Διεθνή

Ελληνικός μπαλαντέρ στο παιχνίδι της γερμανικής πόλωσης

Ελληνικός μπαλαντέρ στο παιχνίδι της γερμανικής πόλωσης
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου Η επιλογή του SPD να θέσει την ευρωπαϊκή και ελληνική ατζέντα στο επίκεντρο της πολύμηνης προεκλογικής αντιπαράθεσης με το CDU μπορεί ν’ αποδειχθεί αμοιβαία επωφελής για τα δυο κόμματα κι επωφελέστερη για την «παγκόσμια Γερμανία»

Οκτώ μήνες είναι μεγάλο διάστημα. Ιδιαίτερα αν αποτελέσουν μήνες μιας έντονης προεκλογικής αντιπαράθεσης. Κι ακόμη περισσότερο αν αυτή η προεκλογική αντιπαράθεση αφορά τον ηγεμόνα της Ε.Ε. και  επίδοξη νέα ηγέτιδα δύναμη της Δύσης, τη Γερμανία. Στις μόλις τρεις εβδομάδες από την ανακοίνωση της υποψηφιότητας Σουλτς για την καγκελαρία, ως αντίπαλος της Μέρκελ, η εκτίμηση ότι η καγκελάριος είναι το φαβορί για νέα θητεία ανατρέπεται από τις δημοσκοπήσεις. Ο υποψήφιος του SPD φαίνεται να είναι το πρόσωπο που μπορεί να την αντιμετωπίσει στα ίσια. Η ίδια η Μέρκελ αποφεύγει την επιθετική ρητορική, προσηλωμένη στο θεσμικό, προτεσταντικό πρωτόκολλο, αλλά τα στελέχη του κόμματός της, με πρώτον τον Β. Σόιμπλε, πρωτοστατούν σε μια ασυνήθιστης οξύτητας αντιπαράθεση με τα στελέχη του SPD. Κι αυτά ανταποδίδουν με την ίδια οξύτητα. Κι είναι μόλις Φεβρουάριος. Πού μπορεί να φτάσει η πόλωση ανάμεσα στα δυο κόμματα μέχρι τον Σεπτέμβριο;

Η αποδόμηση των γερμανικών μύθων

Είναι μια όχι και τόσο συνήθης κατάσταση για τη Γερμανία, πολύ περισσότερο που η διαφαινόμενη πόλωση αφορά δυο κυβερνητικούς εταίρους. Ο Σόιμπλε αποκαλεί «Τραμπ της Ευρώπης» τον Σουλτς, ενώ ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, εντυπωσιακά απελευθερωμένος που απηλλάγη από το φορτίο της δικής του υποψηφιότητας για την καγκελαρία, όντας υπουργός Εξωτερικών, αποδομεί (στην τελευταία του συνέντευξη στη FAZ) το κυρίαρχο γερμανικό αφήγημα της τελευταίας δεκαετίας, που κάθε άλλο παρά κολακεύει τους γερμανούς ψηφοφόρους: «Θέλουμε να βάλουμε ένα τέλος στο ανόητο αφήγημα ότι η Γερμανία είναι το κράτος που εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει και είναι ούτως ειπείν το υποζύγιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλα όσα επενδύουμε στην Ευρώπη τα παίρνουμε πίσω πολλαπλάσια. Το 60% των εξαγωγών μας γίνεται προς την Ευρώπη και όχι προς τις ΗΠΑ ή την Κίνα», λέει ο Γκάμπριελ.

Η αλλαγή σκηνικού είχε εμφανέστατη επίδραση ακόμη και στα αδελφά χριστιανικά κόμματα (CDU και CSU) των Μέρκελ – Σόιμπλε. Η «ρουκέτα» που εκτόξευσε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Μ. Βέμπερ περί «διαζυγίου» με το ΔΝΤ πυροδότησε έντονο ενδοκομματικό καβγά και οπωσδήποτε μια σύγχυση στους βουλευτές των χριστιανικών κομμάτων που είναι προσηλωμένοι στο «δόγμα Σόιμπλε». Κι οπωσδήποτε, η απόφαση της ηγεσίας του SPD να καταστήσει την προεκλογική καμπάνια λιγότερο «γερμανική» και περισσότερο «ευρωπαϊκή» και σε σημαντικό βαθμό «ελληνική» φαίνεται ότι έχει ήδη κάποια επίδραση στην τακτική της κ. Μέρκελ, και στην κίνηση να αναλάβει πρωτοβουλία άρσης του αδιεξόδου στην αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, με τις συναντήσεις της προσεχούς Τετάρτης στο Βερολίνο, με τη Λαγκάρντ και τον Γιούνκερ. Η κίνηση αυτή εναρμονίζεται και με τις πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η καγκελάριος διεμήνυσε στον κ. Μητσοτάκη ότι μια εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα δεν είναι επιθυμητή αυτή την περίοδο. Και πιθανότατα και ο κ. Σόιμπλε δεν του είπε κάτι διαφορετικό, παρά την περί Grexit ρητορική του.

Γιατί κερδίζουν και οι δυο μονομάχοι

Η επιλογή της ηγεσίας του SPD να θέσει στο επίκεντρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης τη συζήτηση για την Ευρώπη και ως υποσύνολο για την Ελλάδα αποδεικνύεται εύστοχη και επωφελής για το ίδιο μέχρι στιγμής. Το αν είναι ικανή να αναγεννήσει την σχεδόν αφομοιωμένη στο πρόγραμμα των χριστιανοδημοκρατών γερμανική σοσιαλδημοκρατία είναι συζητήσιμο, ιδιαίτερα όταν ευρύτερα στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στη Γαλλία, η σοσιαλδημοκρατία σέρνεται. Ωστόσο, η επιλογή αυτή μπορεί να αποδειχθεί αμοιβαία επωφελής για τους μονομάχους των γερμανικών εκλογών, κι αυτό για δυο λόγους:

Πρώτον, οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες αναλαμβάνουν να λειτουργήσουν ως συνείδηση και των ίδιων των συντηρητικών αντιπάλων τους, των χριστιανοδημοκρατών, με τους οποίους άλλωστε πρέπει να πάρουν από κοινού κρίσιμες αποφάσεις τους επόμενους ως κυβερνητικοί εταίροι, κι ας αντιπαρατίθενται ταυτόχρονα με οξύτητα. Η «συνείδηση» αυτή αφορά την συμπεριφορά της πολιτικής ελίτ απέναντι στον ρόλο μιας «ευρωπαϊκής» και «παγκόσμιας» Γερμανίας. Η πρό(σ)κληση να διαδεχθεί η Γερμανία τις ΗΠΑ στην ηγεσία της καπιταλιστικής Δύσης και της θεσμικής παγκοσμιοποίησης και, πολύ περισσότερο, να εγγυηθεί τη συνοχή και ολοκλήρωση της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης απαιτεί αποφάσεις λιγότερο «εθνικά» ιδιοτελείς, συμμαχίες πολύ ευρύτερες και επιλογές στρατηγικές, όχι μικροπολιτικές. Αυτό πάνω κάτω είναι το μότο που θέλουν να επιβάλουν στην προεκλογική αναμέτρηση οι σοσιαλδημοκράτες. Κι επειδή αυτό μεταφράζεται σε νέο μίγμα οικονομικής πολιτικής, με μεγαλύτερο βάρος στις δημόσιες επενδύσεις, δημιουργεί προσδοκίες στα φτωχότερα γερμανικά στρώματα, τους ανέργους και τους υποαμειβόμενους κατόχους των mini jobs.

Δεύτερον, θέτοντας αυτή την ατζέντα στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, ακόμη και το μυθοποιημένο στα μάτια της γερμανικής κοινής γνώμης και αντιδημοφιλές «ελληνικό ζήτημα», και τα δυο κόμματα, SPD και CDU, ακόμη και εμμένοντας στις αντιθέσεις τους, μπορεί να απογειώσουν την πολιτική πόλωση. Και η πόλωση είναι αμοιβαία επωφελής, γιατί απλούστατα πιέζει τα μικρότερα κόμματα: την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία, τους Πράσινους, τους Ελεύθερους Δημοκράτες, την Αριστερά. Το «πείραμα» του πρώτου μήνα αντιπαράθεσης είναι ήδη αποδοτικό δημοσκοπικά: Εκτός από την εντυπωσιακή άνοδο του SPD, καταγράφεται στασιμότητα ή και υποχώρηση της ακροδεξιάς AfD, αλλά και αισθητή πίεση στους Πράσινους και τη Die Linke. Κι είμαστε ακόμη στην αρχή. Και καθώς οι δυο νυν κυβερνητικοί εταίροι συμπεριφέρονται ήδη ως να αποκλείουν νέο μεγάλο συνασπισμό και δεν ξεκαθαρίζουν τις επιλογές εταίρων μεταξύ των μικρότερων κομμάτων, οι Γερμανοί ψηφοφόροι μπαίνουν ήδη στο τρικ της πόλωσης και στο δίλημμα επιλογής καγκελαρίου και κυβέρνησης κατά προτίμηση αυτοδύναμης. Πόσο θ’ αντέξει αυτή η τακτική τους επόμενους επτά μήνες είναι ακόμη ασαφές.