Opinions

Η Κεντροαριστερά ως «αντί» και όχι ως «δύναμη αλλαγής»

Γιώργος Σταθάκης Γιώργος Σταθάκης
Η Κεντροαριστερά ως «αντί» και όχι ως «δύναμη αλλαγής»
Καθώς η ενοποίηση των «δύο κομμάτων» θα προκαλέσει τριγμούς στις ηγεσίες, αναδιατάξεις στο πολιτικό προσωπικό, αναπόφευκτα διασπάσεις, μπορεί πιθανόν η ανασύνθεση μετά τις διαδοχικές κρίσεις να ήταν θεωρητικά η καλύτερη λύση για την Κεντροαριστερά. Ποιος ξέρει. Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις.

Τα κόμματα και οι μεγάλες πολιτικές οικογένειες της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς εκφράζουν μεγάλα αφηγήματα και ώριμα κοινωνικά αιτήματα. Ελλείψει αυτού εκφράζουν την αντίθεση σε κάτι άλλο. Την «Ακροδεξιά», την «Δεξιά», το «Μητσοτάκη», το «αντί- ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», τον «Τσίπρα», τις «Πρέσπες» κλπ. Όταν ισχύει αυτό σημαίνει ότι το αφήγημα και τα αιτήματα έχουν χαθεί κάπου στην πορεία. Η πολιτική οικογένεια προβάλλει το «ποσό κακός είναι ο άλλος», όχι το πόσο «καλή είναι αυτή». Για πολλούς πολιτικούς, οι κοινωνίες που βρίσκονται σε «ελεύθερη πτώση» και «στασιμότητα», όπως είναι οι πιο πολλές μετά την κρίση του 2008, το «αντί» αρκεί. Έτσι κάνει καριέρα η Ακροδεξιά στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, εν πολλοίς και οι συντηρητικές δυνάμεις όταν είναι ηττημένες (Ισπανία, Πορτογαλία), και στο ίδιο αδιέξοδο έχει βρεθεί και η Κεντροαριστερά μετά την κρίση του 2008.

Η Δεξιά ήλθε στα πράγματα το 2019, με σύνθημα την «επιστροφή στην κανονικότητα», στα γνωστά και συνήθη της πολιτικής που εξέθρεψαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ επί 3-4 δεκαετίες. Στις γνωστές «κακοδαιμονίες» που οδήγησαν τη χώρα στην κατάρρευση και που συντηρήθηκαν από τις πράσινες και γαλάζιες πρωτοκαθεδρίες. Είναι τα ρουσφέτια, η διαφθορά, οι διαμεσολαβήσεις και τα δίκτυα, η συνύπαρξη με την «ισχύ των ολιγαρχών», των τοπικών μικροσυμφερόντων, οι σχέσεις της πολιτικής με την εκκλησία, η μεγάλη και μικρή φοροδιαφυγή, η επιρροή των ΜΜΕ, η κατάσταση στη δικαιοσύνη, τα αυθαίρετα, η έλλειψη σχεδιασμού και κανόνων και η ανημποριά του διαβρωμένου κομματικού κράτους. Είναι το κοινό τοπίο των δυο μεγάλων πολιτικών οικογενειών που κυβέρνησαν, και σπατάλησαν επανειλημμένα «χρόνο και χρήμα» σε μια αδιέξοδη πορεία για τη χώρα. Η ΝΔ είχε ισχυρό πλεονέκτημα κατά την επιστροφή της στο «παλιό». Στηριγμένη στο «αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» και την «συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου», απέκτησε διευρυμένη εκλογική βάση και έγινε κυβέρνηση με τη διακριτή ενσωμάτωση μερίδας του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού.

Η επιστροφή της Δεξιάς, χωρίς κάποιο άξιο λόγου πρόγραμμα (λιγότεροι φόροι, ασφάλεια, και άλλες copy paste γενικολογίες των συντηρητικών κομμάτων ανά την υφήλιο), ως ηγεμονική πλέον δύναμη και χωρίς απειλή από κανένα αντίπαλο, άνοιξε τους «ασκούς του Αιόλου»: στην εκπαίδευση (διάλυση της ανώτατης εκπαίδευσης με ιδιωτικά κυπριακά κολέγια και διάλυση της μέσης εκπαίδευσης με υποτίθεται πρότυπα και πειραματικά σχολεία), το ΕΣΥ (εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών), την κοινωνική ασφάλιση (ιδιωτική επικουρική ασφάλιση), την εργασία (6ήμερη εργασία), την ενέργεια και τις τράπεζες (με πώληση της δημόσιας συμμετοχής και ακατάσχετη κερδοσκοπία), τα δημόσια έργα (ΣΔΙΤ παντού) και εξώθησε στην οικονομία σε μεγάλης κλίμακας αναδιανομή υπέρ των πιο ευκατάστατων στρωμάτων.

Και το 2023 άντεξε, καθώς η Κεντροαριστερά υπέστη στρατηγική ήττα. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έλαβαν το μικρότερο ποσοστό, ως άθροισμα, από το 1974 μέχρι σήμερα. Βασική αιτία ήταν η επιλογή της στρατηγικής του «Αντί», -αντιμητσοτακισμός και αντιδεξιά φιλολογία, παλιάς εποχής και παλιάς κοπής, που θύμιζε την απολίτικη αντιπαράθεση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ περί διαφθοράς και προσώπων των δεκαετιών του 80, του 90. Ο «εκσυγχρονισμός του Σημίτη» ήταν το τελευταίο παράδειγμα απόπειρας θεμελιακής ανανέωσης και αναγέννησης ενός μεγάλου κόμματος, ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων του εγχειρήματος. Αντίθετα το ΠΑΣΟΚ (από Κίνημα Αλλαγής) ξαναέγινε ΠΑΣΟΚ περίπου «ως ανάμνηση», και ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε «νέο ΠΑΣΟΚ» με τη «διεύρυνση», ως υποτιθέμενη στρατηγική εκλογικής νίκης. Το αποτέλεσμα ήταν ο αποκαρδιωτικό. Η επιστροφή στο «παλιό» απλά απέτυχε.

Ένα χρόνο μετά η κρίση της Κεντροαριστεράς επιδεινώθηκε με τις ευρωεκλογές. Το ΠΑΣΟΚ έχει δυσδιάκριτη και άτολμη πολιτική, ατελές αφήγημα και χωρίς βαθιά ανανέωση προσώπων, παρά την αξιοπρόσεκτη ανάδειξη νέων στελεχών. Στο ΣΥΡΙΖΑ οι εξελίξεις κινούνται στα όρια της γραφικότητας. «Εγώ θα σας σώσω» δηλώνει ο νέος αρχηγός, επειδή «είμαι πλούσιος», «ξέρω το σύστημα», «εσείς απλά θα δίνετε 10 λεπτά από το χρόνο σας στις εκλογές να με ψηφίζετε». Η μετακίνηση του Τραμπισμού στην Κεντροαριστερά είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο διεθνώς, αλλά υπογραμμίζει απλά την προηγηθείσα διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ.

Το αίτημα των πολιτών είναι απλό. Παρά την κρίση, παρά τη διάλυση, παρά την κατάσταση στο άτολμο ΠΑΣΟΚ και τον τραγελαφικό ΣΥΡΙΖΑ, ενωθείτε κατεπειγόντως. Διότι οι πολίτες δεν πρόκειται να φέρουν κάποιον από τους δύο σε θέση ισχύος και σε προοπτική διακυβέρνησης. Συνεπώς ενωθείτε και «βλέπουμε». Το «βλέπουμε» είναι σημαντικό. Η ενοποίηση του χώρου, τουλάχιστον η εκλογική και η οργανωτική είναι σχετικά απλή.

Οι πολίτες θα αναδείξουν τα πρόσωπα στις νέες εκλογές, θα ανασυνθέσουν την εσωτερική δυναμική του εγχειρήματος, θα ανταμείψουν τους υποψήφιους βουλευτές της μιας ή άλλης πλευράς. Αρκεί να ενοποιηθεί ο χώρος με «συγκόλληση» τοπικών και κεντρικών οργάνων (οι τοπικές δομές είναι εκλογικοί μηχανισμοί έτσι και αλλιώς, ενώ οι κεντρικές είναι εν πολλοίς αδρανείς). Άρα η ενιαία κάθοδος με μοιρασμένες υποψηφιότητες, η οργανωτική ενοποίηση νομαρχιακών και άλλων θεσμών και φυσικά η έγκαιρη ενοποίηση των κοινοβουλευτικών ομάδων είναι εφικτή.

Ταυτόχρονα το προγραμματικό στοιχείο δεν είναι σοβαρό πρόβλημα. Μια Κεντροαριστερά του «αντί», του «να φύγει ο Μητσοτάκης», δεν χρειάζεται περίπλοκα προγράμματα. Είναι θέμα ολίγων ημερών για να φτιαχτεί ένα κοινό πρόγραμμα γενικών διατυπώσεων, για τη βιώσιμη ανάπτυξη, την οικονομία, τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, και τα δικαιώματα της εργασίας. Το δύσκολο είναι να φτιάχνει ένα σχέδιο μακράς πνοής, που να αφορά το που πρέπει να πάει η χώρα, και τις βαθιές μεταρρυθμίσεις και τομές που χρειάζονται, πως θα γίνουν μεγάλες τομές στους θεσμούς, τη διοίκηση, την οικονομία. Αλλά αυτό είναι εκτός συζήτησης.

Άρα το βασικό πρόβλημα φαντάζει να είναι ένα: το θέμα του αρχηγού και του εν δυνάμει πρωθυπουργού. Δυαρχία δεν είναι εφικτή παρά μόνο ως γενναιόδωρη συμμαχία πρωθυπουργού και αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Μα οι σημερινοί ηγέτες δεν νομίζω ότι θα το συζητήσουν καν. Ο κύριος Ανδρουλάκης, εν μέσω της κατάρρευσης της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, προσθέτει αναιμικά ποσοστά στο ΠΑΣΟΚ. Ο κύριος Κασσελάκης από τη «μεγάλη ανατροπή», συμφιλιώθηκε με το «κρατηθήκαμε». Και κανείς δεν πρόκειται να παραδώσει τα ηνία. Ο κύριος Κασσελάκης θα επιχειρεί να αποδυναμώσει «την επιστροφή Τσίπρα» και ο κύριος Ανδρουλάκης την ανάδειξη νέου αρχηγού. Άρα το θέμα είναι αξεπέραστο.

Η λύση που φαντάζει μονόδρομος είναι ένας ηγέτης νέας κοπής, συλλογικός, με διακριτή ομάδα, με ένα νέο τρόπος διακυβέρνησης. Αυτό είναι πιθανόν το ζητούμενο, αλλά το πρόβλημα είναι δυσεπίλυτο, διότι προϋποθέτει την αλλαγή ηγεσιών και στα δύο κόμματα.

Και το ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι οι ψηφίσαντες, είτε με βαριά καρδιά, είτε με ενθουσιασμό, δεν αρκούν. Οι προοδευτικές δυνάμεις, οι δυνάμεις της χειραφέτησης της ελληνικής κοινωνίας είναι κατά πάσα πιθανότητα αλλού. Χωρίς περιστροφή στην αποχή. Και εκεί προσκρούει το εγχείρημα αυτής της Κεντροαριστεράς. Γιατί φαντάζει δύσκολο να κινητοποιήσει, να εμπνεύσει, να δώσει ελπίδα, να γίνει «δύναμη αλλαγής».

Φυσικά στα κόμματα αυτά, υπάρχουν δυνάμεις και πρόσωπα με όραμα, πολιτική αξιοπιστία, και ευρωπαϊκή ατζέντα, αναπόφευκτα αριστερή και σοσιαλδημοκρατική, αρκούντως πράσινη και συμμετοχική, δικαιωματική, που μπορεί να εμπνεύσουν με μια βαθιά εκσυγχρονιστική, συγκρουσιακή, και ανανεωτική στρατηγική για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Μόνο που σσφυκτιούν και δύσκολα θα κυριαρχήσουν, θα αυτονομηθούν ή θα αποκτήσουν ηγεμονική υπόσταση. Καθώς η ενοποίηση των «δύο κομμάτων» θα προκαλέσει τριγμούς στις ηγεσίες, αναδιατάξεις στο πολιτικό προσωπικό, αναπόφευκτα διασπάσεις, μπορεί πιθανόν η ανασύνθεση μετά τις διαδοχικές κρίσεις να ήταν θεωρητικά η καλύτερη λύση για την Κεντροαριστερά. Ποιος ξέρει. Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις.

(Ο Γιώργος Σταθάκης είναι πρ. βουλευτής και πρ. υπουργός, στέλεχος της Νέας Αριστεράς)