αφορά «τη σύνθετη σχέση των κομμουνιστών με την εθνική ιδεολογία και τις πολιτικές του έθνους-κράτους» (σελ. 33). Και τα έξι κεφάλαια του βιβλίου είναι απολαυστικά στην ανάγνωση και υπέροχα ως προς την ανάλυση. Αν έπρεπε να διαλέξω τα αγαπημένα μου θα επέλεγα τουλάχιστον δύο: καταρχήν το πρώτο κεφάλαιο, ο «Εβραϊκός Σοσιαλισμός» (σελ. 43-136). Σε αυτό μελετώνται οι διαδρομές και τα δίκτυα του σοσιαλιστικού ριζοσπαστισμού στην παλιά και νέα Ελλάδα. Αποτυπώνονται οι δυσκολίες της επαφής ανάμεσα στους διαφορετικούς κόσμους και στις διαφορετικές γλώσσες επικοινωνίας μεταξύ του παλιοελλαδίτικου σοσιαλισμού από τη μια και του σοσιαλισμού των νέων χωρών από την άλλη στις αρχές του εικοστού αιώνα. Παρότι, είναι αλήθεια, αρχικώς με παραξένεψε η έναρξη της αφήγησης από το 1912 και παρότι επίσης, οι Εβραίοι της Ελλάδας ήταν πολύ περισσότερο ταυτισμένοι με τον Σοσιαλισμό παρά με τον Κομμουνισμό, ιδιαίτερα αυτόν της σταλινικής περιόδου, το κεφάλαιο αναδεικνύει με συναρπαστικό τρόπο τα πρώτα χρόνια της ριζοσπαστικής σοσιαλιστικής πολιτικής στον ελληνικό χώρο και τους ασταθείς βηματισμούς της που σχετίζονταν με τις γεωπολιτικές εξελίξεις μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Χωρίς ντετερμινιστικούς πειρασμούς (νομοτελειακά το ΣΕΚΕ δεν οδηγεί στο ΚΚΕ), ο Καρπόζηλος δείχνει τις ιδεολογικές διαδρομές που προηγήθηκαν του ελληνικού κομμουνισμού και ταυτόχρονα συσχετίζει τις διαδρομές αυτές με ευρύτερους προβληματισμούς και αναταράξεις στα βαλκάνια της μεταοθωμανικής περιόδου.

Το πέμπτο κεφάλαιο «Διεθνικός Σοσιαλισμός» (σελ. 427-512) είναι επίσης συναρπαστικό. Παρακολουθεί τους Έλληνες κομμουνιστές στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ, εκεί δηλαδή όπου εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες μετά την ήττα του 1949. Σε αυτήν την ατελείωτη προσφυγοχώρα που εκτεινόταν από το Στετίνο της Πολωνίας μέχρι την Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν το ΚΚΕ «βρέθηκε επικεφαλής μιας διεθνικής λαϊκής δημοκρατίας» (σελ. 441). Η επανίδρυση του ελληνικού κομμουνισμού στην επικράτεια του υπαρκτού σοσιαλισμού συνιστά «μια δυναμική διαδικασία ανάδυσης μιας ελληνικής προσφυγικότητας μέσα σε κοινωνίες που βρίσκονταν σε μια εξαιρετικά εύθραυστη συνθήκη ριζικού μετασχηματισμού. Και αυτό καθόριζε τη φύση και το περιεχόμενο της διεθνικής ελληνικής λαϊκής δημοκρατίας» (σελ. 442).

Αν κάτι μου έλλειψε στο καταπληκτικό βιβλίο του Καρπόζηλου είναι οι Σλαβομακεδόνες. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η κοινότητα ανθρώπων είναι κομβική για την κατανόηση της ιστορίας του ΚΚΕ γιατί συνδέει διεθνικές βαλκανικές διαδρομές με τις παγκόσμιες κομμουνιστικές πολιτικές και τα διακυβεύματα εντός του ελληνικού έθνους-κράτους μετά το 1912. Το Μακεδονικό και οι Σλαβομακεδόνες συνιστούν το νήμα που ενώνει το ΚΚΕ του μεσοπολέμου με τις μεταπολεμικές εξελίξεις στην Ελλάδα και στην refugeeland των Λαϊκών Δημοκρατιών. Μας επιτρέπει να αντιληφθούμε πως το διεθνικό, διαπλέκεται με το εθνικό και το τοπικό αλλά και πως η παγκόσμια επανάσταση βρέθηκε παρούσα, όχι αφηρημένα αλλά με πολύ συγκεκριμένες πολιτικές, στους περιφερειακούς ανταγωνισμούς. Εντέλει, μπορεί έμμεσα να μας αφηγηθεί την θλιβερή ιστορία του πως ο εθνικισμός επικράτησε του διεθνισμού στην πρακτική και την σκέψη της σύγχρονης ελληνικής αριστεράς, αν και αυτό οπωσδήποτε είναι μια άλλη συζήτηση.

(Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Τα Νέα του Σαββατοκύριακου")