Opinions

Ένα σχόλιο για τις βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία

Ζαν Μισέλ Σασίς Ζαν Μισέλ Σασίς
Ένα σχόλιο για τις βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία
Η κρίση των θεσμών της 5ης Δημοκρατίας, που παρέμενε λανθάνουσα επί σειρά ετών, έρχεται τώρα στο προσκήνιο. Είναι πλέον αδύνατο να γνωρίζει κανείς ποια πλειοψηφία θα κυβερνήσει και με βάση ποια πολιτική γραμμή.

Οι βουλευτικές εκλογές που προκήρυξε αιφνιδιαστικά ο πρόεδρος Μακρόν, μετά την αποτυχία της παράταξής του και τη σαρωτική νίκη της Ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές, έφεραν ένα πρωτοφανές αποτέλεσμα στην ιστορία της 5ης Δημοκρατίας: τρία αριθμητικά περίπου ισοδύναμα «μπλοκ» κυριαρχούν πλέον στην Εθνοσυνέλευση, ενώ δεν μπορούν να σχηματίσουν την απόλυτη πλειοψηφία που απαιτείται για να κυβερνήσουν: η συμμαχία των αριστερών κομμάτων (Νέο Λαϊκό Μέτωπο - Nouveau Front Populaire [NFP]) προηγείται με μικρή διαφορά τής μέχρι πρότινος προεδρικής πλειοψηφίας, η οποία υποστηρίζει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Μακρόν από το 2017, και ακολουθεί το ακροδεξιό μπλοκ, που εκπροσωπείται κυρίως από τον Εθνικό Συναγερμό (Rassemblement National - RN), ο οποίος έπεσε θύμα μιας σειράς συμμαχιών και αποχωρήσεων υποψηφίων μεταξύ των δύο γύρων με σκοπό να αναχαιτιστεί η δυναμική του. Η «ρεπουμπλικανική» Δεξιά, μετά από χρόνια υποχώρησης, κατάφερε να διατηρηθεί ως μια μειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση με δυνατότητα μπλοκαρίσματος αποφάσεων της πλειοψηφίας (minorité de blocage).

Το αποτέλεσμα αυτό μας οδηγεί σε τρεις σημαντικές παρατηρήσεις, τις συνέπειες των οποίων θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε στο παρόν σημείωμα: (α) η τρίτη θέση της Ακροδεξιάς, πέρα από τις αρχικές φιλοδοξίες της, συνιστά ήττα μόνο φαινομενικά· (β) κατ’ αντιστοιχία, η νίκη-έκπληξη του Νέου Λαϊκού Μετώπου είναι παραπλανητική, καθώς δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών που απαιτείται για να επιβάλει μια κυβέρνηση στον Εμανουέλ Μακρόν· (γ) και εντέλει η 5η Δημοκρατία, η οποία σχεδιάστηκε για να παράγει ισχυρές και σταθερές πλειοψηφίες, βρίσκεται σε μια πρωτοφανή κατάσταση, που μπορεί να οδηγήσει σε θεσμική κρίση. Ας δούμε διαδοχικά αυτά τα τρία σημεία.

Α. Τα δομικά και συγκυριακά αίτια της ιστορικής πρωτιάς της Ακροδεξιάς

Η τρίτη θέση της Ακροδεξιάς στις εκλογές της 7ης Ιουλίου συνιστά έκπληξη, δεδομένων των φιλοδοξιών που εξέφρασε η ηγεσία της κατά την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας. Το 2017 ο Εθνικός Συναγερμός είχε κερδίσει 2,9 εκατομμύρια ψήφους και 6 έδρες στη Συνέλευση. Το 2022 κέρδισε 4,2 εκατομμύρια ψήφους και 81 έδρες. Το 2024 καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε ψήφους με 9,3 εκατομμύρια και 143 έδρες στην Εθνοσυνέλευση.

Αυτή η εκλογική πρωτιά αποτελεί βέβαια έκφραση της γενικότερης ανόδου της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη –και όχι μόνο– και, ενώ είναι ένα πολυπαραγοντικό γεγονός, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε αδρά δύο μεγάλες ομάδες αιτιών. Η πρώτη ομάδα είναι δομική και έχει να κάνει με τις επιπτώσεις των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και των πολιτικών λιτότητας. Εντός της ΕΕ ο στόχος του ελέγχου των δημόσιων δαπανών που επιβάλλεται από τις Συνθήκες καταστρέφει σταδιακά το κράτος πρόνοιας. Χωρίς να παραγνωρίζονται τα ρατσιστικά συναισθήματα, τα οποία είναι τεκμηριωμένα στην εκλογική κοινωνιολογία[1] και εκφράζονται στην ακροδεξιά ψήφο, η αργόσυρτη εξαφάνιση των κοινωνικών δεσμών και της αλληλεγγύης που συνδέονται με τις δημόσιες υπηρεσίες έχει σίγουρα αντίκτυπο στην πολιτική συμπεριφορά του εκλογικού σώματος της εργατικής τάξης. Οι απογοητεύσεις που προκάλεσε η «αριστερή συνοδεία του νεοφιλελευθερισμού» (gauche d’accompagnement), ιδίως υπό τον σοσιαλιστή πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ (2012-2017), μπορούν να γίνουν αντιληπτές στη στροφή προς την Ακροδεξιά των πρώην εργατικών προπυργίων που κάποτε ανήκαν στην Αριστερά και επλήγησαν σκληρά από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση[2].

Ο δεύτερος παράγοντας αφορά, πιο συγκεκριμένα, την ίδια τη γαλλική περίπτωση. Διαδεχόμενη τον πατέρα της στην ηγεσία του Εθνικού Μετώπου (Front National), το οποίο μετονόμασε σε Εθνικό Συναγερμό, η Μαρίν Λεπέν ξεκίνησε μια στρατηγική «αποδαιμονοποίησης» του κόμματός της για να του προσδώσει μια εικόνα σοβαρότητας και αξιοπρέπειας. Η στρατηγική αυτή βρήκε ισχυρή ανταπόκριση στον Τύπο και στον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο της χώρας. Η αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης του δισεκατομμυριούχου Βενσάν Μπολορέ, που δημιουργήθηκε τα τελευταία δέκα χρόνια με τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, έντυπα μέσα ενημέρωσης και εκδοτικούς οίκους, τέθηκε στην υπηρεσία της Ακροδεξιάς[3]. Η ιδιαίτερα προχωρημένη συγκέντρωση κεφαλαίου στα ΜΜΕ (9 δισεκατομμυριούχοι μοιράζονται τη συντριπτική πλειοψηφία των γαλλικών ΜΜΕ), παρουσιάζει εδώ ένα από τα πιο εντυπωσιακά πολιτικά αποτελέσματά της, καταδεικνύοντας τα όρια της ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής που είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση της πολιτικής πολυφωνίας στα ΜΜΕ. Η αποδαιμονοποίηση του Εθνικού Συναγερμού κατέστη επίσης εφικτή από τη στρατηγική επιλογή του Εμανουέλ Μακρόν να επιβάλει την Ακροδεξιά ως μοναδικό αντίπαλό του, προκειμένου να προσεταιριστεί ένα σε κάθε άλλη περίπτωση εχθρικό προς αυτόν αριστερό εκλογικό σώμα. Ο πρόεδρος νομιμοποιούσε συνεχώς τον Εθνικό Συναγερμό, υιοθετώντας το λεξιλόγιό του («εμφύλιος πόλεμος», «ισλαμοαριστερισμός», «μεταναστευτισμός», «οικοτρομοκρατία»), τη θεματολογία και τμήματα του προγράμματός του (αυστηρότερη μεταναστευτική και ποινική πολιτική, νόμος για τον «αυτονομισμό» με στόχο τις μουσουλμανικές ενώσεις, άρνηση να επικρίνει την αστυνομική βία, παρά τη σαφή άνοδό της). Μακριά από την εικόνα του καλύτερου προπύργιου απέναντι στην Ακροδεξιά που του απέδιδε ο γαλλικός και ο ευρωπαϊκός Τύπος τη βραδιά της πρώτης εκλογής του το 2014[4], οι προεδρικές θητείες του Εμανουέλ Μακρόν αποτελούν ένδειξη της ιδεολογικής προσέγγισης μεταξύ του νεοφιλελευθερισμού και μιας εθνικιστικής και αυταρχικής Ακροδεξιάς.

Β. Το εύρος και τα όρια της ένωσης της Αριστεράς: η στρατηγική της Ανυπότακτης Γαλλίας (France Insoumise) και η εξωκομματική κινητοποίηση

Η ένωση της Αριστεράς (Νέο Λαϊκό Μέτωπο), που ολοκληρώθηκε βεβιασμένα μπροστά στην απειλή της Ακροδεξιάς, υπερασπίστηκε, μεταξύ άλλων, ένα πρόγραμμα για την αναδιανομή του πλούτου, μια πιο φιλόδοξη περιβαλλοντική πολιτική και τη μεταρρύθμιση των θεσμών[5]. Αυτή η συμμαχία συγκεντρώνει ετερόκλητες δυνάμεις, οι οποίες εκτείνονται από τον Φρανσουά Ολάντ (που εκλέχθηκε βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος) έως την Ανυπότακτη Γαλλία (France Insoumise - FI), η οποία δεν φείδεται επιθέσεων εναντίον του πρώην σοσιαλιστή προέδρου. Το κίνημα υπό την ηγεσία του Ζαν Λυκ Μελανσόν προκαλεί σημαντική εχθρότητα στο υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, συμπεριλαμβανομένου και ενός μέρους της Αριστεράς. Σε ό,τι αφορά τη σχετική πλειοψηφία που επιτεύχθηκε στις 7 Ιουλίου, το προεδρικό μπλοκ επισήμως απορρίπτει καταρχήν κάθε αξίωση του Νέου Λαϊκού Μετώπου να κυβερνήσει, κυρίως λόγω της παρουσίας της Ανυπότακτης Γαλλίας στο πλαίσιο αυτού του πολιτικού συναπισμού.

Η Ανυπότακτη Γαλλία ιδρύθηκε το 2016 αξιοποιώντας τις απογοητεύσεις που προκάλεσε η προεδρία του Φρανσουά Ολάντ. Υπερασπιζόμενη ένα πρόγραμμα ρήξης τόσο με τον νεοφιλελευθερισμό όσο και με την 5η Δημοκρατία, αυτοπροσδιορίζεται ως «κίνημα» και όχι ως «κόμμα», απορρίπτοντας την επικέντρωση στην επίτευξη συμβιβασμών μεταξύ των εσωτερικών ρευμάτων της Αριστεράς προς όφελος μιας μαχητικότητας που επικεντρώνεται εξ ολοκλήρου στην προώθηση του προγράμματός της στο εκλογικό σώμα, ιδίως στους ψηφοφόρους που απέχουν από τις εκλογές[6]. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική δεν ήταν απαλλαγμένη από έντονες διαφωνίες, ακόμη και στο εσωτερικό του κινήματος, σχετικά με τη μορφή που θα μπορούσε να λάβει μια πιθανή «Ανυπότακτη» πλειοψηφία. Στελέχη της Ανυπότακτης Γαλλίας έχουν επικρίνει την αδυναμία του κινήματος να ενώσει τις λαϊκές τάξεις της υπαίθρου, οι οποίες τοποθετούνται τώρα σε μεγάλο βαθμό υπέρ του Εθνικού Συναγερμού, με τον μεταναστευτικό πληθυσμό, που είναι συγκεντρωμένος στα προάστια των μεγάλων πόλεων[7]. Αυτές οι στρατηγικές αβεβαιότητες έχουν αποκρυσταλλωθεί σε συζητήσεις σχετικά με τη σημασία που πρέπει να δοθεί στον αντιρατσισμό, την καταπολέμηση της ισλαμοφοβίας και, πιο πρόσφατα, την υποστήριξη της Παλαιστίνης. Το εκλογικό σώμα της Ανυπότακτης Γαλλίας είναι κυρίως νέο, αστικό και μορφωμένο, αλλά βαίνει μειούμενο στις αγροτικές και στις πρώην εργατικές περιοχές. Η Ανυπότακτη Γαλλία απέτυχε να κεφαλαιοποιήσει το τεράστιο κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων», το οποίο βασίστηκε στην οργή και την αίσθηση εγκατάλειψης που βιώνει η μικρομεσαία τάξη στις αγροτικές και περιαστικές περιοχές της χώρας[8].

Έχοντας κατηγορηθεί για «αποδιοργάνωση» της Εθνοσυνέλευσης και για ενθάρρυνση του αντισημιτισμού, λόγω της άνευ όρων υποστήριξής τους στην παλαιστινιακή υπόθεση (όπως είχε κατηγορηθεί επί των ημερών του και ο ηγέτης των Βρετανών Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν), οι Ανυπότακτοι διατήρησαν ωστόσο μια ευνοϊκή εκλογική δυναμική: η κοινοβουλευτική τους ομάδα παραμένει σταθερή, στις 74 έδρες, παρά το γεγονός ότι είχαν προτείνει εκατό λιγότερους υποψηφίους για τις εκλογές απ’ ό,τι το 2022, στο πλαίσιο της συμφωνίας τους με τις άλλες αριστερές δυνάμεις.

Παρόλο που και τα υπόλοιπα κόμματα του Νέου Λαϊκού Μετώπου επιδεικνύουν σήμερα ίδια πίστη με τους Ανυπότακτους στο πρόγραμμα του συνασπισμού, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το μπλοκ του ποντάρουν ανοιχτά στη διάσπαση της αριστερής συμμαχίας υπέρ ενός ευρέος συνασπισμού «ρεπουμπλικανικών» κομμάτων, αποκλείοντας τα «άκρα», δηλαδή την Ανυπότακτη Γαλλία στα αριστερά και τον Εθνικό Συναγερμό στην ακροδεξιά. Αν αυτό το σενάριο επαληθευτεί, η αξιοπιστία των αριστερών κομμάτων που θα συμμετείχαν σε έναν τέτοιο «ρεπουμπλικανικό» συνασπισμό, μετά από χρόνια αντιπαράθεσης με τον Μακρόν, θα μπορούσε να υπονομευθεί σε μόνιμη βάση και έτσι να ενισχυθεί περεταίρω η Ανυπότακτη Γαλλία.

Για την Αριστερά, η λύση θα μπορούσε να προέλθει από την ενίσχυση και της μη κομματικής κινητοποίησης των πολιτών μέσω των συνδικάτων και των ενώσεων (οικολογικών, φεμινιστικών, αντιρατσιστικών), η οποία είναι πιθανό να έχει αντίκτυπο στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στην Εθνοσυνέλευση. Αν και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, τα ΜΜΕ και οι ακτιβιστικές οργανώσεις αναφέρουν την είσοδο νέων ακτιβιστών, που ανησυχούν για το ενδεχόμενο ανόδου της Ακροδεξιάς στην εξουσία. Εδώ και πολύ καιρό, ορισμένα στελέχη των «Ανυπότακτων» ζητούν μεγαλύτερη πολιτική εμπλοκή των συνδικάτων και των ενώσεων. Όντας επιφυλακτικοί για πολύ καιρό απέναντι σε αυτή την ιδέα, λόγω του αυστηρού διαχωρισμού μεταξύ συνδικαλιστικού και πολιτικού ακτιβισμού που επιτάσσει η Χάρτα της Αμιένης του 1906[9], οι κυριότεροι συνδικαλιστικοί σχηματισμοί φαίνεται τώρα να την αντιμετωπίζουν με περισσότερο ευνοϊκό τρόπο. Η ηγέτις του δεύτερου μεγαλύτερου συνδικάτου της χώρας, για παράδειγμα, έχει καλέσει σε διαδηλώσεις για να συνεχιστεί η άσκηση πίεσης στον Εμανουέλ Μακρόν ώστε να διορίσει πρωθυπουργό από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, μια στάση που θα ήταν αδιανόητη για οποιονδήποτε προκάτοχό της.

Γ. Προς μια μείζονα θεσμική κρίση

Η κρίση των θεσμών της 5ης Δημοκρατίας, που παρέμενε λανθάνουσα επί σειρά ετών, έρχεται τώρα στο προσκήνιο. Το πιο προφανές σύμπτωμά της είναι η ριζική αβεβαιότητα στην οποία έχουν περιέλθει οι δρώντες και οι παρατηρητές του γαλλικού πολιτικού παιχνιδιού. Είναι πλέον αδύνατο να γνωρίζει κανείς ποια πλειοψηφία θα κυβερνήσει και με βάση ποια πολιτική γραμμή. Η εξαφάνιση του πλειοψηφικού δεδομένου, κύριου χαρακτηριστικού του γαλλικού κοινοβουλευτικού συστήματος, σημαίνει ότι οι πολιτικοί πρέπει να αναζητούν συνασπισμούς, μια διαδικασία στην οποία δεν είναι συνηθισμένοι –σε αντίθεση με άλλα κοινοβουλευτικά συστήματα, όπως της Γερμανίας ή της Ιταλίας– και στην οποία, επίσης, οι γαλλικοί θεσμοί δεν είναι προσαρμοσμένοι.

Μια συνταγματική αναθεώρηση θα μπορούσε να προσφέρει τη δυνατότητα μιας «από τα πάνω»[10] διεξόδου από την κρίση και να ικανοποιήσει τα δημοκρατικά αιτήματα που προέκυψαν από τα πρόσφατα κοινωνικά κινήματα: ένα από τα κύρια αιτήματα των «Κίτρινων Γιλέκων» το 2018-2019, για παράδειγμα, ήταν η καθιέρωση «δημοψηφισμάτων με πρωτοβουλία των πολιτών». Πέρυσι η εξαιρετικά αντιδημοφιλής μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος ψηφίστηκε με τη χρήση του άρθρου 49.3 του Συντάγματος, το οποίο επιτρέπει στην κυβέρνηση να εγκρίνει ένα κείμενο χωρίς ψηφοφορία στο κοινοβούλιο. Αυτό το όπλο που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να ξεπεράσει την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση θεωρείται ευρέως αντιδημοκρατικό και βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής στην 5η Δημοκρατία, η οποία ευνοεί την τάση συγκέντρωσης της εξουσίας στο εκτελεστικό σκέλος και ιδίως στον Πρόεδρο.

Αυτό που μένει να καθοριστεί είναι η κατεύθυνση που θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια αναθεώρηση, η έκτασή της (θα πρέπει να προχωρήσουμε, όπως ζητούν ορισμένοι αριστεροί αιρετοί, σε μια 6η Δημοκρατία;) και η κατεύθυνσή της. Πράγματι, το Σύνταγμα του 1958 προβλέπει ότι μια αναθεώρηση μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με δημοψήφισμα είτε με πλειοψηφία τριών πέμπτων του κοινοβουλίου. Εάν δεν φαίνεται καμία επαρκής πολιτική πλειοψηφία, προς το παρόν, για να κυβερνήσει, πώς θα είναι δυνατή η επίτευξη μιας πλειοψηφίας τριών πέμπτων για την αναθεώρηση του Συντάγματος; Η αναθεώρηση με δημοψήφισμα, πάλι, μπορεί να ξεκινήσει μόνο από τον Πρόεδρο. Μέχρι σήμερα, ο Εμανουέλ Μακρόν δεν έχει εκφράσει κάποια επιθυμία να αναθεωρήσει το Σύνταγμα και, εκτός από μερικές ευκαιριακές δηλώσεις σχετικά με τον «τρόπο διακυβέρνησης», στην πραγματικότητα υιοθετούσε πάντα μια κάθετη, «αυτοκρατορική» (jupitérienne)[11] προσέγγιση της εξουσίας.

Σε αυτό το στάδιο, ακόμη και αν φαίνεται επιθυμητή σε πολλούς δρώντες, ιδίως της Αριστεράς, μια σε βάθος αναθεώρηση του Συντάγματος ή ακόμη και η μετάβαση σε μια 6η Δημοκρατία, μια τέτοια αλλαγή εξακολουθεί να φαίνεται απίθανη. Αντιθέτως, η μετάβαση από το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα δύο γύρων σε ένα αναλογικό σύστημα για τις βουλευτικές εκλογές φαίνεται πιο ρεαλιστική, καθώς δεν θα απαιτούσε την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά μόνο την ψήφιση ενός νόμου. Η καθιέρωση ενός αναλογικού συστήματος, όπως προτείνεται στο πρόγραμμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου, θα μπορούσε να έχει σημαντικές πολιτικές συνέπειες. Ο τερματισμός του πλειοψηφικού δεδομένου θα οδηγούσε σε μια εξισορρόπηση των εξουσιών υπέρ του κοινοβουλίου. Θα επέτρεπε, επίσης, μια πιο γνήσια αποτύπωση της εκλογικής ισορροπίας δυνάμεων στη χώρα και θα μπορούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποκατασταθεί η πίστη των ψηφοφόρων στη νομιμότητα της εθνικής εκπροσώπησης.

Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών, πράγματι, δεν έφερε τη «σαφήνεια» που ήλπιζε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενώ δεν κατόρθωσε να μειώσει τις εντάσεις που διατρέχουν τη χώρα. Ο σχολιασμός της πολιτικής κρίσης από τα ΜΜΕ και τους ακαδημαϊκούς βασίζεται στην τελετουργική υπενθύμιση βασικών επεισοδίων στη ζωή της χώρας: ότι το Σύνταγμα του 1958 υιοθετήθηκε σε ένα πολύ πιο τεταμένο πλαίσιο, αυτό του εμφύλιου πολέμου στη γαλλική Αλγερία. Η θεσμική κρίση που οδήγησε τότε στο νέο Σύνταγμα ήταν, σε μεγάλο βαθμό, σύμπτωμα της μη βιωσιμότητας της γαλλικής αποικιοκρατίας μπροστά στην εξέγερση των αποικιοκρατούμενων λαών. Με αυτή την έννοια, η σημερινή κρίση της 5ης Δημοκρατίας δεν είναι ειδικά γαλλική· μάλλον είναι η γαλλική εκδήλωση της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού και της αυξανόμενης αδυναμίας του να συσπειρώσει μια επαρκώς πλατιά εκλογική βάση ώστε να εξασφαλίσει τη δημοκρατική νομιμοποίησή του. Ο κίνδυνος είναι ότι το «αστικό μπλοκ»[12], που τάσσεται υπέρ της συνέχισης των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και το οποίο βρίσκεται δομικά στη μειοψηφία, θα γίνεται όλο και πιο αυταρχικό και κατασταλτικό στη χρήση της εξουσίας για να αντισταθμίσει την έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης.

Στην Αριστερά, τα κόμματα του Νέου Λαϊκού Μετώπου έχουν δύο επιλογές: είτε την οριστική ρήξη με τον νεοφιλελευθερισμό, ακόμη και αν αυτό σημαίνει την είσοδο σε μια αβέβαιη περίοδο αντιπαράθεσης (με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις χρηματοπιστωτικές αγορές), είτε τη συνέχιση μιας πολιτικής υποστήριξης του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος δεν είναι άμοιρος ευθυνών για τη σημερινή κοινωνική και πολιτική κατάσταση της χώρας.

[1] Félicien Faury, Des électeurs ordinaires. Enquête sur la normalisation de l'extrême droite, Παρίσι, Seuil, 2024.

[2] Benoit Coquard, Ceux qui restent. Faire sa vie dans les campagnes en déclin, Παρίσι, La Découverte, 2019· Raphaël Challier, «S’ engager au Front National pour ne plus être des ‘cassos’? Le rôle du mépris de classe dans une campagne municipale», Sociétés contemporaines, 2020/3, n°119.

[3] Claire Sécail, Touche pas à mon peuple, Παρίσι, Seuil, 2024.

[4] Mathieu Laine, «Now Macron can help Europe win the war against populism», The Guardian, 8 Μαΐου 2017.

[5] Πρόγραμμα Νέου Λαϊκού Μετώπου, διαθέσιμο στο: https://lafranceinsoumise.fr/wp-content/uploads/2024/06/PROGRAMME-FRONT-POPULAIRE.pdf.

[6] Manuel Cervera-Marzal, Le populisme de gauche. Sociologie de La France Insoumise, Παρίσι, La Découverte, 2022.

[7] Thomas Piketty, Julia Cagé, Histoire du conflit politique. Élections et inégalités sociales en France, 1789-2022, Παρίσι, Seuil, 2023.

[8] Jacob Hamburger, «France’s Yellow vests. A test for the populist left», Dissent Magazine, 3 Ιανουαρίου 2019.

[9] Η «Χάρτα της Αμιένης» ψηφίστηκε στο 9ο Συνέδριο της CGT τον Οκτώβριο του 1906. Το κείμενο αυτό, στο οποίο πολλά γαλλικά συνδικάτα εξακολουθούν και σήμερα να αναφέρονται επίσημα, καθιέρωσε την αυστηρή ανεξαρτησία των συνδικάτων από τα πολιτικά κόμματα [ΣτΕ].

[10] «On peut être à l’aube d’une révision constitutionnelle majeure», συνέντευξη της συνταγματολόγου Charlotte Girard, Politis, 9 Ιουλίου 2024.

[11] Με τα δικά του λόγια: «Macron ne croit pas au président normal», συνέντευξη στο Challenges, 16 Οκτωβρίου 2016. Ο όρος «jupitérienne» παραπέμπει στον Γιούπιτερ, τον ρωμαϊκό Δία και στη θέση του στο ρωμαϊκό πάνθεο [ΣτΕ].

[12] Bruno Amable, Stephano Palombarini, L'illusion du bloc bourgeois, Παρίσι, Raisons d’agir, 2018.

(Ο Ζαν-Μισέλ Σασίς είναι λέκτορας πολιτικής επιστήμης στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού στη Ναντέρ – Ανάλυση στο Ινστιτούτο ΕΝΑ [επιμέλεια του κειμένου στα ελληνικά: Φρέντι Σταϊνχάουερ και Κώστας Ελευθερίου])