Opinions

Το μεγάλο φιάσκο της Χειμάρρας

Μάνος Καραγιάννης Μάνος Καραγιάννης
Το μεγάλο φιάσκο της Χειμάρρας
Εξαρχής, η υποψηφιότητα του Φρέντι Μπελέρη για τη δημαρχία της Χειμάρρας ήταν προβληματική για τους γνωστούς λόγους.

Στη Χειμάρρα την Κυριακή δεν έχασε μόνο ο Πέτρος Γκικουρίας που είχε την υποστήριξη πολλών ομογενών της περιοχής. Μαζί του έχασαν και όσοι επέλεξαν μια πολιτική διμεροποίησης της υπόθεσης Μπελέρη για κομματικούς λόγους. Ναι μεν ο πρώην εκλεγμένος δήμαρχος εκλέχτηκε και ευρωβουλευτής, αλλά επί της ουσίας δεν άλλαξε κάτι για τον ίδιο και την ελληνική μειονότητα. Χάθηκε με παρακρατικές μεθοδεύσεις μια κρίσιμη δημαρχία και αυτός παραμένει ακόμα στη φυλακή μέχρι να εκτίσει την ποινή του.

Εξαρχής, η υποψηφιότητα του Φρέντι Μπελέρη για τη δημαρχία της Χειμάρρας ήταν προβληματική για τους γνωστούς λόγους. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες να τον υποστηρίξει, υποτιμώντας ουσιαστικά τις αντιδράσεις του αλβανικού βαθέως κράτους. Όσο περίεργο και να ακούγεται στην Αθήνα, η γειτονική χώρα διαθέτει θεσμική μνήμη και έχει τις δικιές της κόκκινες γραμμές.

Μετά τη σύλληψη του Μπελέρη, η Ελλάδα ακολούθησε τον δρόμο της «διεθνοποίησης» του ζητήματος προσδοκώντας την υποστήριξη της ΕΕ και των ΗΠΑ. Παρά τη φανερή απροθυμία των εταίρων και συμμάχων μας να εμπλακούν στην υπόθεση, η ελληνική κυβέρνηση είχε καταφέρει να κινητοποιήσει το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και κατά επέκταση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπέρ των δικών μας θέσεων. Εκεί κάπου άρχισε να συνδέει η Αθήνα την υπόθεση Μπελέρη με την ενταξιακή διαδικασία της Αλβανίας στην ΕΕ, απαιτώντας σεβασμό στο κράτος δικαίου και στο δικαίωμα του εκλεγμένου δημάρχου να ορκιστεί. Με άλλα λόγια, η ελληνική πλευρά κλιμάκωσε βεβιασμένα με την εκτόξευση μιας σοβαρότατης διπλωματικής απειλής που πολλοί, εντός και εκτός Αλβανίας, θα περιμένουν να δουν αν θα υλοποιηθεί ποτέ.

Παρά τις περί του αντιθέτου εκτιμήσεις αρκετών στην Αθήνα, το καθεστώς Ράμα τελικά δεν έκανε καθόλου πίσω.

Στις αρχές του 2024, η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας αναζητούσε έναν υποψήφιο ευρωβουλευτή για να περιορίσει τις διαρροές προς τα δεξιά της. Τότε εμφανίστηκε η προσέγγιση «με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια», δηλαδή ο Φρέντι να μπει στο ευρωψηφοδέλτιο για να αλιευτούν δεξιές ψήφοι και ταυτόχρονα να αναγκαστεί ο Ράμα να αλλάξει στάση. Προφανώς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν διάβασε καλά την σχέση που έχει οικοδομήσει η Αλβανία με τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και την Ιταλία. Την ώρα που η Αθήνα θέλει να ακολουθήσει μια «εξωτερική πολιτική αρχών βασισμένη στο διεθνές δίκαιο», το καθεστώς Ράμα έχει επιδοθεί σε μια συναλλακτική διπλωματία που του επιτρέπει να κάνει ότι θέλει στο εσωτερικό της χώρας. Με στοχοπροσήλωση και υπομονή, ο Αλβανός πρωθυπουργός ροκάνισε τον διπλωματικό χρόνο μέχρι να τις επαναληπτικές εκλογές της Κυριακής.

Ο εγκάθετος του Ράμα κέρδισε πανηγυρικά τον δήμο και τώρα μπορεί να συνεχιστεί η πολιτική αφελληνισμού της περιοχής. Δεν είναι τυχαίο ότι το φιάσκο της Χειμάρρας ολοκληρώθηκε με την αποστασιοποίηση της ελληνικής πλευράς αφού «και οι δύο υποψήφιοι είναι ελληνικής καταγωγής». Ωστόσο, η επικοινωνιακή διαχείριση της ήττας Γκικουρία δεν αλλάζει το γεγονός ότι η Αθήνα υπέστη μια μεγάλη ήττα στη Χειμάρρα.

Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική διπλωματία είχε αρκετές επιτυχίες τα πρώτα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία: στρατηγικές συμφωνίες με ΗΠΑ και Γαλλία, χάραξη υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο αντίστοιχα, περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων με Ισραήλ και αραβικές χώρες, διπλωματικό άνοιγμα στην Ινδία. Μετά τις εκλογές του 2023, όμως, η ελληνική εξωτερική πολιτική φαίνεται ασυντόνιστη και χωρίς σαφείς στόχους. Με σπασμωδικές κινήσεις, οι οποίες ενίοτε δείχνουν πανικό, δεν θα γίνουν σεβαστά πουθενά τα ελληνικά συμφέροντα. Απουσιάζει ο μακροχρόνιος σχεδιασμός και επικρατεί ένας ακατάπαυστος νομικισμός που αγνοεί βασικές αρχές των διεθνών σχέσεων. Το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει κανένα όραμα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Μόνο διαχείριση για την αποφυγή πολιτικού κόστους.

(Ο Μάνος Καραγιάννης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)