Παιχνίδια Εξουσίας

Επενδύσεις εκατοντάδων δισ. ευρώ στην πολεμική προετοιμασία

Επενδύσεις εκατοντάδων δισ. ευρώ στην πολεμική προετοιμασία
Η ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας κινητοποιεί συσσωρευμένα κεφάλαια και φέρνει ακόμα πιο κοντά τον κίνδυνο ενός γενικευμένου πολέμου.

Τα «Παιχνίδια Εξουσίας» επανέρχονται στον μείζον θέμα της «οικονομίας του πολέμου» και της ενίσχυσης της πολεμικής βιομηχανίας. Αναδημοσιεύουμε και αυτή τη φορά ένα πολύ κατατοπιστικό άρθρο από τον «Ριζοσπάστη» του Σαββατοκύριακου, που υπογράφει ο συνάδελφος Δημήτρης Μαβίδης:

«Si vis pacem, para bellum» (αν θέλουμε ειρήνη, πρέπει να προετοιμαστούμε για πόλεμο). Με τη ρήση αυτή ξεκινούσε και τελείωνε το άρθρο του που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάρτη ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, ντύνοντας έτσι με προβιά προβάτου τον λύκο της πολεμικής προπαρασκευής της ΕΕ.
Και συμπλήρωνε: «Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για άμυνα και να στραφούμε σε μια «πολεμική οικονομία». Είναι καιρός να αναλάβουμε την ευθύνη για την ασφάλειά μας».

Την ίδια περίοδο, ο Τιερί Μπρετόν, τότε επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της ΕΕ, είχε προτείνει τη δημιουργία ειδικού ταμείου της ΕΕ, ύψους 100 δισ. ευρώ, για επενδύσεις στην πολεμική βιομηχανία, και δήλωνε: «Πρέπει να αλλάξουμε το παράδειγμα και να περάσουμε σε κατάσταση πολεμικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει επίσης ότι η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία πρέπει να αναλάβει περισσότερα ρίσκα, με την υποστήριξή μας».

Αντίστοιχες δηλώσεις έχουν κάνει αξιωματούχοι της ΕΕ, αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των κρατών - μελών. Το 2022, ο Γερμανός καγκελάριος, Ούλαφ Σολτς, μίλησε για την «Zeitenwende» («αλλαγή εποχής»), για να υποδηλώσει τον τερματισμό της οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας με τη Ρωσία και την έναρξη μιας περιόδου εντατικών εξοπλισμών για τη Γερμανία.

Το ίδιο διάστημα, ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, ξεκίνησε να μιλάει για την ανάγκη στροφής της χώρας του και της Ευρώπης στην «economie de guerre», την οικονομία του πολέμου.

Οι «αμυντικές» δαπάνες της ΕΕ έφθασαν το 2023 στο ποσό - ρεκόρ των 270 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 20% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Ορόσημο σ' αυτήν την πορεία, που ξεκίνησε πριν από το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία, αποτέλεσε η περιβόητη έκθεση Ντράγκι, που παρουσιάστηκε από τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας φέτος τον Σεπτέμβρη.

Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει η έκθεση, σκιαγραφώντας την ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, «τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίσαμε κλονίζονται. Το προηγούμενο παγκόσμιο παράδειγμα ξεθωριάζει. Η εποχή της ταχείας ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου φαίνεται να έχει παρέλθει, με τις εταιρείες της ΕΕ να αντιμετωπίζουν τόσο μεγαλύτερο ανταγωνισμό από το εξωτερικό όσο και χαμηλότερη πρόσβαση στις υπερπόντιες αγορές. Η Ευρώπη έχασε απότομα τον σημαντικότερο προμηθευτή Ενέργειας, τη Ρωσία. Παράλληλα, η γεωπολιτική σταθερότητα φθίνει και οι εξαρτήσεις μας έχουν αποδειχθεί τρωτά σημεία (...) Η ειρήνη είναι ο πρώτος και πρωταρχικός στόχος της Ευρώπης. Ομως οι απειλές για τη φυσική ασφάλεια αυξάνονται και πρέπει να προετοιμαστούμε».

Η έκθεση Ντράγκι σημειώνει ότι από τα 800 δισ. ευρώ που χρειάζονται τα ευρωπαϊκά μονοπώλια για να σταθεί η ευρωπαϊκή οικονομία απέναντι στους ανταγωνιστές της, τα 500 δισ. θα πρέπει να κατευθυνθούν στη βιομηχανία του πολέμου:

«Η αμυντική βιομηχανία απαιτεί τεράστιες επενδύσεις για να καλύψει το χαμένο έδαφος (...) Απαιτούνται επίσης πρόσθετες επενδύσεις για την αποκατάσταση των χαμένων δυνατοτήτων, λόγω δεκαετιών υποεπένδυσης, και για την αναπλήρωση των εξαντλημένων αποθεμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δωρίστηκαν για την υποστήριξη της άμυνας της Ουκρανίας κατά της ρωσικής επίθεσης. Τον Ιούνιο του 2024 η Επιτροπή εκτίμησε ότι απαιτούνται πρόσθετες αμυντικές επενδύσεις ύψους περίπου 500 δισ. ευρώ κατά την επόμενη δεκαετία».

«Αποφασιστική στιγμή στην ιστορία της ΕΕ»

«Η ΕΕ πρέπει να προετοιμαστεί σοβαρά για περαιτέρω γεωπολιτικούς κλυδωνισμούς και την αναδιαμόρφωση των παγκόσμιων οικονομικών σχέσεων γύρω από τις ανησυχίες για την ασφάλεια. Η οικονομική στρατηγική δεν μπορεί πλέον να υποθέτει ευνοϊκές συνθήκες», σημειώνει σε έκθεσή της η «δεξαμενή σκέψης» European Policy Centre, και προσθέτει:

«Οι εξελίξεις αυτές θα αναζωπυρώσουν, χωρίς αμφιβολία, βαθιά πολιτικά ζητήματα. Το μοντέλο διακυβέρνησης της ΕΕ, που δημιουργήθηκε για την ολοκλήρωση της αγοράς, δεν είναι ικανό να παρέχει οικονομική και στρατιωτική ασφάλεια. Από πολλές απόψεις, η τρέχουσα κρίση είναι μια αποφασιστική στιγμή στην ιστορία της ΕΕ».

Το 2023, η ΕΕ παρουσίασε την πρώτη της αμυντική βιομηχανική στρατηγική (EDIS), με στόχο την ενίσχυση της «ανταγωνιστικότητας» και της «ετοιμότητας» της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης (EDTIB). Αυτή η νέα στρατηγική σηματοδοτεί ένα άλμα προς τα εμπρός στη φιλοδοξία της ΕΕ να καταστεί ετοιμοπόλεμη, στο φόντο της αντιπαράθεσης Κίνας - ΗΠΑ που οξύνεται για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Η EDIS θέτει το περίγραμμα της ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής στον τομέα της άμυνας έως το 2035, με τους ακόλουθους στόχους:

«- Ενίσχυση της EDTIB μέσω αυξημένων, πιο συνεργατικών και ευρωπαϊκών επενδύσεων από τα κράτη - μέλη

- Βελτίωση της ανταπόκρισης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και σε οποιονδήποτε χρονικό ορίζοντα

- Την προώθηση μιας κουλτούρας αμυντικής ετοιμότητας, μεταξύ άλλων σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ

- Συνεργασία με τους στρατηγικούς, ομοϊδεάτες και διεθνείς εταίρους μας».

Τα όργανα της ΕΕ υπογραμμίζουν ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών η οποία παρατηρήθηκε από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία δεν είναι επαρκής εάν δεν αντιμετωπιστούν διαρθρωτικά ζητήματα, που αφορούν τα κενά δυνατοτήτων σε κρίσιμους τομείς, τον κατακερματισμό και την εξάρτηση από παρόχους εκτός ΕΕ.

Σημειώνεται εδώ πως το 78% των αγορών οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών που πραγματοποίησαν τα κράτη - μέλη της ΕΕ από τον Φλεβάρη του 2022 αφορούσαν εισαγωγές εκτός ΕΕ, εκ των οποίων το 80% προέρχονται από τις ΗΠΑ.

Στρατηγική κλιμάκωσης των εξοπλισμών

Η στρατηγική της ΕΕ για την πολεμική βιομηχανία προβλέπει ότι έως το 2030, τουλάχιστον το 50% των στρατιωτικών προμηθειών των κρατών - μελών (60% έως το 2035) θα πρέπει να γίνεται από προμηθευτές με έδρα την ΕΕ.

Παράλληλα, καλεί τα κράτη - μέλη να προσδιορίσουν «ευρωπαϊκά αμυντικά έργα κοινού ενδιαφέροντος» σε μια σειρά από τομείς της άμυνας και της ασφάλειας. Προτείνει επίσης έναν νέο μηχανισμό ευρωπαϊκών στρατιωτικών πωλήσεων, εμπνευσμένο από το αμερικανικό μοντέλο των ξένων στρατιωτικών πωλήσεων, όπου η Ουάσιγκτον υπογράφει συμβάσεις απευθείας με άλλες κυβερνήσεις.

Η ΕΕ σχεδιάζει «να στηρίξει οικονομικά τη δημιουργία αποθεμάτων κρίσιμου αμυντικού εξοπλισμού, να διατηρήσει έναν κεντρικό «κατάλογο» του αμυντικού εξοπλισμού που κατασκευάζεται στην επικράτειά της και να αλλάξει τους κανονισμούς προμηθειών της», ώστε να ανοίξει το «ράφι» του οπλοστασίου της σε δυνητικούς αγοραστές, προκειμένου να καταστεί και εξαγωγέας όπλων.

Η ευρωπαϊκή στρατηγική εισάγει ακόμη τη δυνατότητα παραγγελιών κατά προτεραιότητα, η οποία θα επιτρέπει στα κράτη - μέλη και την ΕΕ να ανακατευθύνουν την παραγωγή ώστε να δίνουν προτεραιότητα στις στρατιωτικές παραδόσεις έναντι των πολιτικών σε περιόδους κρίσης.

Και για να διασφαλιστεί ότι οι αμυντικές επιχειρήσεις με έδρα την ΕΕ θα είναι στο μέλλον σε θέση να αυξήσουν την παραγωγική τους ικανότητα ταχύτερα, η νέα στρατηγική προτρέπει να αυξηθούν οι επενδύσεις σε «μόνιμα θερμές» μονάδες παραγωγής, οι οποίες θα διατηρούνται σε λειτουργία ακόμα και όταν η ζήτηση για όπλα και πυρομαχικά είναι χαμηλή, όπως και τη δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης μη στρατιωτικών γραμμών παραγωγής, με την ΕΕ να παρέχει χρηματοδότηση για προσωπικό, εργαλεία και εκπαίδευση.

Με άλλα λόγια, προτείνει μια καθολική στροφή της ευρωπαϊκής οικονομίας σε πολεμική, όπου ακόμα και βιομηχανίες με μη στρατιωτικό προσανατολισμό, θα είναι σε θέση γρήγορα να προσαρμοστούν στις ανάγκες μιας πιο γενικευμένης σύρραξης. Κι όλα αυτά, με κρατική στήριξη χωρίς ταβάνι...

Το ζήτημα της χρηματοδότησης

Στο επίκεντρο της πολεμικής προπαρασκευής και της χρηματοδότησής της βρίσκεται η πρόταση για κοινή έκδοση χρέους στο πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δικαιολογεί μια τέτοια αντιμετώπιση και ζητάει μια «φιλόδοξη ειδική κατανομή από τον προϋπολογισμό» στο πλαίσιο του επόμενου μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού που θα αρχίσει το 2028.

Επιβεβαιώνεται έτσι για άλλη μια φορά ότι οι λαοί πληρώνουν τον πόλεμο, χρηματοδοτώντας τους εξοπλισμούς από την τσέπη τους, αλλά και με τη ζωή τους, για τα συμφέροντα της αστικής τάξης.

Για παράδειγμα, κυβερνήσεις όπως της Γερμανίας και της Ολλανδίας είναι πιο επιφυλακτικές, υποστηρίζοντας ότι η χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών αποτελεί απάντηση στις διαρθρωτικές προκλήσεις και όχι απάντηση στην κρίση και δεν δικαιολογεί κοινό χρέος.

Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την αμυντική βιομηχανία (EDIP), που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως πρώτο βήμα εφαρμογής του EDIS, περιλαμβάνει ένα πακέτο 1,5 δισ. ευρώ για την περίοδο από το 2025 έως το 2027, ώστε να δοθούν κίνητρα για την κοινή παραγωγή όπλων και τη συνεργασία μεταξύ των κατασκευαστών.

Η «νέα Ευρωπαϊκή Αμυντική Ενωση»

Ακόμα μία εξέλιξη που σηματοδοτεί την μετάβαση της ΕΕ στην «πολεμική οικονομία» είναι η θεσμοθέτηση του επιτρόπου Αμυνας και Διαστήματος. Τη θέση του πρώτου επιτρόπου Αμυνας της ΕΕ ανέλαβε ο πρώην πρωθυπουργός της Λιθουανίας Αντριους Κουμπίλιους, ο οποίος σημείωσε ότι προτεραιότητά του θα είναι η επένδυση στην ασφάλεια της Ευρώπης και στην ασφάλεια της Ουκρανίας.

«Πρόκειται για έναν νέο τομέα προτεραιότητας που χρειάζεται πόρους. Η ίδια η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν λέει ότι πρέπει να επενδυθούν επιπλέον 500 δισεκατομμύρια ευρώ τα επόμενα 10 χρόνια. Λέει επίσης ότι η καλύτερη επένδυση στην ασφάλεια της Ευρώπης είναι μια επένδυση στην ασφάλεια της Ουκρανίας. Αυτές οι προτεραιότητες πρέπει να γίνουν πραγματικότητα», είπε, και πρόσθεσε:

«Η ενιαία αγορά στον τομέα της άμυνας είναι πρακτικά ανύπαρκτη και κατακερματισμένη, καθώς και η αμυντική πολιτική είναι επίσης πολύ κατακερματισμένη μέχρι σήμερα (...) Η ΕΕ έχει καθορίσει μια σαφή κατεύθυνση στη συνθήκη της - το άρθρο 42.2 ορίζει ότι η ΕΕ θα πρέπει να αναπτυχθεί προς μια κοινή αμυντική πολιτική και κοινή άμυνα. Αυτή είναι η κατεύθυνση της νέας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ενωσης».