Οικονομία

Υπερχρεωμένα νοικοκυριά: Τα χαρακτηριστικά και οι δυνατότητες αποπληρωμής των χρεών

Υπερχρεωμένα νοικοκυριά: Τα χαρακτηριστικά και οι δυνατότητες αποπληρωμής των χρεών Υπερχρεωμένα νοικοκυριά: Τα χαρακτηριστικά και οι δυνατότητες αποπληρωμής των χρεών
Τα χαρακτηριστικά των υπερχρεωμένων νοικοκυριών στην χώρα και οι δυνατότητες αποπληρωμής των χρεών τους Μια αποκαλυπτική έρευνα για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά της χώρας δημοσιοποίησε σήμερα το ΙΝΕ - ΓΣΕΕ που καταγράφει τα χαρακτηριστικά του υπερ-δανεισμού στην χώρα αλλά και τα χαρακτηριστικά των υπερχρεωμένων νοικοκυριών ενώ κάνει αποτίμηση της αποτελεσματικότητας του λεγόμενου «νόμου Κατσέλη» για την προστασία των υπερχρεωμένων απο τα ειρηνοδικεία της χώρας

Η έκθεση του ΙΝΕ -ΓΣΕΕ διερευνήθηκε το κοινωνικοοικονομικό προφίλ των υπερχρεωμένων νοικοκυριών στην Ελλάδα (2011-2012). Συλλέχθηκε δείγμα δικαστικών αποφάσεων υποθέσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών (ν. 3869/2010) και εξετάστηκαν στατιστικά τα δημογραφικά και τα οικονομικά χαρακτηριστικά τους.

Χρησιμοποιήθηκε ως πληθυσμός αναφοράς ένα δείγμα που αντλήθηκε από τη βάση μικροδεδομένων EU-SILC. Οι διαζευγμένες γυναίκες με προστατευόμενα τέκνα, οι ηλικιακές ομάδες 45-54 και 55-64 ετών, το χαμηλό εισόδημα και η ανεργία αποτελούν χαρακτηριστικά με μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά ανήκουν σε χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια και αποτελούν πιο ευάλωτες οικονομικά ομάδες και ομάδες που έχουν εκτεθεί σε μεγαλύτερο βαθμό στην κρίση.

Η πλέον διαδεδομένη κατηγορία δανεισμού είναι οι πιστωτικές κάρτες και ακολουθούν τα καταναλωτικά και τα στεγαστικά δάνεια. Τα φτωχότερα νοικοκυριά υφίστανται τη μεγαλύτερη δανειακή επιβάρυνση. Στο πλαίσιο του νόμου, σχεδόν οι μισοί υπερχρεωμένοι οφειλέτες θα καταβάλλουν μηνιαίες δόσεις που απορροφούν παραπάνω από το 30% του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια το μέσο διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριού (μετά τις ρυθμίσεις) είναι κάτω των 300 ευρώ.

Το φαινόμενο της υπερχρέωσης των νοικο-κυριών εμφανίστηκε στην Ελλάδα την περίοδο που συντελείται η πιο σοβαρή κρίση δημόσιου χρέους στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Πριν από το ξέσπασμα της κρίσης τα ελληνικά νοικοκυριά, στην πλειονότητά τους, ήταν σε θέση να διαχειριστούν με υγιή και ικανοποιητικό τρόπο τις οικονομικές τους υποθέσεις. Τα επίπεδα του δανεισμού προς τα νοικοκυριά, μολονότι η πιστωτική επέκταση κατά την τελευταία δεκαετία ήταν αξιοσημείωτη, βρίσκονταν σε αποδεκτά και, οπωσδήποτε, χαμηλότερα επίπεδα από αυτά των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Η υπερχρέωση, κατά συνέπεια, όπως ανέκυψε στη χώρα αποτελεί προϊόν της παρατεταμένης ύφεσης, απόρροια των εφαρμοζόμενων μέτρων αυστηρής λιτότητας. Με το ξέσπασμα της κρίσης, και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η υπερχρέωση των νοικοκυριών αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα που θέτουν σε δοκιμασία τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας.

Υπό το βάρος των προγραμμάτων λιτότητας, η ελληνική οικονομία έχει παγιδευτεί σε ένα υφεσιακό σπιράλ όπου το ΑΕΠ συνεχώς συρρικνώνεται, η ανεργία εκτινάσσεται, η ανισότητα και η φτώχεια επεκτείνονται, ενώ η ανάπτυξη έχει μετατραπεί σε αποεπένδυση. Καθίσταται εύκολα κατανοητό ότι οι συνθήκες αυτές προκαλούν και ανατροφοδοτούν μια ολοένα επιδεινούμενη ευπάθεια στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, ειδικότερα σε εκείνα που ανήκουν στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, τα οποία -όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία σε ανάλογες καταστάσεις- πλήττονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Η υπερχρέωση, επομένως, που πλήττει μεγάλο μέρος των δανειοληπτών στις μέρες μας, δεν αποτελεί, στο μεγαλύτερο μέρος της, συνέπεια αλόγιστου και ανεύθυνου δανεισμού από την πλευρά των νοικοκυριών ή από την πλευρά των τραπεζών, αλλά απόρροια ακριβώς της κατάρρευσης των εισοδημάτων και του ήδη ανεπαρκούς κράτους πρόνοιας.

Η απότομη πιστωτική επέκταση στον τομέα των νοικοκυριών δεν αποτελεί από μόνη της αίτιο για την υπερχρέωση, αλλά έναν παράγοντα που δημιούργησε τις προϋποθέσεις ευθραυστότητας στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών

Από τον Ιανουάριο του 2011, που άρχισε να εφαρμόζεται ο νόμος, μέχρι την 06/09/2012, ο συνολικός αριθμός των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί στην ελληνική επικράτεια είναι 26.869, εκ των οποίων οι 6.641 έχουν κατατεθεί στο Ειρηνοδικείο Αθηνών

Βάσει των στοιχείων της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή (ΓΓΚ), μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2012 είχαν εκδικαστεί γύρω στις 5.000 υποθέσεις και έχει εκδοθεί απόφαση για τις 3.000 εξ αυτών

Από τις 3.000 αποφάσεις, ένα μικρό μέρος έχει δημοσιευθεί. Συγκεντρώθηκε ένα δείγμα από 553 αποφάσεις, δηλαδή το 18,4% του συνόλου των αποφάσεων, εκ των οποίων οι 287 (51,9%) έγιναν δεκτές ή εν μέρει δεκτές, οι 229 (41,4%) απορρίφθηκαν και 37 (6,7%) αναβλήθηκαν

Οι αποφάσεις αυτές προέρχονται από ειρη νοδικεία από όλη τη χώρα, με το μεγαλύτερο αριθμό να προέρχεται από τα μεγάλα αστικά κέντρα Αθήνας και Θεσσαλονίκης.  Μέσα από τη μελέτη των δικαστικών αποφάσεων αντλήθηκαν στοιχεία για τα δημογραφικά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά των νοικοκυριών (εισόδημα και περιουσία βάσει των φορολογικών δηλώσεων Ε1 και Ε9, και τα χρέη κατά είδος, ποσά, κεφάλαια και τόκους, πιστωτικά ιδρύματα κ.λπ.) που αφορούν τόσο στον αιτούντα ή στην αιτούσα όσο και στον/ στη σύζυγο. Στα κείμενα των δικαστικών αποφάσεων καταγράφεται επίσης το σκεπτικό του δικαστικού λειτουργού, στο οποίο αναφέρονται οι πληροφορίες για τα γεγονότα που συνέβαλαν στην υπερχρέωση του αιτούντος. Επομένως, στη μελέτη αυτή επιχειρείται να διερευνηθούν, ταυτόχρονα με τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά των οφειλετών, και τα αίτια της οικονομικής τους κατάρρευσης

Το ποσοστό των γυναικών που έχουν κάνει ατομική αίτηση και έχουν υπαχθεί στο νόμο 3869/2010, αν και χαμηλότερο από αυτό των ανδρών, είναι εντυπωσιακά υψηλό. Ανέρχεται σε 43,8%, ενώ για τους άνδρες σε 56,2%. Αν και στον γενικό πληθυσμό τα ποσοστά γυναικών και ανδρών είναι σχεδόν ίσα (σύμφωνα με τα απογραφικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2013, διαμορφώνονται σε 51,0% και 49,0%, αντίστοιχα), σε ό,τι αφορά στις οικονομικές συναλλαγές καταγράφεται ο υπεύθυνος του νοικοκυριού, που συνήθως είναι ο σύζυγος

Η ηλικία των μελών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών που έχουν υπαχθεί στο νόμο μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για το ποιο είναι το στάδιο της ζωής τους αλλά και τα είδη των (χρηματο)οικονομικών πιέσεων που μπορεί να υφίστανται. Το εύρος των ηλικιών του δείγματος κυμαίνεται μεταξύ 28 και 85 ετών, ενώ η πλειοψηφία των αιτούντων βρίσκεται στη λεγόμενη «μέση ηλικία», αυτή των 45 με 54 έτη.

Ένας παράγοντας που έχει διαπιστωθεί ότι μπορεί να συμβάλει στην υπερχρέωση ενός νοικοκυριού είναι το μέγεθος και η σύνθεση του νοικοκυριού. Τόσο ένας χωρισμός ή ένα διαζύγιο όσο και η απόκτηση παιδιών μεταβάλλουν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, αναδιαρθρώνοντας τους συσχετισμούς εσό-δων-εξόδων σε σχέση με τους αρχικούς προ-γραμματισμούς, καθώς αναλαμβάνονται νέα καθήκοντα και δεσμεύσεις. Όσο περισσότερα και μικρότερα τα παιδιά, τόσο πιο έντονες οι πιέσεις που δέχονται οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί, πολύ δε περισσότερο όταν πρόκειται για μονογονεϊκά νοικοκυριά

Σύμφωνα με τα στοιχεία του δείγματος των υπερχρεωμένων οφειλετών στην Ελλάδα, το 68,4% των εργαζομένων έχει υποστηρίξει στο δικαστήριο ότι βασικό αίτιο για την κατάσταση υπερχρέωσης στην οποία έχει περιέλθει είναι η μείωση του οικογενειακού εισοδήματος· το ίδιο ισχυρίστηκε, αντίστοιχα, το 19,0% των ανέργων, το 98,7% των συνταξιούχων και το 75,0% των μη οικονομικά ενεργών. Επί του συνόλου του δείγματος, το 66,1% έχει δηλώσει μείωση οικογενειακού εισοδήματος. Προκύπτει ότι για τα δύο τρίτα των υπερχρεωμένων (66,1%) το βασικότερο αίτιο της αδυναμίας τους να αντεπεξέλθουν στις προγραμματισμένες αποπληρωμές των οφειλών τους είναι οι μειώσεις στους μισθούς και τις συντάξεις.

Ακόμα και ένα σχετικά μικρό χρέος μπορεί να οδηγήσει στην υπερχρέωση και τη χρεοκοπία ενός νοικοκυριού, εάν ένα μέλος του μείνει άνεργο. Η απόλυση αποτελεί ολοκληρωτικό πλήγμα για τους μισθωτούς, ιδιαίτερα σε περιόδους παρατεταμένης ύφεσης κατά τις οποίες η εύρεση εργασίας καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής, με συνέπεια να αποστραγγίζονται οι υπάρχουσες αποταμιεύσεις, να εκποιείται σημαντικό μέρος των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών και σταδιακά να φτωχο-ποιούνται

Η απόλυση οδηγεί στην οικονομική κα-τάρρευση των προϋπολογισμών των νοικοκυ-ριών. Ωστόσο, όπως μόλις διαπιστώσαμε, σε πολύ δύσκολη θέση μπορούν να βρεθούν και όσοι εργάζονται, ακόμα και αν διατηρούν τις ίδιες θέσεις εργασίας, καθώς τόσο το εισόδημα όσο και τα επιδόματα ή τα προνόμιά τους μειώνονται δραστικά

Η πλέον διαδεδομένη κατηγορία δανεισμού μεταξύ των υπερχρεωμένων νοικοκυριών είναι οι πιστωτικές κάρτες και ακολουθούν τα κα-ταναλωτικά και έπειτα τα στεγαστικά δάνεια

Τα αποτελέσματα της έρευνας αποτυπώνουν μια πτυχή ή υποσύνολο ενός φαινομένου και έχουν περίοδο αναφοράς τα δύο πρώτα έτη εφαρμογής του νόμου.

Οι γυναίκες (ως υπεύθυνες νοικοκυριού] έχουν (στατιστικά σημαντικά] μεγαλύτερες συγκεντρώσεις μεταξύ των υπερχρεωμένων οφειλετών σε σύγκριση με τον μη υπερχρεωμένο πληθυσμό. Αυτό οφείλεται στο ότι ένας βασικός παράγοντας της υπερχρέωσης είναι το διαζύγιο ή ο χωρισμός, και η πλειοψηφία των γυναικών του δείγματος είναι διαζευγμένες. Μεγάλο επίσης είναι το ποσοστό των γυναικών που είναι διαζευγμένες με προστατευόμενα τέκνα.

Η ανάλυση δείχνει ότι υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις ηλικιακές κατανομές μεταξύ των δύο δειγμάτων. Τα άτομα της μέσης ηλικίας (ηλικιακές ομάδες 45-54 ετών και 55-64 ετών] αποτελούν την πολυπληθέστερη ηλικιακή ομάδα μεταξύ των υπερχρεωμένων οφειλετών. Αυτό οφείλεται στο ότι οι συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες έχουν, κατά βάση, σταθερή απασχόληση και εισόδημα - και ως εκ τούτου μεγαλύτερη πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια και μεγαλύτερης τάξης χρέος από ό,τι οι μικρότερες ηλικιακά ομάδες· κατά συνέπεια, το ισχυρό πλήγμα που δέχτηκαν από τα μέτρα λιτότητας οδήγησε τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς σε αδιέξοδο.

Η οικογενειακή κατάσταση των υπερχρεωμένων οφειλετών παρουσιάζει στατιστικά σημαντικές διαφορές από των μη υπερχρεωμένων. Τα ευρήματα δείχνουν ότι η πιο συχνή κατηγορία οικογενειακής κατάστασης είναι οι έγγαμοι, εκ των οποίων οι μισοί έχουν προστατευόμενα τέκνα, και ακολουθούν οι άγαμοι και οι διαζευγμένοι. Οι διαζευγμένοι και οι εν διαστάσει παρουσιάζουν σημαντικά μεγαλύτερα ποσοστά μεταξύ των υπερχρεωμένων οφειλετών από αυτά που εμφανίζονται στον πληθυσμό χωρίς προβλήματα χρέους, ενώ το αντίθετο ισχύει για τους έγγαμους.

Από τη διερεύνηση των κατανομών των επαγγελματικών κατηγοριών στους δύο πλη-θυσμούς, διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Στο δείγμα από τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά συμμετέχει μεγαλύτερο ποσοστό «απασχολούμενων στον κλάδο της παροχής υπηρεσιών και πωλητών», «επαγγελματιών», «τεχνολόγων» και «υπαλλήλων γραφείου» από ό,τι στο δείγμα που προέρχεται από τον πληθυσμό χωρίς χρηματοοικονομική πίεση. Επίσης, υψηλότερη είναι η συχνότητα εμφάνισης εργαζομένων στα κατώτερα επαγγέλματα (ανειδίκευτοι εργάτες κ.λπ.]. Υπάρχουν, με άλλα λόγια, ενδείξεις ότι τα επαγγέλματα που κατατάσσονται πιο χαμηλά στην ταξική διάρθρωση των απασχολούμενων τείνουν να εμφανίζουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο δείγμα των υπερχρεωμένων. Η ανάλυση σε διψήφιο κωδικό των «επαγγελματιών» έδειξε ότι η πλειοψηφία απασχολείται στην εκπαίδευση και τη δημόσια υγεία.

Η μείωση του εισοδήματος αποτελεί τον βασικότερο παράγοντα υπερχρέωσης. Η διάμεσος του ετήσιου διαθέσιμου εισοδήματος των υπερχρεωμένων οφειλετών είναι στατιστικά σημαντικά χαμηλότερη από των μη υπερχρεωμένων (εκτιμάται στο 75,0% της διαμέσου του εισοδήματος των μη υπερχρεωμένων]. Σε όρους εισοδηματικών κλιμακίων, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά παρουσιάζουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο κατώτερο κλιμάκιο, ενώ τα μη υπερχρεωμένα στο υψηλότερο. Σημειώνεται ότι, επειδή ο νόμος εξαιρεί από την εκποίηση μόνο την κύρια κατοικία, λειτουργεί ως αντικίνητρο για να αιτηθούν όσοι έχουν ακίνητα πέραν της κύριας κατοικίας, οι οποίοι εκτιμάται ότι ανήκουν σε υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια.

Ενώ η κατοχή ιδιόκτητης κατοικίας αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα και των δύο πλη-θυσμών, με υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης (73,3% και 81,2% για τους υπερχρεωμένους και τους μη υπερχρεωμένους, αντίστοιχα], γεγονός που οφείλεται στο υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης που χαρακτηρίζει ιστορικά τα ελληνικά νοικοκυριά, οι ενοικιαστές παρουσιάζουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στα υπερ-χρεωμένα νοικοκυριά, με τη διαφορά να είναι στατιστικά σημαντική. Το αποτέλεσμα αυτό είναι συμβατό με άλλες μελέτες που συνδέουν τους ενοικιαστές με χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος και με αυξημένη πιθανότητα υπερχρέωσης.

Η πλέον διαδεδομένη κατηγορία δανεισμού είναι μέσω πιστωτικών καρτών και ακολουθούν τα καταναλωτικά και τα στεγαστικά δάνεια. Ο αριθμός των πιστωτικών καρτών, καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων που αναλογούν κατά μέσο όρο σε κάθε υπερχρεωμένο οφειλέτη είναι υψηλότερος σε σύγκριση με τους δανειολήπτες που δεν έχουν περιέλθει σε κατάσταση υπερχρέωσης. Εκτός από το μέγεθος του χρέους, σημαντικό ρόλο στο βαθμό ευθραυστότητας της οικονομικής κατάστασης των οφειλετών διαδραματίζει και ο αριθμός των δανειακών συμβάσεων.

Τα νοικοκυριά του χαμηλότερου εισοδηματικού κλιμακίου έχουν τη μικρότερη συμβολή στο συνολικό χρέος αλλά πολλαπλάσια δανειακή επιβάρυνση από τα υπόλοιπα εισοδηματικά κλιμάκια. Αντίθετα, τη χαμηλότερη δανειακή επιβάρυνση έχουν τα νοικοκυριά των υψηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων.

Ένα αναμφισβήτητο συμπέρασμα είναι ότι ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά λειτουργεί ως κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε κατάσταση υπερχρέωσης χωρίς δική τους υπαιτιότητα.

Στους υπαχθέντες στο νόμο 3869/2010 επετράπη, επί της ουσίας, να διασώσουν την κύρια κατοικία τους και να απαλλαγούν από ένα μέρος ή και το σύνολο των χρεών τους. Αυτό δηλαδή που προσφέρει ο νόμος είναι μια ευκαιρία για να μην καταρρεύσει το επίπεδο διαβίωσης των οφειλετών και να μην εγκλωβιστούν στη φτώχεια και την κοινωνική απομόνωση. Η πορεία όμως προς τη νέα αρχή δεν είναι χωρίς θυσίες, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις υπονομεύουν τη βιωσιμότητα του όλου εγχειρήματος.

Σε ό,τι αφορά στα τετραετή σχέδια πληρωμών, σχεδόν οι μισοί υπερχρεωμένοι δανειολήπτες καλούνται να καταβάλουν μηνιαίες δόσεις που αναλογούν στο 30,0% του διαθέσιμου εισοδήματός τους.

Σχεδόν ένας στους τρεις θα καταβάλει δόσεις που ανέρχονται μέχρι και στο μισό του διαθέσιμου εισοδήματός του, ενώ περίπου το 15,0% θα αφιερώσει παραπάνω από το μισό του εισόδημα, καθώς συγγενικά πρόσωπα αναλαμβάνουν να συμβάλουν στην ευόδωση των σχεδίων. Παρόμοια είναι και τα αποτελέσματα από τη ρύθμιση για τη διάσωση της κύριας κατοικίας. Το γεγονός ότι τα σχέδια αποπληρωμών για αυτή τη ρύθμιση διαρκούν κατά μέσο όρο δεκατέσσερα χρόνια καθιστά τη βιωσιμότητά τους αμφίβολη.

Στα νοικοκυριά του χαμηλότερου εισοδηματικού κλιμακίου, μετά την αφαίρεση του ποσού της μηνιαίας πληρωμής του τετραετούς σχεδίου, απομένει κατά μέσο όρο διαθέσιμο μηνιαίο εισόδημα ύψους 275,01 ευρώ. Το αντίστοιχο ποσό που απομένει στα φτωχότερα νοικοκυριά, στην περίπτωση της μακροχρόνιας ρύθμισης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, ανέρχεται σε 201,46 ευρώ.