Οικονομία

Η γεωπολιτική των Trumponomics και η επιχείρηση σωτηρίας της παγκοσμιοποίησης

Η γεωπολιτική των Trumponomics και η επιχείρηση σωτηρίας της παγκοσμιοποίησης
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου Η μίνι ευρωατλαντική σύνοδος του Βερολίνου ελπίζει σε εγκατάλειψη των προεκλογικών δεσμεύσεων του νέου αμερικανού προέδρου, αλλά ο πραγματικός φόβος είναι ότι το αντιφατικό οικονομικό πρόγραμμα Τραμπ μπορεί… και να πετύχει

Η δαιμόνια και διορατική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ εντόπισε έγκαιρα τη γεωπολιτική και γεωοικονομική «απειλή» που συνιστούσε το οικονομικό πρόγραμμα του Ντόναλντ Τραμπ. Γι’ αυτό και πρώτη ανάμεσα στους αξιωματούχους της παγκόσμιας πολιτικής ελίτ ξεκίνησε την εκστρατεία αποκατάστασης της φήμης της παγκοσμιοποίησης, υποστηρίζοντας ότι έβγαλε εκατομμύρια ανθρώπους στον αναπτυσσόμενο κόσμο από τη φτώχεια, αλλά ταυτόχρονα αύξησε τις ανισότητες στον αναπτυγμένο κόσμο. Κι αυτό ήταν το «ελάττωμα» της παγκοσμιοποίησης που έπρεπε επειγόντως να διασωθεί.

Η «απειλή» τώρα έγινε χειροπιαστή πραγματικότητα και, παρ’ ότι πολλοί αμφιβάλλουν για το σε ποιο βαθμό ο νεοεκλεγείς Τραμπ θα υλοποιήσει τις υποσχέσεις του για «προστασία» της αμερικανικής οικονομίας, οι αντιδράσεις στην εκλογή του τόσο μεταξύ της διεθνούς πολιτικής ελίτ όσο και μεταξύ των αγορών και των νεοφιλελεύθερων οικονομικών think tank κινούνται στα όρια της υστερίας.

Σώζοντας το ΝΑΤΟ και το «οικονομικό ΝΑΤΟ»
Με δεδομένο ότι ο Τραμπ έχει ευθέως προειδοποιήσει πως θα τερματίσει ή θα αναθεωρήσει ριζικά τις διεθνείς εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες- TTIP, NAFTA, TPP- που με τόση μεθοδικότητα φιλοτεχνούσαν για χρόνια τα λόμπι των πολυεθνικών, η πρώτη αντίδραση του απερχόμενου Ομπάμα ήταν να προκαταλάβει τις τελικές αποφάσεις του διαδόχου του στον Λευκό Οίκο, με τη μίνι ευρωατλαντική σύνοδο κορυφής στο Βερολίνο. Θέλησε να αποσπάσει τη δέσμευση των τεσσάρων ισχυρότερων χωρών της Ε.Ε., και πρωτίστως της Γερμανίας, ότι θα μείνουν πιστοί στην προώθηση της διατλαντικής σχέσης- με αιχμή τη Ρωσία- και ιδιαίτερα του «οικονομικού ΝΑΤΟ», της TTIP, έστω και σε χρόνο πολύ βραδύτερο από αυτόν που προέβλεπε- δηλαδή εντός της θητείας του. Αυτό ματαιώθηκε προ πολλού, αλλά το «κλαμπ» του χρηματοπιστωτικού και του πολυεθνικού κεφαλαίου πιέζει να διασωθούν τα θεμελιώδη της θεσμοθετημένης παγκοσμιοποίησης από τις παρενέργειες των Trumponomics.

Φυσικά, είναι ανοησία να υποθέσει κανείς ότι ο υπερσυντηρητικός Τραμπ, με το συνονθύλευμα ακροδεξιών, ρατσιστών και κατ’ εξοχήν νεοφιλελεύθερων στελεχών που προωθεί στην κυβέρνησή του, βρίσκεται σε τροχιά ρήξης με το χρηματοπιστωτικό και το πολυεθνικό βιομηχανικό κεφάλαιο στις ΗΠΑ. Όμως, αν προσηλωθεί στον στόχο κάθε νεοεκλεγόμενου προέδρου, δηλαδή στο να διατηρήσει τον έλεγχο των νομοθετικών σωμάτων κατά τις ενδιάμεσες εκλογές και να εξασφαλίσει και δεύτερη θητεία, ο Τραμπ είναι υποχρεωμένος να υλοποιήσει έστω και εν μέρει το οικονομικό του πρόγραμμα, που από πολλούς νεοφιλελεύθερους, αλλά και νεοκεϋνσιανούς οικονομολόγους περιγράφεται περίπου ως παγκόσμια καταστροφή.

Τρεις πηγές παγκόσμιας ανησυχίας
Τα πεδία ανησυχίας είναι γνωστά:
Πρώτον, μια σχετική εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία, που πραγματικός της στόχος είναι ο διεμβολισμός και η αποδυνάμωση της Κίνας, μπορεί να επιταχύνει τη λύση της συριακής κρίσης με τρόπο που θα περιθωριοποιεί την Ε.Ε., και ιδιαίτερα τις επισπεύδουσες χώρες, όπως η Γαλλία. Μπορεί επίσης να δρομολογήσει άλλου είδους εξελίξεις στην Ουκρανία, όπου η Ε.Ε. έχει αναλάβει την «υπεργολαβία» προστασίας και στήριξης του καθεστώτος.

Δεύτερον, η έστω και μερική υλοποίηση του προγράμματος του Τραμπ για ένα τύπου New Deal πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων για την ανανέωση των υποδομών, για μείωση της φορολογίας και για στήριξη των μισθών είναι βέβαιο ότι θα επιταχύνει τον ρυθμό αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων πολύ πέρα από τον προγραμματισμό της Τζάνετ Γέλεν. Μια τέτοια εξέλιξη θα αυξήσει μεν το κόστος του χρήματος στις ΗΠΑ, αλλά ταυτόχρονα θα προκαλέσει εισροή κεφαλαίων από Ευρώπη και άλλες περιοχές του πλανήτη. Είναι απίθανο να αποφευχθούν «αντίποινα» από άλλες μεγάλες χώρες και ειδικά την Ε.Ε., εξέλιξη που μπορεί να πάρει διαστάσεις ενός πλήρους νομισματικού πολέμου.

Τρίτον, και μάλλον σημαντικότερο, αν ο Τραμπ υλοποιήσει έστω και μερικώς την απειλή για επιβολή δασμών σε χώρες στις οποίες μεταναστεύουν αμερικανικές πολυεθνικές, προκειμένου να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στην υπόσχεση να προστατεύσει τις θέσεις εργασίας, είναι αδύνατο μην προκαλέσει απαντητικά «πυρά» από άλλες περιοχές του πλανήτη, πυροδοτώντας έναν απρόβλεπτης έκβασης εμπορικό πόλεμο. Στο πλαίσιό του είναι μάλλον απίθανο να διασωθούν οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, τύπου TTIP.

Αρμαγεδδών ή αλλαγή του παγκόσμιου «κανόνα»;
Κατά τους ακραιφνείς οπαδούς της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της πλήρους απελευθέρωσης του εμπορίου και των επενδύσεων από οικονομικούς και νομικούς φραγμούς, ώστε να ελαχιστοποιούνται τα κόστη και να μεγιστοποιούνται τα κέρδη των πολυεθνικών επιχειρήσεων, ακόμη και μια μετριοπαθής, μερική υλοποίηση του προγράμματος του Τραμπ θα βυθίσει την παγκόσμια οικονομία σε μακρόχρονη ύφεση. Εξ ου και η εκστρατεία Ομπάμα και ΔΝΤ για διάσωση και «εξανθρωπισμό» της παγκοσμιοποίησης. Βεβαίως, όπως δείχνει και η εκλογική νίκη του Τραμπ στις ΗΠΑ, ο «παγκόσμιος θυμός» κατά των συνεπειών της υποχρεώνει και τις πολιτικές ελίτ σε προσαρμογές. Οι συμφωνίες που σχεδιάζουν τα επιτελεία των πολυεθνικών δεν είναι πάντα συμβατές με τις ανάγκες του εκλογικού κύκλου που είναι υποχρεωμένες να ακολουθούν οι πολιτικές ηγεσίες. Σ’ αυτή τη μεγάλη αλυσίδα παγκόσμιας διασύνδεσης του εμπορίου, των επενδύσεων, των πληροφοριών, πάντα θα υπάρχει κάποιος κρίκος έτοιμος να σπάσει.

Και κάποιος θα σπάσει πραγματικά.
Βεβαίως, στον σχεδόν υστερικό φόβο για την καταστροφική επίδραση των Trumponomics υπάρχει κι ένας ισχυρός αντίλογος. Πρώτον, η πίεση που θα ασκηθεί στις αμερικανικές εταιρείες να μείνουν στις ΗΠΑ και να κρατήσουν τις θέσεις εργασίας μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της απασχόλησης. Αντίστοιχα, η απειλή επιβολής εμπορικών δασμών μπορεί να υποχρεώσει μερικούς από τους σημαντικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ να είναι πιο «γενναιόδωροι» στην αγορά αμερικανικών προϊόντων. Τρίτον, μια αλλαγή στο μίγμα οικονομικής πολιτικής υπέρ των δημοσίων επενδύσεων, αντί της συντήρησης της νομισματικής φούσκας των κεντρικών τραπεζών, μπορεί να έχει μεγαλύτερο αναπτυξιακό αντίκτυπο από τα σχεδόν 5 τρισ. δολάρια που κόστισε η διάσωση των τραπεζών και η ποσοτική χαλάρωση της FED. Εν ολίγοις, τα Trumponomics μπορεί και να πετύχουν, επιφέροντας ένα καίριο, απροσδόκητο, εκ των ένδον πλήγμα στο νεοφιλελεύθερο δόγμα της τελευταίας τριακονταετίας. Διόλου τυχαία, ο Μπέρνι Σάντερς, που αναδεικνύεται στον μόνο αξιόπιστο εκπρόσωπο της αντιπολίτευσης των Δημοκρατικών, μετά την ήττα της Κλίντον, κάνει έναν προσεκτικό διαχωρισμό της κριτικής τους στο ακροδεξιό, ρατσιστικό και αντιμεταναστευτικό πρόγραμμα του Τραμπ από τη μια και στις οικονομικές εξαγγελίες του από την άλλη, τονίζοντας σαφώς την υποστήριξή του σε μια γενναία δόση «προστατευτισμού» που θα σώσει θέσεις εργασίας και μισθούς.