Ελλάδα

Δίκη για Μάτι: «Το ίδιο μας το κράτος μας κήρυξε τον πόλεμο», φώναξαν οι συγγενείς νεκρών

Δίκη για Μάτι: «Το ίδιο μας το κράτος μας κήρυξε τον πόλεμο», φώναξαν οι συγγενείς νεκρών
Για δεύτερη ημέρα αναβιώνει ο εφιάλτης στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Εφετείου που εκδικάζεται η υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι.

Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η Παρασκευή Τσάμπρου που στην εθνική τραγωδία της 23ης Ιουλίου 2018 έχασε τον πατέρα της. «Είναι αρκετά επίπονη όλη αυτή η διαδικασία», είπε ξεκινώντας την κατάθεσή της η γυναίκα και αφηγήθηκε το γολγοθά της οικογένειάς της μέχρι να ανακαλύψουν ότι ο πατερας της είχε απανθρακωθεί στο αυτοκίνητό του.

«Εκείνη την ημέρα έμαθα τυχαία ότι εκδηλώθηκε φωτιά στον νέο Βουτζά. Επικοινώνησα με τον πατέρα μου, ο οποίος παρακολουθούσε κι εκείνος τη φωτιά της Κινέττας. Μου είπε να μείνω ήσυχη διότι δεν υπήρχε καμία κινητοποίηση στην περιοχή μας. Αυτό που τους μπέρδεψε ήταν ο καπνός της Κινέττας από νωρίς το μεσημέρι. Στις 18.30 πήρα τηλέφωνο την αστυνομία, την πυροσβεστική, φίλους, γνωστούς και ψάχναμε όλοι στα τηλέφωνα. Με ενημέρωσαν ότι θα έστελναν την ΕΜΑΚ.

Όταν συναντηθήκαμε με τη μητέρα μου, τον παππού μου που ήταν σε άλλο αυτοκίνητο με τον πατέρα μου, ήταν σε κατάσταση φρίκης. Μου έλεγαν «μη φύγεις να ψάξεις τον πατέρα σου, γίνεται πόλεμος εκεί πέρα. Παίρναμε τηλέφωνο το Σισμανόγλειο και δε βγάζαμε άκρη.

Αποφασίσαμε ότι από τα τηλέφωνα δε βγάζουμε άκρη, άρα θα πρέπει να φύγουμε με αδελφό μου να πάμε οι ίδιοι στα νοσοκομεία, βλέπαμε μαύρους ανθρώπους. Πήγαμε στο λιμάνι, βλέπαμε βάρκες που έβγαζαν κόσμο. Ο πατέρας μου πουθενά» περιέγραψε η μάρτυρας και συνέχισε:

«Πήγα κοντά στο σπίτι των γονιών μου. Εκεί ήταν το αυτοκίνητο του πατέρα μου. Δεν θυμόμουν ότι έχω κλειδιά, έψαχνα γύρω γύρω από τα τζάμια έβλεπα κάτι πορτοκάλι, δε συνδυαζα τι είναι αυτό που βλέπω. Μου έρχεται καπνός. Το σπίτι καιγόταν εσωτερικά. Φωνάζω τον εθελοντή πυροσβέστη του το λέω και μου είπε θα φωνάξω πυροσβεστική. Μπήκε ο εθελοντής χωρίς κανεναν εξοπλισμό και έσβηνε φωτιά μαζί με άλλον εθελοντή, ο πατέρας μου δεν ήταν μέσα. Οι πυροσβέστες ήταν στο αυτοκίνητο. Αφού επιβεβαιώθηκα ότι δεν ήταν ο πατέρας μου στο σπίτι, πήγα στο αυτοκίνητο κάποιος μου φωνάζει «κοίτα καλύτερα...βλέπω απανθρακωμένη σορό πεσμένη στο κάθισμα του συνοδηγού . Αυτός ήταν ο πατέρας μου, μια σορός από κόκκαλα. Μου είπαν εκείνη την ώρα ότι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είναι αυτός διότι έχει παραμορφωθεί το αυτοκίνητο. Τους είπα να ανοίξουν το πορτ- μπαγκαζ, ήξερα ότι ο πατέρας μου είχε βάλει το σκύλο μέσα. Έβαλα το χέρι μου και ήταν εκεί. Τους είπα ότι σίγουρα ήταν ο πατέρας μου» είπε φορτισμένη η μάρτυρας, συμπληρώνοντας ότι η ταλαιπωρία της οικογένείας της συνεχίστηκε για ημέρες μέχρι να παραλάβουν τη σορό του δικού τους ανθρώπου.

«Από εκεί ξεκίνησε ο γολγοθάς μας. Εμείς ψάχναμε πού θα παραλάβουμε τη σορό. Δεν με πήρε κάνεις τηλέφωνο. Στην αρχή μου είπαν για γουδί, για να δώσουμε dna. Μετά μας είπαν στον σχιστό, Κορυδαλλό. Μας έπαιζαν μπαλάκι πέρα δώθε», σημείωσε σχετικά η κ. Τσάμπρου.

Η μάρτυρας εξαπέλυσε πυρά κατά του κρατικού μηχανισμού που, όπως είπε, δε λειτούργησε επαρκώς σε κανένα επίπεδο.

«Δε λειτούργησε τίποτα εκείνη την ημέρα. Αυτό που με θυμώνει είναι η ετοιμότητα. Δύο μήνες πριν είχαν κάνει και άσκηση. Ήταν πανέτοιμοι όλοι. Ο Τόσκας τους είχε συγχαρεί. Εκείνη η άσκηση είχε γίνει με βαθμό επικινδυνότητας 4 με ανέμους 7-8 μποφόρ. Η διαφορά είναι ότι δε χρησιμοποιήθηκαν εναέρια ενώ στην άσκηση χρησιμοποιήθηκαν. Ήταν συντονισμένες όλες οι υπηρεσίες... Σε μιάμιση ώρα έσβησαν τη φωτιά» είπε η μάρτυρας και συμπλήρωσε:

«Ο Μπουρνούς έλεγε ότι η φωτιά κινείται προς Διόνυσο. Καθησυχαστηκα...είπα άλλη μια φωτιά. Πάντα περνούσε περιπολικό και φώναζε για εκκένωση. Αυτή τη φορά τίποτα. Οι άνθρωποι πιάστηκαν στον ύπνο. Το 112 δεν λειτουργούσε το 2018. Αυτό που με εξοργίζει είναι ότι ο ένας ρίχνει το φταίξιμο στον άλλον. Εμένα δε με ενδιαφέρει. Θα μου πει κάποιος γιατί πώς έχασα τον πατέρα μου;» είπε αγανακτισμένη η γυναίκα και κατέληξε:

«6 χρόνια παλεύουμε να σταθούμε στα πόδια μας, η ζωή μας σταμάτησε εκείνη την ημέρα. Εγώ δεν μπορώ να μυρίσω καπνό..δεν μπορώ να κάτσω δίπλα στο τζάκι».

Ευθύνες σε Πυροσβεστική, Λιμενικό και Αστυνομια καταλόγισε και η μητέρα της

«Το ίδιο μας το κράτος, μας κήρυξε τον πόλεμο τρέχαμε πανικόβλητοι. Εκτός από τους ανθρώπους μας που χάσαμε , τόσοι εγκαυματίες ταλαιπωρούνται ακόμα.

Με πεταμένες σάρκες κολυμπούσαν επί ωρες. Πάλευαν στα κύματα με καμένες τις σάρκες τους. Που ζούμε? Είμαστε μέσα στην πρωτεύουσα της χώρας μας. Έλεος!», είπε εξοργισμένη η χήρα Τσάμπρου.

Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε μια γυναίκα που το βράδυ της 23ης Ιουλίου έζησε έναν εφιάλτη, αλλά τελικά τα κατάφερε. Η ίδια μπήκε στη θάλασσα, ώσπου την έσωσαν Αιγύπτιοι ψαράδες με τη βάρκα τους.

«Άκουγα φωνές σπαρακτικές «κρατήστε με στην επιφάνεια». Γύρω μου αισθανομουν ότι υπήρχαν πολλοί άνθρωποι. Από 700 έως 1000 άτομα ήταν στη θάλασσα. Ήταν όλοι αυτοί που από τα παλιά ήξεραν ότι αν συνέβαινε κάτι έπρεπε να πάμε στη θάλασσα», είπε η γυναίκα που εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ στο εξαφανισμένο Λιμενικό.

«Στις 18.38 ήταν η στιγμή που ήμουν στη θάλασσα μέχρι 23.10 που με πήραν οι Αιγύπτιοι στο λαιμό τους. 12 παρά 10 ήμουν Ραφήνα. Κανένα πλωτό του λιμενικού δεν υπήρξε. Τρεις τέσσερις μέρες μετά πήρα τηλέφωνο το λιμενικό να μαθω ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης του σκάφους, ποιος με έσωσε, να του δώσω μια κουβέρτα, αισθανόμουν τεράστια υποχρέωση. Μου απάντησαν....δεν καταλάβαιναν τι τους ζητούσα. Τους είπα ότι θέλω έναν αρμόδιο. Μου είπαν να μιλήσω με λιμενάρχη. «Χαιρόμαστε που σωθήκατε, θεωρείτε ότι έχουμε συνεισφέρει στη διασωση σας;» με ρώτησαν. «Όχι», απάντησα.

«Δε μπορούσαμε να έρθουμε διότι θα θεριζαμε κεφάλια», μου είπαν. «Εννοείτε ότι ήταν μεγάλα;» τους ρώτησα εγώ και μου απάντησαν θετικά.

Η διασωθείσα στην κατάθεσή της σημείωσε ότι τις κρίσιμες ώρες της φωτιας η κρατική αρωγή απουσίαζε.

«7 παρά τέταρτο μιλούσαν κάποιοι απευθείας με λιμεναρχείο . Κανέναν δεν είδα. Ούτε αεροπλάνα. Λέγαμε στα παιδάκια κοιτάτε πάνω στον ουρανό θα πεθάνει σούπερ πούμα για να έρθει βοήθεια. Και χτυπούσαν τα χεράκια τους. Τίποτα δεν είδαμε. Είχε πολύ αέρα, ήταν τεράστια τα κύματα. Βγάζαμε το κεφάλι μας έξω από το νερό. Δεν είδα καμία υδροφόρα από την πολιτική προστασία», ανέφερε η μάρτυρας και κατέληξε ότι έξι χρόνια μετά τη συμφορά ακόμη φοβάται να βρεθεί στην πληγείσα περιοχή.

«Έχω φοβηθεί πολύ, ακόμα και τις κόρες μου που είναι μεγάλες δεν τις αφήνω να διανυκτερεύσουν στο Μάτι».