Opinions

Νίκος Τόσκας: Πώς εξοπλίζεται η Ευρώπη; Η πρώτη Ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική στρατηγική

Νίκος Τόσκας Νίκος Τόσκας
Νίκος Τόσκας: Πώς εξοπλίζεται η Ευρώπη; Η πρώτη Ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική στρατηγική
Ο επίτροπος Μπρετόν προτείνει την δημιουργία χρέους 100 δισ. (ομόλογα) για χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών, πρόταση που συμφωνούν η Γαλλία και η Εσθονία αλλά διστακτικοί είναι η Γερμανία και η Ολλανδία. Είναι αμφίβολο αν εγκριθεί τελικά αυτό το ποσό. Για την ώρα έχουν προγραμματισθεί 27,5 δισ. μέχρι το 2027

Την 5η Μαρτίου 2024, παρουσιάσθηκε από την πρόεδρο της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για πρώτη φορά, η ενιαία ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική στρατηγική. Περιέχει φιλόδοξες προτάσεις για να επανεξοπλιστεί η Ευρώπη και να καλυφθούν οι άμεσες ανάγκες του πολέμου της Ουκρανίας. Είναι όμως αμφίβολο αν οι χώρες συμφωνήσουν στην ενιαία χρηματοδότηση με τεράστια κονδύλια και αν θα υπάρξει η βούληση για συνεργασία.

Από το 2000 πάνω από τρείς προσπάθειες για δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού έχουν αποτύχει λόγω αντιτιθέμενων συμφερόντων των κρατών-μελών. Για τους ίδιους λόγους είναι αμφίβολο αν πετύχει η ενιαία ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική στρατηγική.

Η νέα ευρωπαϊκή στρατηγική εκτιμάται ότι θα βρει αντιδράσεις από κοινωνικές ομάδες όπως οι αγρότες που θα δουν να περικόπτονται οι δικές τους επιδοτήσεις καθώς και από κράτη που δεν έχουν ισχυρή αμυντική βιομηχανία.

Η κατάσταση για την Ουκρανία χειροτερεύει, η Δύση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες πυρομαχικών και όπλων και οι αμερικανικές εκλογές προσθέτουν μεγαλύτερο ποσοστό αβεβαιότητας για το μέλλον της Ευρώπης.

Ο πόλεμος στη Γάζα αντί να οδηγείται σε εκτόνωση προσθέτει ένταση, αβεβαιότητα και ερωτηματικά ειδικά αν ο ακροδεξιός Νετανιάχου έχει σκοπό να επιλύσει δια της βίας όλα τα προβλήματα του περίγυρου της χώρας του.

Η Ευρώπη, η πλέον ταλαιπωρημένη από παγκόσμιους πολέμους ήπειρος, διαιρεμένη και στο κέντρο του ψυχρού πολέμου, πέρασε από διάφορα στάδια εξοπλισμών, με μεγάλες αμυντικές δαπάνες και μεγάλο αριθμό οπλικών συστημάτων (συμβατικών και πυρηνικών) στο έδαφός της.

Η περίοδος του ψυχρού πολέμου από το 1945 μέχρι το 1989, δεν είχε μόνο ευθύγραμμη εξέλιξη στους συμβατικούς εξοπλισμούς της ηπείρου αλλά και προσπάθειες αντιστάθμισης των συμβατικών εξοπλισμών με πυρηνικά.

Από το 1945 και για μια δεκαετία περίπου αυξάνονταν οι εξοπλισμοί και από τις δυο πλευρές, δυτική και ανατολική, μόνο ποσοτικά. Αυξάνονταν τα άρματα μάχης (έφτασαν τα 25.000 και από τις δυο πλευρές), τα πυροβόλα, τα αεροσκάφη και τα πλοία.

Την περίοδο από το 1955 μέχρι το 1965, άρχισε η ποιοτική αύξηση, παράλληλα με την ποσοτική. Συσσωρεύτηκαν καλύτερα συστήματα, υιοθετώντας τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις και απολαμβάνοντας τα τεράστια κονδύλια που δίνονταν όχι τόσο με βάση τις επιχειρησιακές ανάγκες και τα διαθέσιμα χρήματα αλλά το τι ζητούσαν οι στρατιωτικοί.

Η υιοθέτηση της στρατηγικής της ‘’ευέλικτης ανταπόδοσης’’ (flexible response), από πλευράς Δύσης το 1967, ισοδυναμούσε με το φόβητρο πρώτης χρήσης πυρηνικών σε περίπτωση σοβιετικής εισβολής. Η κούρσα των πυρηνικών δεν μείωσε την παράλληλη αύξηση των δαπανών για συμβατικά όπλα. Μειώθηκαν οι Αμερικανοί στρατιώτες στην Ευρώπη (από 434.000 σε 300.000) αλλά οι αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 50%.

Το 1980 η ανάπτυξη των 108 πυραύλων Pershing και 464 Cruise (βεληνεκές 500-900 χλμ) στη Δυτική Ευρώπη και αντίστοιχα των ρωσικών SS-20, SS-21, SS-23 στην Ανατολική, έφερε μεγαλύτερη ένταση αλλά και προκάλεσε φιλειρηνικό κίνημα στην Ευρώπη γιατί έγινε αντιληπτό ότι μια σύγκρουση των πυρηνικών δυνάμεων θα είχε σαν πρώτο θύμα την ίδια την Ευρώπη.

Στον οικονομικό ανταγωνισμό των εξοπλισμών δεν άντεξε η σοβιετική πλευρά και από το 1985 με την άνοδο του Γκορμπατσώφ αρχίζει η σταδιακή μείωση των σοβιετικών αμυντικών δαπανών και τελικά η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας με χωρίς όρους υποχώρηση στις ορέξεις της Δύσης.

Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, ο εφησυχασμός στην Κεντρική Ευρώπη, η στρατηγική της επέκτασης του ΝΑΤΟ χωρίς αντιδράσεις από πλευράς Ρωσίας, η υποτίμηση της κινεζικής ανόδου, ο αποπροσανατολισμός της κλασικής δυτικής στρατιωτικής τέχνης με τους πολέμους απέναντι στην τρομοκρατία, η ανάθεση της ευρωπαϊκής άμυνας στην Αμερική, αποδυνάμωσαν τις στρατιωτικές δυνατότητες της Δύσης και η επιστροφή τώρα θέλει χρόνο.

Η αμερικανική μονοκρατορία σε όλη την δεκαετία του 1990 συνοδεύτηκε με τον ασυγκράτητο νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση.

Η διασπορά της παραγωγής για λόγους μεγιστοποίησης των κερδών και παροχής φτηνότερων προϊόντων στις δυτικές αγορές, άρχισε να γίνεται μπούμερανγκ.

Η Κίνα και οι φτωχές χώρες του παγκόσμιου Νότου μαζί με την πλούσια σε πηγές Ρωσία, άρχισαν να εκμεταλλεύονται τις δυτικές αγορές, να αποκτούν συνείδηση της δύναμής τους και να διεκδικούν. Απέκτησαν δύναμη όχι τόσο με τα όπλα αλλά με τους πόρους και το εργατικό τους δυναμικό, το οποίο με την επέκταση της γνώσης διαρκώς βελτιώνεται.

Η Δύση διατηρεί την υψηλή τεχνολογία των όπλων αλλά αποβιομηχανοποιείται στην παραγωγή προϊόντων καθημερινής χρήσης.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, που κατέληξε σε πόλεμο τριβής, έδειξε ότι η ποιοτική υπεροχή σε όπλα, χωρίς συνεχή υποστήριξη σε βάθος χρόνου, δεν μπορεί να συντομεύσει και να κερδίσει ένα πόλεμο.

Αντίθετα, φάνηκε ότι μια χώρα με κατώτερες της Δύσης βιομηχανικές υποδομές αλλά με πολλούς πόρους, μπορεί να αφομοιώσει γρήγορα την υπάρχουσα στη διεθνή βιβλιογραφία τεχνολογία και να παράγει εξελιγμένα όπλα και πυρομαχικά, ανάλογα με τις ανάγκες που δημιουργούνται.

Η έλλειψη συνόρων στη γνώση, δίνει μεγαλύτερη πρωτοπορία σε όποιον έχει βαριά βιομηχανία, ελεγχόμενη και με ευελιξία λόγω του κεντρικού σχεδιασμού έναντι όσων έχουν υψηλή τεχνολογία χωρίς σοβαρή υποδομή υποστήριξης του πολέμου, σε βάθος χρόνου.

Η εγκατάλειψη της παραδοσιακής βιομηχανικής υποδομής στις δυτικές χώρες χάριν της υπερυψηλής τεχνολογίας και της εμμονικής αντίληψης των σύντομων πολέμων ή των πολέμων χαμηλής έντασης, πληρώνεται τώρα, με μεγάλο τίμημα, καθώς δεν μπορούν να υποστηρίξουν την Ουκρανία ούτε με τα πλέον συμβατικά πυρομαχικά πυροβολικού των 155 χιλ.

Μέχρι την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία το 78% των ευρωπαϊκών εξοπλισμών προέρχονταν εκτός Ευρώπης, με το 63% από την αμερικανική αγορά και μόλις το 18% ήταν συμπαραγωγές μεταξύ Ευρωπαίων εταίρων.

Η πολιτική αυτή γίνεται για λόγους ταχύτητας, αξιοπιστίας των αμερικανικών προϊόντων και διατήρησης του αμερικανικού ενδιαφέροντος στην ευρωπαϊκή άμυνα.

Μειώνει όμως την τεχνολογική έρευνα στην Ευρώπη και αποδυναμώνει τις τοπικές βιομηχανίες.

Η καινούργια πολιτική προβλέπει μέχρι το 2030 τουλάχιστον το 50% των αμυντικών εξοπλισμών να προέρχεται από ευρωπαίους προμηθευτές (60% μέχρι το 2035) και το 40% να προέρχεται από συμπαραγωγές.

Υπόψη ότι οι αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη έφτασαν το 2023 τα 270 δισ. ευρώ. Όμως υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις σε πυρομαχικά, εφόδια και δυνατότητες πληροφοριών και αναγνώρισης. Και αυτό παρότι δόθηκαν 500 εκατ. ευρωπαϊκά κονδύλια για παραγωγή πυρομαχικών για την Ουκρανία.

Θεωρητικά, τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας είναι πολλά. Αποφεύγεται η περιττή παραγωγή παρόμοιων προϊόντων από πολλούς παραγωγούς, μειώνεται το κόστος, αυξάνεται η ποσότητα.

Από την άλλη πλευρά υπάρχουν τα εθνικά οφέλη, ο προστατευτισμός και η γραφειοκρατία. Δεν συμμερίζονται όλες οι χώρες τις πολιτικές αυτές. Μόλις 18% το 2021-22 στην Ευρώπη ήταν προϊόντα συμπαραγωγής.

Η νέα στρατηγική στηρίζεται στο μοντέλο που εφαρμόσθηκε για την παραγωγή εμβολίων για την αντιμετώπιση του COVID, δηλαδή στην κεντρική και χωρίς πολλές διαδικασίες χρηματοδότηση που οδήγησε σε καχυποψίες για σκάνδαλα.

Επικαλούνται το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε τότε με την δημιουργία ευρωπαϊκού χρέους 750 δισ. για τον κορονοϊό.

Τώρα ο επίτροπος Μπρετόν προτείνει την δημιουργία χρέους 100 δισ. (ομόλογα) για χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών, πρόταση που συμφωνούν η Γαλλία και η Εσθονία αλλά διστακτικοί είναι η Γερμανία και η Ολλανδία. Είναι αμφίβολο αν εγκριθεί τελικά αυτό το ποσό. Για την ώρα έχουν προγραμματισθεί 27,5 δισ. μέχρι το 2027.

Ήδη εγκρίθηκε κονδύλιο ύψους 1,5 δισ. που θα απελευθερωθεί όχι νωρίτερα από το 2025.

Περισσότερα χρήματα σχεδιάζονται στο νέο επταετές που αρχίζει το 2028.

Σχεδιάζεται επίσης η δέσμευση παγωμένων ρωσικών καταθέσεων για εξοπλιστικά που προορίζονται για την Ουκρανία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε την Τετάρτη το «πράσινο φως» προκειμένου τα έσοδα (2,5-3 δισ. ετησίως) από τα δεσμευμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία να χρηματοδοτήσουν όπλα που θα σταλούν στην Ουκρανία.

Ο επανεξοπλισμός της Ευρώπης πέραν των γεωπολιτικών κινδύνων που εγκυμονεί θα δυναμιτίσει τα κοινωνικά και αναπτυξιακά προγράμματα. Επιπλέον από μόνες τους οι αμυντικές βιομηχανίες δεν μπορούν να αποτελέσουν ατμομηχανή της ανάπτυξης στην ασθμαίνουσα Ευρώπη.

Στην Ελλάδα οι κρατικές αμυντικές βιομηχανίες έχουν αποδυναμωθεί διαχρονικά λόγω έλλειψης κεφαλαίων κίνησης και εξειδικευμένου προσωπικού, που δεν μπορούσε να προσληφθεί την περίοδο των μνημονίων ενώ ξεπουλιούνται με όρους που δεν είναι γνωστοί και δεν παρέχουν εγγυήσεις επαρκούς υποστήριξης για τις ανάγκες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.

Η αμυντική βιομηχανική στρατηγική της Ε.Ε. θα εξυπηρετήσει τις ισχυρές αμυντικές βιομηχανίες των μεγάλων χωρών και κύρια τις γερμανικές, γαλλικές, ισπανικές και ιταλικές.

Το χάσμα που έχει δημιουργηθεί στην έρευνα και τεχνολογία μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ δεν μπορεί να καλυφθεί και επόμενα θα συνεχίσουν οι αμερικανικές βιομηχανίες να καλύπτουν μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών αναγκών.

Υπάρχει κίνδυνος να αντισταθμιστεί το μειωμένο ισοζύγιο συμβατικών δυνάμεων από πλευράς Δύσης με εξάπλωση των πυρηνικών. Ήδη η Πολωνία ζήτησε εγκατάσταση αμερικανικών πυρηνικών όπλων στο έδαφός της και η Ρωσία συζητάει κάτι αντίστοιχο καθώς και συνεκπαιδεύσεις με την Λευκορωσία.

Είναι χρέος η χώρα μας με την απειλή και τις ανάγκες που έχει να στηρίξει τις δικές μας αμυντικές βιομηχανίες και όχι να τις ‘’ξεφορτώνεται’’ όσο-όσο.

Η Ευρώπη πληρώνει τώρα την έλλειψη προοπτικής στο σχεδιασμό και τις υποδομές της. Εμείς όμως δεν έχουμε την πολυτέλεια της αμέλειας ούτε μπορούμε να ακολουθούμε τα ευρωπαϊκά χρονοδιαγράμματα και σκοπιμότητες.

Η κυβερνητική αντίληψη ότι θα μας σώσουν στην ανάγκη οι σύμμαχοι και επόμενα δεν χρειάζονται υποδομές στην αμυντική βιομηχανία γιατί προκαλούν χρέη και προβλήματα, μακάρι να μην πληρωθεί ακριβά στο μέλλον.

(Ο Νίκος Τόσκας είναι πρώην υπουργός και υποστράτηγος ε.α.)