Opinions

Λάμψη, ταλέντο και μετά κενό

Γεράσιμος Μοσχονάς Γεράσιμος Μοσχονάς
Λάμψη, ταλέντο και μετά κενό
Ενας ολόκληρος χρόνος αβεβαιότητας, συγκρούσεων και νοσηρότητας έχει απαξιώσει τον ΣΥΡΙΖΑ εκλογικά, οργανωτικά και ηθικά. ∆εν είναι πια ο κύριος των εξελίξεων στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς και Αριστεράς.

Εν αρχή ην το γνωστικό κενό. Η µη καλή γνώση της χώρας, του διεθνούς περιβάλλοντος, του ίδιου του κόµµατός του. Αυτό είναι το πρώτο διακριτικό γνώρισµα της ηγεσίας Κασσελάκη. Ετσι, ο ηγέτης που τόσο απρόσµενα βρέθηκε στην κορυφή έπεσε σε µια µάχη που θα µπορούσε –προκαλώντας ο ίδιος πρόωρη εκλογή ηγεσίας– να µη χάσει. Αυτή η έλλειψη εµπειρίας και γνώσεων συνόδευσε όλη την πορεία του. Σηµάδεψε και την πτώση του. Ηγέτης που δεν αποτρέπει, ενώ µπορεί, µοµφή προς το πρόσωπό του, ακριβώς γιατί δεν γνωρίζει τους συσχετισµούς στην Κεντρική Επιτροπή που ο ίδιος διευθύνει, δεν είναι αποτελεσµατικός ηγέτης. Και δεν έχει σοβαρό επιτελείο. Τελεία.
Φυσικά, ο Κασσελάκης είχε ιδέες και πεποιθήσεις. Είχε, επίσης, λάµψη και ταλέντο. Η υπερεστίαση όµως στις ιδέες και στο ταλέντο τυφλώνει την ανάλυση. Και αποκρύβει τις τεράστιες ευθύνες εκείνου του στενού αρχικού κύκλου στελεχών που οργάνωσε και στήριξε την υποψηφιότητα Κασσελάκη ενώ γνώριζε από πρώτο χέρι την έλλειψη γνώσεων και εµπειρίας του νέου υποψηφίου. Αυτός ο στενός πρώτος κύκλος έπαιξε στα ζάρια την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Το «συγγνώµη, έκανα λάθος», ως να επρόκειτο για εσφαλµένη δήλωση σε µικροθέµα επικαιρότητας, δηµιουργεί χαµόγελα. Το «συγγνώµη, είχα συµφέρον» θα ανταποκρινόταν καλύτερα στην περίπτωση.

Ο ηττηµένος

Χωρίς να υπεισέλθουµε στη βαρετή εξιστόρηση γνωστών γεγονότων, θα αρκεστούµε σε ορισµένα σηµεία.

Ο Στέφανος Κασσελάκης διαµόρφωσε –κυρίως ενόψει των ευρωεκλογών– ένα αφήγηµα για τη χώρα καλύτερο από εκείνο πολλών εκ των ανταγωνιστών του, ιδίως του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Αριστεράς. Παρήγαγε, επίσης, προτάσεις πολιτικής, όχι ιδιαίτερα επεξεργασµένες αλλά συχνά ελκτικές. Η δε επικοινωνιακή του προσέγγιση (δεν γράφω «στρατηγική») έξυπνα εστιάστηκε στο «σύγχρονο», στο «νέο» και, όπως έγραψαν οι ερευνητές ∆ηµήτρης Ελαφρόπουλος και Αλεξάνδρα Γεωργακοπούλου, στην «κατασκευή αυθεντικότητας».

Ο Κασσελάκης κατανοούσε την πολιτική ως µια «στρατηγική προσωπικότητας» που αποσκοπούσε, σε συνδυασµό µε τα προγραµµατικά big issues που προωθούσε, να διεµβολίσει οριζόντια τα εκλογικά ακροατήρια των ανταγωνιστικών κοµµάτων. Η πολιτική ήταν µια προεδρικού –και µάλιστα αµερικανικού– τύπου συνεχής εκλογική εκστρατεία. Ο συλλογικός τρόπος του ήταν «ξένος». Η δράση του ήταν ένα αδιάκοπο one man show.

Ο ατοµικισµός στην άσκηση της εσωκοµµατικής εξουσίας αλλά και ο πόλεµος στη γραφειοκρατία υπήρξαν το προϊόν αυτής της αντίληψης. Αναµφίβολα, η κοµµατική γραφειοκρατία είναι φορέας στασιµότητας και έλλειψης καινοτοµίας, και ειδικά στον παραδοσιακά πολυτασικό ΣΥΡΙΖΑ, παραγωγός τακτικισµού, φραξιών και ιδιοτέλειας. Ταυτόχρονα, όµως, η γραφειοκρατία, σε όλα τα κόµµατα, και στον ΣΥΡΙΖΑ, ενσαρκώνει τη θεσµοποίηση και την κυριαρχία του κανόνα απέναντι στους προύχοντες και στους ανεξέλεγκτους αρχηγούς και αρχηγίσκους. Ιστορικά δε στην Ευρώπη η γ ρα φ ει ο κρατικοποίηση των µεγάλων κοµµάτων της Αριστεράς αντιπροσώπευσε την πρόοδο σε σύγκριση µε τα χαοτικά, πολυκεντρικά και χωρίς δοµηµένες δηµοκρατικές λειτουργίες «κόµµατα προυχόντων» ή «κόµµατα ελίτ». Eτσι, η γραφειοκρατία περιορίζει, από τη µια, τη δηµοκρατία και είναι, από την άλλη, αυτή που τη διασφαλίζει και την κάνει να λειτουργεί.

Ο «τρόπος» όµως Κασσελάκη, που ταύτιζε τη δηµοκρατία µε την «αδιαµεσολάβητη» επικοινωνία µε τη βάση, οδηγούσε µοιραία στη σταδιακή µεταµόρφωση του ήδη αρχηγικού ΣΥΡΙΖΑ σε ένα από τα πιο αρχηγοκεντρικά κόµµατα στην Ευρώπη. Η δυναµική υπερσυγκέντρωσης των εξουσιών, µε δεδοµένη την ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, οδηγούσε αναπόφευκτα σε έκρηξη των εσωτερικών συγκρούσεων και της εσωστρέφειας – άρα, και σε µειωµένη εκλογική απ ο τε λ ε σ µα τικ ό τη τα. Αυτό και έγινε. Τι σηµαίνει, σε αυτό το πλαίσιο, το «δεν µε άφησαν να ασκήσω την πολιτική µου»; Πόσα στελέχη µε αυτοσεβασµό, και για πόσο καιρό, θα δέχονταν να γίνουν η ηχώ και οι αναµεταδότες θέσεων που µάθαιναν από το Tiktok και την τηλεόραση και οι οποίες επιπλέον άλλαζαν συχνά; Αν ο Κασσελάκης είχε οδηγήσει το κόµµα στο 30%, ναι, θα υπήρχαν πολλοί πρόθυµοι. Η στήριξη όµως του στελεχικού δυναµικού προϋποθέτει συµµετοχή (κάποια έστω συµµετοχή) στην απόφαση ή, τουλάχιστον, συµµετοχή στην ίδια οργανωτική και πολιτική κουλτούρα. Τα προηγούµενα όµως δεν κατανοήθηκαν διότι υπερέβαιναν το λογισµικό Κασσελάκη, που ταύτιζε την «αδιαµεσολάβητη» επικοινωνία µε τη δηµοκρατία και την πολιτική µε τη µόνιµη προεδρική εκστρατεία. Oπως δεν κατανοήθηκε γιατί ένας ηγέτης που εξελέγη από τη βάση µπορεί να χάσει την εξουσία από τα στελέχη, για να παραφράσω τον Πάνο Κολιαστάση. Τα κόµµατα έχουν δραµατικά αλλάξει σε σύγκριση µε το παρελθόν. Παραµένουν όµως κοινότητες ανθρώπων και δεν είναι ούτε δίκτυα επαγγελµατιών γραφειοκρατών ούτε λογαριασµοί στο ∆ιαδίκτυο.

Συνολικά, η ηγεσία Κασσελάκη, παρά την έλξη που άσκησε σε τµήµα του πληθυσµού (όχι µόνο λαϊκίστικο, όπως έδειξε το αποτέλεσµα των ευρωεκλογών), δεν είχε βάθος και δεν απέκτησε βάρος. Ακόµη και οι καλύτερες όψεις της πνίγηκαν στην αµετροέπεια, στις ιδεολογικές πιρουέτες, στα παρορµητικά µπρος-πίσω, στην εύκολη προσφυγή στον λαϊκισµό και, φυσικά, σε αυτό που ονοµάστηκε life style. Επιπρόσθετα, ο Κασσελάκης, θα το διατυπώσω χωρίς περιστροφές, απέτυχε στην επικοινωνία. Η γενικά σωστή επικοινωνιακή «προσέγγιση» δεν µετατράπηκε ποτέ σε δοµηµένη επικοινωνιακή στρατηγική. Και αυτό παρά τη λάµψη και τα χαρίσµατά του. Τελικά, η ηγεσία του καταγράφηκε ως αβαθής και, κυρίως, α-πνευµατική.

Οι νικητές

∆εν υπάρχει νέος πολιτικός κύκλος, όπως αυτός που άνοιξε στην Ελλάδα το 2012, χωρίς την άρθρωση εναλλακτικής πρότασης. «Οι κρίσιµες εκλογές εξαρτώνται από ιδέες», έχει γράψει η Σούζαν Μπάρσι, συνοψίζοντας την αµερικανική ιστορία των εκλογών ρήξης και ανατροπής. Ωστόσο, η άσκηση της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ επέφερε, κυρίως λόγω των ευρωπαϊκών καταναγκασµών, τη γρήγορη κατάρρευση του αριστερού αφηγήµατος. Οδήγησε επίσης στη διαµόρφωση µιας ισχυρής εικόνας περιορισµένης διαχειριστικής απ ο τε λ ε σ µα τικ ό τη τ ας. Συνεπώς, η τρίτη περίοδος του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή της αντιπολίτευσης 2019-2023, θα όφειλε να έχει στο επίκεντρό της, ως απόλυτη και επείγουσα προτεραιότητα, την επαναδιατύπωση, µετά το ταυτοτικό τραύµα της διακυβέρνησης, των στόχων του κόµµατος. Η συγκρότηση ενός ισχυρού αριστερού µεταρρυθµιστικού προφίλ και η διατύπωση ενός µεγάλου αφηγήµατος για τη χώρα ήταν τα διακυβεύµατα της νέας περιόδου.

Αυτά όµως δεν συνέβησαν ή δεν συνέβησαν επαρκώς. Ο ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2019-2023 αυτοκτόνησε στην αντιπολίτευση. Αντί για τη διατύπωση των νέων «Στόχων του έθνους», κυριάρχησαν οι προγραµµατικές µικροδιορθώσεις, οι τακτικές χωρίς στρατηγική και ο επιθετικός στερεοτυπικός λόγος. Ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε ο πρωτεργάτης και φέρει βαριά την ευθύνη αυτού του καταστροφικού «κενού διαστήµατος» στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι δε σηµερινοί «87», το πολακιστάν, αλλά και σηµαντικότατο τµήµα των σηµερινών στελεχών της Νέας Αριστεράς, ούτε κατάλαβαν ούτε διαισθάνθηκαν το τι σήµαινε η µακρά συγκυρία που άνοιξε το 2019. Ή ήταν σε άλλη χώρα, ή ήταν ιδιοτελείς (ή ανιδιοτελείς, δεν αλλάζει) υποστηρικτές του αρχηγού (αντί να τον βοηθήσουν ή να τον στριµώξουν), ή απλώς ήταν περιορισµένης πολιτικής διορατικότητας, όπερ και πιθανότερο. Ενα δε µεγάλο τµήµα τους εκπροσώπησε πιο βαθιά τις πολιτικές «αυτοκτονίας στην αντιπολίτευση» και ήταν πιο βαθιά µέσα στο λάθος από ό,τι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. ∆εν είναι τυχαίο ότι η εµφάνιση Κασσελάκη έκανε τα στελέχη αυτά, ανεξαρτήτως ηλικίας, να φαίνονται ξεπερασµένα, «γκρίζα» και παλαιά.

Μπορούν τα στελέχη αυτά να σώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ; Η πολιτική επιφυλάσσει εκπλήξεις, αλλά δεν είναι αυτό το πιθανό σενάριο. Είναι δε χαρακτηριστικό της περιορισµένης διορατικότητάς τους ότι η µόνη νέα θέση που κάπως έχουν διατυπώσει αναφέρεται στη συνεργασία µε το ΠΑΣΟΚ. Είναι πρωτόγνωρο, ενώ το κόµµα τους βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση, να µην αποδίδουν κεντρική έµφαση στην επιθετική ιδεολογική και οργανωτική ανασυγκρότηση του

ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός και αν έχουν στο µυαλό τους «κάτι άλλο». ∆ηλαδή τον Αλέξη Τσίπρα. Αναµφίβολα, αν ο Τσίπρας προσανατολίζεται σε µια στρατηγική «µεγάλης επιστροφής», χρειάζεται την ύπαρξη ενός φιλικού κόµµατος που θα στηρίξει µια τέτοια επιστροφή. Αυτή βέβαια η συζήτηση δεν µπορεί να γίνει εδώ. Εδώ ας ειπωθεί το αυτονόητο για τους «87»: δεν µπορεί να υπάρξει επιτυχηµένο κόµµα αν το κόµµα αυτό λογοδοτεί σε ηγέτη που δεν έχει συµφέρον να είναι ο ηγέτης του. Και, επίσης, δεν µπορεί να υπάρξει επιτυχηµένο κόµµα χωρίς στρατηγική για τον εαυτό του και τη χώρα.

Εξαρτηµένος από τον ανταγωνιστή

Ενας ολόκληρος χρόνος αβεβαιότητας, συγκρούσεων και νοσηρότητας έχει απαξιώσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Οχι µόνο εκλογικά και οργανωτικά, αλλά και ηθικά. Εχει επίσης απαξιώσει και τα στελέχη του – όλων ανεξαιρέτως των πλευρών. Τη στιγµή που γράφονται αυτές οι γραµµές δεν είναι γνωστό αν ο Κασσελάκης θα είναι εκ νέου υποψήφιος. Ο,τι όµως και αν γίνει, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει να είναι ο κύριος των εξελίξεων στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς και Αριστεράς. Εξαρτάται στρατηγικά από τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ. Οι δε πασοκογενείς, χωρίς διακριτή φωνή την περίοδο 2019-2023, έχουν µετατραπεί στους πιο γνήσιους και θορυβώδεις εκφραστές αυτής της στρατηγικής εξάρτησης (κάτι σαν το παλαιό «ΠΑΣΟΚ και δηµοκρατικές δυνάµεις»).

Με τόσο ανοιχτές τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, καµία πρόβλεψη δεν µπορεί να γίνει. Αυτό που όµως µπορεί να ειπωθεί µε βεβαιότητα είναι ότι η ελληνική Αριστερά, σε όλες τις εκδοχές της, δεν βρίσκεται απλώς σε κρίση επιρροής και ταυτότητας. Το πράγµα είναι πιο βαρύ. Ολα δείχνουν –από την απουσία ιδεών στον ΣΥΡΙΖΑ, τις θολές συριζαϊκές στρατηγικές συνεργασίας (χωρίς παραλήπτη), µέχρι την καλοκαιρινή σιωπή λόγω διακοπών της Νέας Αριστεράς (µε την εξαίρεση του Αλέξη Χαρίτση)– ότι η διαύγεια έχει χαθεί και τα µυαλά έχουν σκοτεινιάσει. Η πραγµατικότητα µοιραία και σύντοµα θα επαναφέρει τη λογική και την τάξη. Ισως και τη διαύγεια. Με σηµαντικό το κόστος γι’ αυτούς που αντί να προηγούνται έπονται.

(O Γεράσιµος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής Ανάλυσης στο Πάντειο Πανεπιστήµιο- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής)