Οικονομία

Η υπερεπένδυση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οδηγεί σε ανισορροπίες

Η υπερεπένδυση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οδηγεί σε ανισορροπίες Φωτογραφία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΟΛΗΣ/EUROKINISSI
Η μαζική εγκατάσταση πράσινων μεγαβάτ, στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης, υπερβαίνει τη ζήτηση που προκύπτει από τον εξηλεκτρισμό των οικονομιών, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται αρνητικές και μηδενικές τιμές ενέργειας.

Οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικά προβλήματα στα ηλεκτρικά τους συστήματα, εξαιτίας της υπερεπένδυσης σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), που έχει οδηγήσει σε ανισορροπίες.

Η μαζική εγκατάσταση πράσινων μεγαβάτ, στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης, υπερβαίνει τη ζήτηση που προκύπτει από τον εξηλεκτρισμό των οικονομιών, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται αρνητικές και μηδενικές τιμές ενέργειας. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα κατά περιόδους χαμηλής ζήτησης, όπως την άνοιξη και το φθινόπωρο, όταν η παραγωγή από ΑΠΕ είναι αυξημένη. Για να διατηρηθεί η σταθερότητα των συστημάτων, μεγάλες ποσότητες πράσινης ενέργειας αποκλείονται από το δίκτυο.

Στην Ελλάδα, η αύξηση των αρνητικών τιμών ενέργειας έχει προκαλέσει ανησυχίες για τη βιωσιμότητα των επενδύσεων στις ΑΠΕ, καθώς και για το αυξημένο κόστος εξισορρόπησης του συστήματος. Το ρυθμιστικό πλαίσιο ορίζει ότι έργα ΑΠΕ άνω των 400 κιλοβάτ δεν αποζημιώνονται για παραγωγή όταν οι τιμές ενέργειας είναι μηδενικές για περισσότερες από δύο ώρες. Ωστόσο, οι παραγωγοί καταφέρνουν να κρατούν τις τιμές οριακά πάνω από το μηδέν, διασφαλίζοντας την αποζημίωσή τους. Το κόστος αυτό μετακυλίεται στους καταναλωτές μέσω του ΕΤΜΕΑΡ, ενώ η εξαγωγή πράσινης ενέργειας στη Βουλγαρία προσφέρει οικονομικά οφέλη στους καταναλωτές εκεί.

Η διασύνδεση Ελλάδας και Βουλγαρίας επιτρέπει επίσης την εισαγωγή φθηνότερης ενέργειας, επιβαρύνοντας περαιτέρω το πρόβλημα υπερπροσφοράς στην εγχώρια αγορά, γεγονός που οδηγεί σε περικοπές της εγχώριας παραγωγής ΑΠΕ.

Σύμφωνα με το Δελτίο Ενεργειακής Ανάλυσης του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ), η συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας τον Σεπτέμβριο του 2024 έφτασε το 43%, ενώ μαζί με τα υδροηλεκτρικά, οι ανανεώσιμες πηγές κάλυψαν το 47% της ηλεκτροπαραγωγής. Αυτό τοποθετεί την Ελλάδα μεταξύ των κορυφαίων ευρωπαϊκών χωρών σε αυτόν τον τομέα. Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας κατέγραψαν πτώση, με τη μέση Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (ΤΕΑ) να διαμορφώνεται στα 112,35 ευρώ ανά MWh τον Σεπτέμβριο, καταγράφοντας μείωση 13% σε σχέση με τον Αύγουστο, αλλά και αύξηση 10% συγκριτικά με τον Σεπτέμβριο του 2023. Αντίθετα, οι τιμές του φυσικού αερίου αυξήθηκαν, με τη μέση τιμή να ανέρχεται στα 35,7 ευρώ ανά MWh, από 33,9 ευρώ τον Αύγουστο.

Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας τον Σεπτέμβριο του 2024 ανήλθε σε 4.455.101 MWh, σημειώνοντας μείωση για δεύτερο συνεχόμενο μήνα, ενώ η χρήση φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή μειώθηκε στο 42% του μείγματος καυσίμου. Συνολικά, η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και φυσικό αέριο ανήλθε σε 1.807.080 MWh και 1.781.909 MWh αντίστοιχα. Παρά τις μικρές μειώσεις, το φυσικό αέριο και οι ΑΠΕ εξακολουθούν να κατέχουν σημαντικό μερίδιο στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, με τις εισαγωγές και εξαγωγές ενέργειας να διαμορφώνονται στις 27.419 MWh και 532.426 MWh αντίστοιχα.