Opinions

Κώστας Καρπόζηλος: Κανείς και καμία δεν μπορεί να κρυφτεί από το ερώτημα της επόμενης μέρας

Κώστας Καρπόζηλος Κώστας Καρπόζηλος
Κώστας Καρπόζηλος: Κανείς και καμία δεν μπορεί να κρυφτεί από το ερώτημα της επόμενης μέρας
Η Νέα Αριστερά ορθά έχει τονίσει ότι δεν θα γίνει το συμπλήρωμα σε έναν κεντρώο χυλό. Αυτό είναι για όλους και όλες μας αυτονόητο. Η θέση αυτή όμως δεν θα πρέπει να οδηγήσει κατά τη γνώμη μου στην -γνώριμη στην ιστορία της αριστεράς- καταφυγή στη στάση του σκαντζόχοιρου (ή της στρουθοκαμήλου αφού είμαστε σε αυτό το σύμπαν).

«Να μαζευτείτε οι σοβαροί άνθρωποι και να φτιάξετε κάτι που να μπορεί να νικήσει τη Δεξιά». Ο φίλος που απάντησε έτσι στην ερώτησή μου για το τι πραγματικά θα ήθελε να είναι η επόμενη μέρα των εκλογών με εξέπληξε. Άνθρωπος της κινηματικής δράσης και της ριζοσπαστικής αριστεράς, είπε αυτό που σκεφτόμαστε αλλά συχνά διστάζουμε να εκφράσουμε: ότι η Αριστερά για να μπορεί να είναι αποτελεσματική, οφείλει να παρέχει απαντήσεις σε πραγματικά -και όχι φαντασιακά- αιτήματα της εποχής της. Το αίτημα της ενότητας το συνάντησα σε παραλλαγές κάθε μέρα της προεκλογικής δράσης της Νέας Αριστεράς. Άλλοτε με τη μορφή της επίκρισης για τη διάσπαση του προηγούμενου έτους -και με την ταυτόχρονη αναγνώριση «αλλά και τι άλλο να κάνατε»-, άλλοτε ως καταγγελία του κατακερματισμού, άλλοτε απλοϊκά –«βρείτε τα!»-, άλλοτε με επίγνωση της δύσκολης εξίσωσης που έχει φέρει η ιστορική κρίση της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη και φυσικά στη χώρα μας.

Σήμερα, μετά το αποτέλεσμα των εκλογών κανείς και καμία δεν μπορεί να κρυφτεί από το ερώτημα της επόμενης μέρας. Μπορεί να αποφύγει να το απαντήσει δια της καταγγελίας και της αυτάρκειας της ιδεολογικής καθαρότητας -όπως έκανε το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ25- ή να το μετατρέψει σε καρικατούρα -όπως έκανε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ με τα αστεία σενάρια για την απορρόφηση της Νέας Αριστεράς ή με τις βαρετές πλέον εκφράσεις αυταρέσκειας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά το ερώτημα παραμένει: πώς θέλουμε να είναι ο πολιτικός χάρτης της χώρας; Πώς φανταζόμαστε τη ζωή μας σε αυτή; Ποιους και με ποιους όρους θέλουμε να εκπροσωπήσουμε; Η ένταση των ερωτημάτων ενισχύεται από την επίγνωση ότι στις Ευρωεκλογές όλα σχεδόν τα πολιτικά σχέδια που αναφέρονται στην Αριστερά -με τον όποιο τρόπο- αποδοκιμάστηκαν. Και η δοκιμασία εκτείνεται και πέραν αυτής. Ισχύει και για την πολιτική οικολογία, ισχύει και για το ιδιόμορφο -για να το πω ευγενικά- προσωπικό project του κυρίου Κασσελάκη, ισχύει και για την αμήχανη σοσιαλδημοκρατία του κυρίου Ανδρουλάκη. Η κοινωνία αποδοκίμασε -μέσω της αποχής, αλλά και της συμμετοχής- την μέχρι πρότινος κυρίαρχη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αλλά δεν έδειξε εμπιστοσύνη σε κάποια εκδοχή της αριστεράς, της κεντροαριστεράς ή όπως αλλιώς μπορεί κανείς να περιγράψει τον -υπαρκτό ή δυνάμει υπαρκτό- προοδευτικό χώρο.

Η Νέα Αριστερά σε αυτές τις εκλογές, όπως είναι γνωστό, δεν πέτυχε τον στόχο της. Και οφείλει να σκεφτεί πάνω σε αυτό το πεισματάρικο δεδομένο. Αυτό προϋποθέτει το να μην μετατρέψει τις αντικειμενικές συνθήκες -τον ελάχιστο χρόνο συγκρότησης και φυσικά τους ελάχιστους πόρους της- σε απόλυτη δικαιολογία. Η συζήτηση απαιτεί παραγωγική αυτοκριτική πάνω στην εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, κατανόηση της κρίσης εμπιστοσύνης που διαπερνά το πολιτικό σύστημα και φυσικά περιλαμβάνει και την ίδια, ειλικρίνεια στο πώς ένα νέο εγχείρημα δεν προκύπτει από παρθενογένεση, αλλά κουβαλά πάντα ένα φορτίο -δικαίως ή αδίκως- παλαιότερων επιλογών και εμπεδωμένων νοοτροπιών. Παρά όμως την εκλογική της αποτυχία, η Νέα Αριστερά μοιάζει να επιβεβαιώνεται σε δύο βασικές της παραδοχές. Η πρώτη αφορά το κενό μεταξύ κοινωνικής δυσφορίας και της πολιτικής του έκφρασης. Αυτό άλλωστε είναι το κύριο συμπέρασμα του εκλογικού αποτελέσματος. Η δεύτερη και πιο ουσιαστική, αφορά την ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου πολιτικού περιεχομένου που θα αντιπαρατίθεται με την κυριαρχία της Δεξιάς στην ουσία των πραγμάτων και όχι στην επιφανειακή επικράτεια του εντυπωσιασμού ή την αδιάφορη λογική του «μέσου όρου».

Η συζήτηση που έχει ανοίξει -με χαρακτηριστικά κρίσης- από την επόμενη των εκλογών εμπεριέχει το στοιχείο αυτό. Παρατηρούμε ότι η παράλληλη κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ εκκινεί από την κατανόηση ότι η πολιτική τους πρόταση -με τους όρους, αλλά και το περιεχόμενο που αυτή εκφράστηκε- ήταν ανεπαρκής. Προς το παρόν -και αυτό είναι ανησυχητικό- δεν έχει αποκτήσει ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Αλλά ακόμα και έτσι, ως μια θολή διαμαρτυρία ή αίσθηση αδιεξόδου, συνιστά μια ποιοτική τομή σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν όπου πρυτάνευε η λογική του Μεσσία ή της αργής κομματικής οικοδόμησης δίχως κοινωνικές αναφορές. Κανείς δεν είναι κάτοχος της μαγικής σφαίρας. Μπορεί όλη αυτή η αναστάτωση να καταλήξει σε μια απλή εναλλαγή προσώπων ή ακόμα χειρότερα σε παρασκηνιακές συμφωνίες ενός φθαρμένου πολιτικού συστήματος. Ας μην προτρέχουμε όμως. Μπορεί να πυροδοτήσει φυγόκεντρες δυναμικές που θα επιτρέψουν το όραμα του φίλου μου να γίνει πράξη: τη ρήξη δηλαδή με τον συμβιβασμό του μέτριου και τον προγραμματικό διάλογο όσων αναγνωρίζουν ότι την προτεραιότητα της πολιτικής και της παραγωγής πολιτικής πάνω στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής μας. Αυτά ας μην τα επαναλάβουμε. Είναι αυτονόητα. Ενεργητική πολιτική για την Ειρήνη και αντίσταση στη νομοτέλεια του πολέμου· ριζική αναδιανομή του πλούτου και αντιστροφή της έντασης της κοινωνικής ανισότητας· δίκαιη κλιματική μετάβαση για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας.

Κατά τη γνώμη μου, στη συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε, η Νέα Αριστερά δεν έχει κανέναν λόγο να φοβάται τον διάλογο, την ώσμωση, τις διεργασίες που αναπτύσσονται σε όποια μορφή. Αντίθετα, οφείλει να τις ενθαρρύνει. Έχουμε ξεχάσει να συζητάμε. Θυμάμαι με πόση καχυποψία αντιμετώπισαν οι φοβικές ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ εκείνη την εκδήλωση στο θέατρο Άλφα. Πιστεύω, ότι χρειαζόμαστε περισσότερες τέτοιες εκδηλώσεις και με μεγαλύτερη συμμετοχή από διαφορετικούς χώρους. Όχι παράλληλους μονολόγους, αλλά διάλογο πάνω σε συγκεκριμένα ερωτήματα. Για παράδειγμα: ποια είναι η σύγχρονη απάντηση στο νέο στρατιωτικό δόγμα της Ευρώπης; Το ερώτημα εμφανίζεται ως διαιρετική τομή σήμερα σε ένα ζήτημα με το οποίο δεν μπορεί να παίζει κανείς. Πώς φαντάζεται κανείς το κοινωνικό κράτος και τη φορολογική πολιτική πέρα από τα ευχολόγια για την ενίσχυση του πρώτου και τις γενικότητες για το δεύτερο; Ποιος και με ποιόν τρόπο θα επωμιστεί το κόστος της ενεργειακής μετάβασης δίχως να καταφεύγει στη μετάθεση του ζητήματος για αργότερα ή την υπεράσπιση επιχειρηματικών συμφερόντων στο σήμερα; Κάπου δηλαδή πρέπει να θυμηθούμε ότι πολιτική δεν είναι η επανάληψη ενός απόμακρου newspeak, αλλά η τέχνη των συγκεκριμένων απαντήσεων σε συγκεκριμένα ερωτήματα.

Και φυσικά, αυτή η συζήτηση αφορά και την αναδιάταξη του πολιτικού χάρτη. Εδώ πριν από όλα χρειαζόμαστε μια κατανόηση της ίδιας της χρονικότητας των πραγμάτων. Είναι σχεδόν αστεία η συζήτηση για το όποιο «ενιαίο κόμμα». Αυτή τη στιγμή, τέτοια σενάρια δεν στηρίζονται σε τίποτα χειροπιαστό. Και ακόμα χειρότερα εμφανίζονται συνώνυμα με τη λογική του μέσου όρου, δίχως αιχμές και προτεραιότητες. Η Νέα Αριστερά ορθά έχει τονίσει ότι δεν θα γίνει το συμπλήρωμα σε έναν κεντρώο χυλό. Αυτό είναι για όλους και όλες μας αυτονόητο. Η θέση αυτή όμως δεν θα πρέπει να οδηγήσει κατά τη γνώμη μου στην -γνώριμη στην ιστορία της αριστεράς- καταφυγή στη στάση του σκαντζόχοιρου (ή της στρουθοκαμήλου αφού είμαστε σε αυτό το σύμπαν). Η Αριστερά που αισθάνεται αυτοπεποίθηση και πιστεύει στις ρήξεις, είναι η αριστερά της πράξης και της ευθύνης. Αυτό συνοψίζεται στη δημιουργία εκείνων των υποδειγμάτων, που θα δείχνουν τη δυνατότητα η Αριστερά να είναι η πρωταγωνίστρια των εξελίξεων, να θέτει την ατζέντα της συζήτησης και να είναι εντέλει το σημείο συνάντησης των ανοιχτόμυαλων και μαχητικών ανθρώπων. Πιστεύω ότι η Νέα Αριστερά θα πρέπει να ορίσει εκείνες τις προτεραιότητες που θεωρεί κρίσιμες κοινωνικά και πάνω σε αυτές να επεξεργαστεί άμεσα τις πιο ριζοσπαστικές, και συγκρουσιακές θέσεις που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς σε επίπεδο εφαρμοσμένων πολιτικών. Και να προσέλθει σε όποιον διάλογο μεταξύ πολιτικών χώρων δηλώνοντας ότι την ενδιαφέρει να γίνουν πράξη και να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί.

Αυτή η διαδικασία απαιτεί και κάτι άλλο. Την ανάληψη της ευθύνης που αναλογεί στον καθένα και στην καθεμία από εμάς. Η εμπειρία της κρίσης, έχει φέρει μεταξύ άλλων ένα γενικό μούδιασμα και την εμπέδωση ενός ιδιόμορφου κυνισμού έναντι των εξελίξεων. Η ρητορική του «κάτι πρέπει να γίνει» πρέπει να δώσει -όσο δύσκολο και επίπονο είναι αυτό- τη θέση της στο «κάτι πρέπει να κάνω» ώστε αυτό το περίφημο «κάτι» όντως να «γίνει». Ας μην γελιόμαστε. Η υπαγορευμένη από τους σκληρούς ρυθμούς της καθημερινότητάς μας ιδιώτευση, η αίσθηση του μάταιου, η εμπέδωση της τηλεοπτικής αντίληψης για τα κοινά, αφυδατώνει τις πολιτικές διεργασίες και τις μετατρέπει σε υπόθεση λίγων στελεχών και σκληρών μηχανισμών. Η κοινωνική συμμετοχή είναι το αναγκαίο ένζυμο για να αλλάξει η εικόνα. Και αυτό δεν αφορά κανέναν άλλον. Αλλά εμάς τους ίδιους.

Στη Νέα Αριστερά στο σύντομο αυτό διάστημα έχουμε κατακτήσει κάτι πολύτιμο και εν πολλοίς απωθημένο. Λέμε τη γνώμη μας δίχως το φόβο της ποινικοποίησής της. Αυτό και μόνο αρκεί για να κατανοήσουμε το συγκριτικό μας πλεονέκτημα έναντι των ασφυκτικών και απωθητικών πολιτικών εξελίξεων γύρω μας. Η Νέα Αριστερά μπορεί να είναι το θετικό παράδειγμα -το υπόδειγμα- για το πώς μπορεί και οφείλει να είναι στην πράξη η αριστερά της εποχής μας.

(Ο Κώστας Καρπόζηλος είναι στέλεχος της Νέας Αριστεράς)

NETWORK