Opinions

Γιατί η κεντροαριστερά δεν κόβει εισιτήρια;

Χριστίνα Παναγιωτοπούλου Χριστίνα Παναγιωτοπούλου
Γιατί η κεντροαριστερά δεν κόβει εισιτήρια;
Πώς αλήθεια μπορούν να πείσουν ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέα Αριστερά ότι αποτελούν αντιπάλους τέτοιων δυνάμεων, όταν το μεν ΠΑΣΟΚ έχει συγκυβερνήσει δύο φορές με τη ΝΔ και με τον Μητσοτάκη, ακόμη και με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ, ο δε ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ;

Αυτό το ερώτημα τίθεται πολύ συχνά τώρα τελευταία με αφορμή τις διεργασίες -με κύρια τα χαρακτηριστικά της “κλωτσοπατινάδας”- στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και τα επιμέρους κόμματα που την απαρτίζουν, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, η Νέα Αριστέρα κλπ. Προφανώς το όλο ζήτημα δεν είναι στενά ένα πρόβλημα προσέλκυσης εκλογικής “πελατείας” ή αναζήτησης των κατάλληλων προσώπων για να ηγηθούν στο όλο εγχείρημα, ειδικά εφόσον προκύψει ένας “νέος” φορέας.

Το πρόβλημα της λεγόμενης “κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας” δεν είναι ένα νέο και ένα καθαρά “ελληνικό” φαινόμενο. Αφορά και άλλες χώρες, όπως είναι για παράδειγμα η Γερμανία με την πρόσφατη καταβαράθρωση του κυβερνητικού SPD (που μάλιστα προβαλλόταν ως παράδειγμα προς μίμηση). Αφορά πάνω από όλα τον ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό εκφυλισμό αυτών των κομμάτων, παλιότερα του ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως την αδυναμία τους να εγκλωβίζουν αποτελεσματικά σε σχέση με το παρελθόν εργατικές-λαϊκές δυνάμεις.

Πρόκειται για κόμματα που σε κρίσιμες φάσεις διέπρεψαν στην άσκηση αντιλαϊκών πολιτικών και την εφαρμογή των επικίνδυνων ευρωατλαντικών επιδιώξεων, συγκυβερνώντας συχνά με τη δεξιά και την ακροδεξιά, εναντίον των οποίων τώρα σηκώνουν τη σημαία του “ανένδοτου αγώνα”. Πώς αλήθεια μπορούν να πείσουν ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέα Αριστερά ότι αποτελούν αντιπάλους τέτοιων δυνάμεων, όταν το μεν ΠΑΣΟΚ έχει συγκυβερνήσει δύο φορές με τη ΝΔ και με τον Μητσοτάκη, ακόμη και με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ, ο δε ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ; Επιπλέον, η άσκηση αντιπολίτευσης αυτών των κομμάτων στην κυβέρνηση της ΝΔ προσκρούει αντικειμενικά στις δεσμεύσεις τους στην πολιτική της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, σε βασικούς στόχους του κεφαλαίου. Είναι χαρακτηριστική η εκκωφαντική απουσία τους από τον ηρωικό αγώνα των εργατών της ΛΑΡΚΟ απέναντι στις μεθοδεύσεις της ΝΔ, πέρα από ορισμένα λόγια συμπάθειας που ψέλλισαν. Δυσκολεύει, επίσης, το γεγονός ότι η ΝΔ καταφέρνει να διεμβολίζει το χώρο του λεγόμενου “Κέντρου”, όχι μόνο αντλώντας ουκ ολίγα στελέχη, βουλευτές και υπουργούς από αυτόν, αλλά υιοθετώντας και μέρος των πολιτικών τους θέσεων.

Συνεπώς, οι σημερινές δυσκολίες στη διαμόρφωση ενός “αξιόπιστου” σοσιαλδημοκρατικού - κεντροαριστερού πόλου δεν έχει να κάνει τόσο με τις ιδιοτέλειες ή τις φιλοδοξίες των επιμέρους κομμάτων και των στελεχών τους για την πρωτοκαθεδρία στο χώρο αυτό, όσο με τα πολιτικά αδιέξοδα, εξαιτίας των πολιτικών τους επιλογών και της κυβερνητικής πολιτικής που εφάρμοσαν, απογοητεύοντας λαϊκά στρώματα με τα οποία είχαν δεσμούς.

Τα γεγονότα του τελευταίου διαστήματος και οι εξελίξεις που τροφοδότησαν, με αφορμή κυρίως το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, είναι ενδεικτικά:

-Κυριολεκτικά αμέσως μετά τη δημοσίευση του exit poll, το βράδυ των εκλογών, ξεκίνησε ένα αποκρουστικό “αλληλοκάρφωμα” μεταξύ “συντρόφων” στα social media και στα τηλεοπτικά τραπέζια, για το ποιος έφταιξε περισσότερο για τα αρνητικά εκλογικά αποτελέσματα. Στον ΣΥΡΙΖΑ, η όποια αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος είναι, προς το παρόν, καθαρά προσωπική υπόθεση του προέδρου του, ο οποίος δημοσίευσε και το λεγόμενο “μανιφέστο των 6 σημείων”, γραμμένο σχεδόν εξολοκλήρου σε πρώτο πρόσωπο.

-Αμέσως μετά τις εκλογές, άρχισαν να πέφτουν στο “τραπέζι” τα διάφορα σενάρια για την “ανασύνθεση” της λεγόμενης “κεντροαριστεράς”. Δεν θα σταθούμε εδώ στις φιλοδοξίες και το “υπερεγώ” του κάθε προσώπου, που φαίνεται να περισσεύουν ακόμη κι από αιρετούς, δήθεν ανεξάρτητους, που δεν έχουν κλείσει ακόμα 6μηνο στην Τοπική Διοίκηση να προαλείφονται για… αυριανοί πρωθυπουργοί. Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί, όμως: Πώς είναι τόσο εύκολο να εξαγγέλλεται τόσο ελαφρά τη καρδία “διάλυση” και “συγκόλληση” κομμάτων που έχουν μια ιστορική διαδρομή, απλά και μόνο επειδή “δεν βγαίνουν αλλιώς τα κουκιά για να κυβερνήσουμε”; Εκτός από ομολογία για το πόσο σφιχτά “δεμένα” είναι τα αστικά κόμματα από την καρέκλα της κυβερνητικής εξουσίας, ουσιαστικά πρόκειται και για ομολογία ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές πολιτικές διαφορές μεταξύ τους και προφανώς δεν υπήρχαν ούτε πριν τις ευρωεκλογές. Το γεγονός ότι, όπως εντοπίζουν πολλοί, “συζητάμε μόνο για πρόσωπα και όχι για πολιτικές”, έχει και την πολιτική εξήγησή του, πέρα από τις ατομικές φιλοδοξίες: Αν συζητήσουν για πολιτικές, θα αποκαλυφθεί ότι οι πολιτικές τους είναι, επί της ουσίας και στα βασικά ζητήματα, ίδιες με αυτές της ΝΔ, άρα δεν αποτελούν πραγματική “εναλλακτική πρόταση” για τον λαό.

-Μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό, ξεφεύγουν και κάποια λόγια που αποτυπώνουν τη διαπλοκή με επιχειρηματικά συμφέροντα που χαρακτηρίζει συνολικά το αστικό πολιτικό σύστημα. Έτσι, διαβάζουμε, ακούμε και βλέπουμε για “απολύσεις” στελεχών, κατηγορίες για “αργομισθίες”, “καριέρες που τελειώνουν και καριέρες που αρχίζουν” και άλλες που περνάνε από διαδικασία “rebranding” με γενναιόδωρες χορηγίες, για να μας πουν τελικά πάλι μία απ’ τα ίδια. Ουσιαστικά φανερώνεται ότι κέντρα εξουσίας και επιχειρηματικά συμφέροντα παρεμβαίνουν για να ωθήσουν τις εξελίξεις στη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Ανεξάρτητα από το ποια θέση παίρνει το κάθε στέλεχος των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας για το τι πρέπει να γίνει, είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν όλοι ξεκινούν με τη φράση “ο κόσμος ζητάει”… Είναι απορίας άξιο πού πραγματοποιούν αυτές τις “σφυγμομετρήσεις”. Γιατί όποιος έχει επαφή με την πραγματική ζωή και τις αγωνίες του κόσμου, θα έχει διαπιστώσει ότι πρακτικά κανείς μέσα στον λαό δεν “καρδιοχτυπά” για την ανασύνθεση της αμαρτωλής σοσιαλδημοκρατίας.

Άλλες είναι οι πραγματικές αγωνίες των εργαζομένων και του λαού. Αγωνιούν, για παράδειγμα, οι εργάτες της ΛΑΡΚΟ για το αν θα κρατήσουν τις δουλειές και τα σπίτια τους. Οι εργάτες στα μεταλλεία χρυσού της Χαλκιδικής για το αν θα πετύχουν την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Οι οικογένειες που κινδυνεύουν με έξωση και πλειστηριασμό του σπιτιού τους, για το πώς θα το αποτρέψουν. Οι κάτοικοι των περιοχών όπου ξεσπούν πυρκαγιές, για το αν θα καταφέρουν να σώσουν τις περιουσίες τους, έχοντας να αντιμετωπίσουν και την επιλεκτική ανικανότητα του σημερινού κράτους. Όλος ο λαός και η νεολαία αγωνιά για την εξέλιξη και την κλιμάκωση των δύο πολέμων στους οποίους μπλέκεται η χώρα μας. Όλα αυτά, για τα οποία διεξάγονται σημαντικοί αγώνες που αποτελούν και την πραγματική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, είναι “έξω από τα ραντάρ” των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας, που είχαν ξεκαθαρίσει, άλλωστε, και πριν τις ευρωεκλογές ότι ο λαός θα έχει την ευκαιρία να μιλήσει ξανά το… 2027. Το ΚΚΕ, αντίθετα, εκεί καταθέτει όλες του τις δυνάμεις.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι υποτιμούμε τις διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη για την ανασύνθεση του χώρου της σοσιαλδημοκρατίας, αντίθετα τις παρακολουθούμε γιατί γνωρίζουμε ότι στους κόλπους της άρχουσας τάξης υπάρχει ενδιαφέρον για να αντιμετωπιστεί η λεγόμενη “ασυμμετρία” του πολιτικού συστήματος. Οι κομματικές ηγεσίες των αστικών κομμάτων μπορεί να τσακώνονται μεταξύ τους, όμως το κεφάλαιο, οι επιχειρηματικοί όμιλοι, ενδιαφέρονται πρωτίστως, για να εξασφαλίσουν την δικομματική – διπολική εναλλαγή, που είναι τραγικά δοκιμασμένη σε βάρος του λαού, των λαών της Ευρώπης.

Από αυτή την άποψη, καλούμε τον λαό και τη νεολαία να μην εναποθέσουν τις ελπίδες τους στα διάφορα σενάρια μεταμφίεσης της σοσιαλδημοκρατίας, γιατί το μόνο που θα “κερδίσουν” θα είναι περισσότερος χαμένος χρόνος και νέες απογοητεύσεις. Να πυκνώσουν τις γραμμές του εργατικού-λαϊκού κινήματος και να δυναμώσουν τη συμπόρευση με το ΚΚΕ, μέσα στις καθημερινές μάχες για να μπουν εμπόδια στην αντιλαϊκή επέλαση της σημερινής κυβέρνησης της ΝΔ, για να έχουμε νίκες και κατακτήσεις, αλλά και για να ανοίξει ο δρόμος για ριζικές αλλαγές στην κοινωνία.

(Η Χριστίνα Παναγιωτακοπούλου είναι Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής & του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ)