Opinions

H ΔΕΘ και η πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας

Κώστας Μελάς Κώστας Μελάς
H ΔΕΘ και η πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, βρίσκεται στο κρίσιμο σημείο για κάθε κυβέρνηση: δηλαδή στο σημείο εκείνο που η προσπάθεια δημιουργίας θετικών προσδοκιών για τους πολίτες πέφτει στο κενό. Μόνο αρνητικές προσδοκίες δημιουργούνται.

Στην Ελλάδα η παρουσία του εκάστοτε πρωθυπουργού στην έναρξη της ΔΕΘ, αρχές Σεπτεμβρίου, προαναγγέλλει , υπό μια ευρεία έννοια, τα δημοσιονομικά και λοιπά μέτρα που θα ενταχθούν στον προϋπολογισμό του προσεχούς έτους που θα ψηφισθεί προς το τέλος του τρέχοντος έτους. Έτσι η ΔΕΘ έχει λάβει τη μορφή χώρου πρωθυπουργικών εξαγγελλιών οικονομικού- δημοσιονομικού χαρακτήρα παρά εκείνου της έκθεσης των δημιουργιών και των καινοτομιών των ελληνικών επιχειρήσεων.

Οι βασικές εξαγγελίες για την οικονομική πολιτική του 2025, συνεπώς θα γίνουν από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη από το βήμα της ΔΕΘ, και θα αποτελέσουν στοιχεία του προϋπολογισμού για το 2025. Κυρίως οι εξαγγελίες αφορούν σε διάφορες αλλαγές που κυρίως αφορούν στις αμοιβές διαφόρων κατηγοριών του πληθυσμού. Θα είμαστε περισσότερο ακριβείς αν υπογραμμίζαμε το εξής γεγονός: οι όποιες θετικές εξαγγελλίες υπέρ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων υπερακοντίζονται στην πρώτη θέση, ενώ αντίστοιχα οι όποιες αρνητικές εκλογικεύονται με κατάλληλο τρόπο σχεδόν υποκρυπτόμενες στις τελευταίες σελίδες. Η αλήθεια είναι ότι δεν περιμένουμε να μάθουμε τα μέτρα που θα εξαγγείλει ο πρωθυπουργός δεδομένου ότι αυτά είναι περίπου στην ολότητά τους γνωστά εδώ και αρκετό καιρό. Απλά περιμένουμε να εκστομιστούν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό μπροστά στο ακραιφνές κομματικό ακροατήριο.

Όπως είναι γνωστό, ο νέος προϋπολογισμός της χώρας για το έτος 2025, θα πρέπει να συνταχθεί σύμφωνα με τούς νέους κανόνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με βάση τους οποίους , το κύριο εργαλείο της νέας δημοσιονομικής πολιτικής είναι ο ρυθμός αύξησης των καθαρών πρωτογενών δημοσίων δαπανών με στόχο τη μείωση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων

Οι κρατικές πρωτογενείς δαπάνες αποτελούν πλέον το βασικό εργαλείο δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς δεν θα μπορούν να αυξηθούν περισσότερο από το όριο του 3%, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τα πρωτογενή πλεονάσματα, για τα οποία, έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα, έχει την υποχρέωση να υπηρετεί τον στόχο του 2,1% για τα επόμενα πολλά - πολλά χρόνια.

Συνεπώς, με δεδομένη την οικονομική αντίληψη της κυβέρνησης, ο νέος προϋπολογισμός θα τηρεί απαρέγκλιτα τις υποχρεώσεις των νέων δημοσιονομικών κανόνων ενώ εκ του περισσεύματος -υπολείμματος ( ex residuo) θα επιχειρήσει να στηρίξει τα χαμηλά εισοδήματα όπως όπως έχει εξαγγείλει ήδη το υπουργείο Οικονομικών ότι στο τέλος του έτους θα χορηγηθεί πρόσθετο επίδομα στους συνταξιούχους που δεν λαμβάνουν ετήσιες αυξήσεις λόγω προσωπικής διαφοράς. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένης και της θετικής πορείας του φετινού προϋπολογισμού, αναμένεται να εξεταστεί η δυνατότητα ενίσχυσης και άλλων ευάλωτων ομάδων χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων.

Από την κυβέρνηση αναζητούν, όπως λένε, επιπλέον δημοσιονομικό χώρο προκειμένου να υπάρξουν κοινωνικές παροχές σε μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολη για τα νοικοκυριά, τα οποία έχουν να αντιμετωπίσουν το υψηλό κόστος ζωής, είτε αυτό προέρχεται από την ακρίβεια στα είδη των σούπερ μάρκετ είτε από τις υψηλές τιμές των ενοικίων που κάνουν το θέμα της στέγης εξαιρετικά δύσκολο, την φθίνουσα πορεία των υπηρεσιών της δημόσιας παιδείας, και το σχεδόν υπό κατάρρευση ΕΣΥ αλλά και τις περιβαλλοντικές καταστροφές (φωτιές και πλημμύρες) που έπληξαν πλήθος περιοχών, μεταξύ των οποίων και η Αττική όπου έφτασαν μέχρι και κατοικημένες περιοχές. Με την ασκούμενη οικονομική πολιτική ο δημοσιονομικός χώρος θα είναι πάντοτε περιορισμένος και μάλιστα θα καθορίζεται από τη λογική του κόστους και γενικότερα της υπό μίαν έννοια φιλανθρωπίας.

Το πρώτο βεβαίως ερώτημα είναι αν υπάρχει δυνατότητα ευρέσεως ευρύτερου δημοσιονομικού χώρου με μια διαφορετική οικονομική πολιτική η οποία θα μπορούσε να μειώσει τη συσσώρευση κερδών που οδηγούνται εκτός εισοδηματικού κυκλώματος – με την «κακιά» έννοια της αποταμίευσης, κλασσικό παράδειγμα τα κέρδη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών τα οποία ουσιαστικά απορροφούν ρευστότητα περισσότερη από αυτή που χορηγούν στην οικονομία- και να ανακατανέμει μερικώς υπέρ εκείνων που είτε θα βοηθηθούν στην επιχειρηματική τους δραστηριότητα είτε θα αυξήσουν τις δαπάνες τους (καταναλωτικές ή στεγαστικές) δημιουργώντας ένα μεγεθυντικό σπιράλ για παραγωγή πόρων ικανών να καλύψουν τις ανάγκες των κοινωνικών αγαθών. Αυτό αποτελεί καθήκον των κομμάτων της αντιπολίτευσης (sic!!!), τα οποία περί άλλων τυρβάζουν….

Όμως είναι ίσως η πρώτη φορά , στην περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από την Ν Δημοκρατία, όπου η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική αρχίζει να μην γίνεται πλέον αποδεκτή από τα πλατιά στρώματα του πληθυσμού τα οποία βλέπουν τα εισοδήματά τους να μην είναι ικανά να καλύψουν τις ανάγκες του τρόπου ζωής που έχει επιβάλλει η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.

Τα πρόσφατα αποτελέσματα των ευρωεκλογών ίσως να αποτελούν ένδειξη ότι και το εκλογικό σώμα έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι το οικονομικό αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας με σαφήνεια πλέον έχει αποδειχτεί απολύτως φιλικό προς τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, και εχθρικό προς στους μη έχοντες.

Τα επιχειρήματα περί αποτελεσματικότητας και αριστείας, σιγά σιγά στερεύουν, και είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι η κυβέρνηση οδεύει χωρίς ορατή «πυξίδα» και πολιτικό αφήγημα ικανό να μεταβάλει προς όφελός της το πολιτικό κλίμα. Μάλιστα στερεύουν επί του πεδίου και όχι επειδή κάποιος επιχειρηματολογεί απλά έξυπνα ενάντια σε αυτά. Αρκεί να αναφερθούν μόνο δύο εξελίξεις για του λόγου το αληθές.

Η πρώτη αφορά, στην πρόσφατη καταστροφική πυρκαγιά στην Αττική που «έκαψε» τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης για σημαντικές αλλαγές και βελτιώσεις στον τομέα της Πολιτικής Προστασίας αλλά και γενικότερα το αφήγημα της αποτελεσματικής διακυβέρνησης, και η δεύτερη αφορά στις ισχνές επιδόσεις στο κρίσιμο πεδίο αντιμετώπισης της ακρίβειας, που υπονομεύουν περαιτέρω την προσπάθεια της.

Μέχρι σήμερα, η κυβέρνηση απαντά σε όλα τα παραπάνω με παρεμβάσεις μικρής εμβέλειας και με μέτρα, που έχουν κυρίως μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, (τα οποία κατά συνήθεια δεν ολοκληρώνονται ) όπως η πλειονότητα των μέτρων που εξαγγέλθηκαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πρόσφατης πυρκαγιάς στην Αττική.

Η κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με την σκληρή ελληνική πραγματικότητα, η οποία μπορεί να λαμβάνει τη μορφή της λεγόμενης καθημερινότητας αλλά σαφέστατα είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και μεγάλο από αυτή, με αποτέλεσμα τα όποια βραχυπρόθεσμα και προχειροπαρμένα μέτρα να μην βοηθούν στην αντιμετώπισή της.

Οι εξαγγελίες αυτές δεν έχουν τη δύναμη να βελτιώσουν τα προβλήματα που, εν τέλει, έχουν δομικό χαρακτήρα. Δεν αλλάζουν με αλλεπάλληλες συζητήσεις και ρητορείες, ούτε με αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα ούτε με εμφανίσεις στις τηλεοράσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, η νέα πολιτική περίοδος ξεκινά με πολύ πιο σύνθετες παραμέτρους από ό,τι θα φανταζόταν κανείς. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα εμφανιστεί σε λίγες ημέρες στη ΔΕΘ, έχοντας να αντιμετωπίσει συσσωρευμένα προβλήματα της πενταετίας από το 2019, χωρίς να έχει κάποιον εύκολο «εχθρό» να του «ρίξει» τις ευθύνες . Δεν έχει πολλά να μοιράσει, έχει λίγα να εξαγγείλει και όλοι οι πολίτες, έχουν πλέον στραμμένη την προσοχή τους στο τι πραγματοποιείται και τι μένει στα λόγια. Με απλά λόγια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, βρίσκεται στο κρίσιμο σημείο για κάθε κυβέρνηση: δηλαδή στο σημείο εκείνο που η προσπάθεια δημιουργίας θετικών προσδοκιών για τους πολίτες πέφτει στο κενό. Μόνο αρνητικές προσδοκίες δημιουργούνται.

(Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)