Οικονομία

Ξεκινάει δεύτερος κύκλος επαφών για τα εργασιακά

Ξεκινάει δεύτερος κύκλος επαφών για τα εργασιακά Ξεκινάει δεύτερος κύκλος επαφών για τα εργασιακά
Στο υπουργείο Εργασίας, η Επιτροπή Απασχόλησης του Ευρωκοινοβουλίου Από τον Βασίλη Αγγελόπουλο Δεύτερο κύκλο επαφών για τα εργασιακά θέματα εγκαινιάζει σήμερα το υπουργείο Εργασίας, καθώς σε λίγη ώρα, στις 2 και μισή μετά το μεσημέρι, έχει προγραμματιστεί συνάντηση ανάμεσα στον κ. Γιώργο Κατρούγκαλο, στον πρόεδρο κ. Τόμας Χάντελ και στα μέλη της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου (MonitoringGroupEMPL).

Αύριο εξάλλου είναι προγραμματισμένη για τις 9 το πρωί, να πραγματοποιηθεί ξεχωριστή συνάντηση εργασίας, με τον προεδρεύοντα του Συμβουλίου των Υπουργών Εργασίας της ΕΕ, υπουργό του Λουξεμβούργου, κ. Νίκολα Σμιτ.

Οι επαφές αυτές, γίνονται στο πλαίσιο του «ανοίγματος» που επιχειρεί το υπουργείο Εργασίας, προς την ΕΕ, έτσι ώστε τα εργασιακά θέματα που έχουν ενταχθεί στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, να αποκτήσουν «ευρωπαϊκό μανδύα». Προηγήθηκε η συνάντηση της περασμένης Πέμπτης, ανάμεσα στον Έλληνα υπουργό Εργασίας και στον γενικό διευθυντή του ILO, κ. Γκάι Ράιντερ, με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο. Ουσιαστικά, ο κ. Κατρούγκαλος επιθυμεί να καταστήσει τους Ευρωπαίους εταίρους κοινωνούς και συμμέτοχους, σε οποιαδήποτε αλλαγή γίνει επί των εργασιακών θεμάτων, έτσι ώστε να γίνει σαφές στην υπόλοιπη Ευρώπη, πως θα υπάρξει ανάλογη επίδραση και εκεί.

Άλλωστε τα «καυτά» εργασιακά ζητήματα, είναι λίγο πολύ γνωστά και αφορούν τόσο το σκέλος των ομαδικών απολύσεων, όσο και τη λειτουργία του συνδικαλιστικού νόμου και της προκήρυξης απεργιών, αλλά και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Η επιδίωξη παραμένει ίδια, όπως έχει καταγραφεί ως μνημονιακή δέσμευση, δηλαδή η εύρεση των «βέλτιστων πρακτικών» για τα εργασιακά θέματα, σύμφωνα με ότι ισχύει και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Για το λόγο αυτό, έχει συμφωνηθεί καταρχήν να δημιουργηθεί μια κοινή επιτροπή, που θα απαρτίζεται από Έλληνες εμπειρογνώμονες, αλλά και από μέλη των θεσμών, έτσι ώστε να χαραχτεί «κοινή γραμμή» επί των επιλογών που θα γίνουν ως προς τις «βέλτιστες» ευρωπαϊκές πρακτικές.