Opinions

Είναι ο κομμουνισμός ξενόφερτος;

Αντώνης Λιάκος Αντώνης Λιάκος
Είναι ο κομμουνισμός ξενόφερτος;
Το βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου είναι μια ιστορία του «κομμουνιστικού αιώνα» (1912- 1974)

«Οι ιδέες σας είναι ξενόφερτες» μου είχε πει ο πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου της Θεσσαλονίκης το 1970. «Ξέρεις τι σημαίνει μεσογειακός λαός; Κι αν δεν σας αρέσει εδώ, να φύγετε». Δεν θα απολογούμουν αμυντικά τότε, αν είχα διαβάσει το βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου για τον Ελληνικό Κομμουνισμό (Αντίποδες 2024). Γιατί αυτό που επιχειρεί είναι μια τεράστια αντιστροφή. Δεν είναι ψόγος ότι ο κομμουνισμός –και γενικότερα η Αριστερά– είναι ξενόφερτος. Πράγματι, σε μια εποχή που εκθειάζεται η εξωστρέφεια έναντι της εσωστρέφειας (και μάλιστα αναδρομικά), πρέπει να παραδεχτούμε πως το κατεξοχήν εξωστρεφές ρεύμα της ελληνικής ιστορίας είναι το κομμουνιστικό.

Το βιβλίο αυτό είναι μια ιστορία του κομμουνιστικού αιώνα, αν μπορούμε να ονομάσουμε έτσι την εποχή από το 1917 έως το 1989, μια εποχή που το κομμουνιστικό κίνημα, τόσο το ίδιο όσο και ο φόβος που προκαλούσε, διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις. Και παρακολουθεί αυτό τον αιώνα, με τα προηγούμενα και τα επόμενα, όχι στην Ελλάδα, αλλά με αναφορά την Ελλάδα.

Η υπόθεσή του είναι διατυπωμένη με μεγάλη σαφήνεια και προεξαγγελτικά: Ο ελληνικός σοσιαλισμός, και στη συνέχεια ο κομμουνισμός, προέρχεται από ανθρώπους που βρίσκονταν πάντοτε στα όρια της ελληνικής επικράτειας, που ήταν πρόσφυγες, ανήκαν στις μειονότητες, ζούσαν σε παροικίες και ήταν μετανάστες ή εξόριστοι. Μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων για ένα έθνος το οποίο δεν κατοικούσε μόνο εντός των ορίων του, όπου οι υβριδικές ζώνες ήταν εκτεταμένες και καθοριστικές για τις τύχες του. Σ’ αυτές τις ζώνες, και από αυτούς τους ανθρώπους αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε το σοσιαλιστικό κίνημα, όχι ως αντίγραφο ή κακέκτυπο, αλλά μέσα σε μια ιδιαίτερη διεθνή κοινότητα με παγκόσμιες διαστάσεις η οποία ανατέλλει, μεσουρανεί και δύει μέσα σ’ αυτόν τον αιώνα.

Η μέθοδος του συγγραφέα είναι επίσης σαφής. Όχι μια ιστορία ιδεών, όχι μια ιστορία οργανώσεων και θεσμών, ούτε μια ιστορία συνεδρίων, ολομελειών και διασπάσεων, αλλά μια ιστορία ανθρώπων. Κι όχι ηγετών, αλλά ανθρώπων που είχαν να αντιμετωπίσουν τις περιπέτειες της εποχής τους, τα μεγάλα διλήμματα και αντιδρούσαν αναλόγως. Η ιστοριογραφία –η διεθνής ιστοριογραφία με την οποία συντονίζεται το βιβλίο αυτό– διέτρεξε μια καμπύλη από την εξιστόρηση των μεγάλων προσωπικοτήτων , στην εξιστόρηση των κοινωνικών, οικονομικών και θεσμικών δομών, για να καταλήξει στην εξιστόρηση της εμπειρίας των απλών ανθρώπων, στον τρόπο που βίωναν, νοηματοδούσαν και αντιδρούσαν στις ιστορικές μεταβολές. Πώς μπορείς όμως να συνδυάσεις μια ιστορία ενός αιώνα με την ιστορία των βιωμάτων, την μακροϊστορία με τη μικροϊστορία;

Υπάρχουν δυο τρόποι εξιστόρησης, με όρους αντλημένους από τη σημειολογία. Ο «συνταγματικός» και ο «παραδειγματικός». Ο πρώτος περιγράφει την ακολουθία των γεγονότων, όπως η διπλωματική και η πολιτική ιστορία. Ο δεύτερος επιχειρεί μια επιλογή σημείων που θέλει να αναδείξει, και των οποίων η ανάλυση μπορεί να είναι αντιπροσωπευτικότερη από μια ενδελεχή γραμμική εξιστόρηση. Αυτόν τον τρόπο της παραδειγματικής γραφής επιλέγει ο Καρπόζηλος. Π.χ. κεντρικό κεφάλαιο σε οποιαδήποτε «συνταγματική» ιστορία θα ήταν η Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά κα ο Εμφύλιος. Αντ’ αυτού επιλέγει, στο τέταρτο κεφάλαιο, ένα πολύ μικρότερο και έκκεντρο γεγονός όπως ήταν η εξέγερση των πληρωμάτων του στόλου στη Μέση Ανατολή. Αναλύοντας αυτό το γεγονός έχει την ευκαιρία να αναδείξει τη διασταύρωση των βασικών γραμμών, των διλημμάτων, την μετάβαση από την σύγκρουση Άξονα-Συμμάχων στη βασική σύγκρουση που θα προοιωνίσει τον εμφύλιο πόλεμο. Με παρόμοιο τρόπο γίνεται και η επιλογή των θεμάτων που σπονδυλώνουν το βιβλίο που αποτελείται από έξι κεφάλαια.

Το πρώτο είναι ο Εβραϊκός Σοσιαλισμός. Εδώ δείχνει όχι μόνο την προέλευση των πρώτων σοσιαλιστών, αλλά τα διλήμματα που αντιμετώπισαν, καθώς βρέθηκαν από μια αυτοκρατορία –την οθωμανική– στα όρια ενός κράτους – του ελληνικού. Τα διλήμματα ήταν και πολιτικά: Με το Βενιζέλο και το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμά του ή εναντίον του; Υπάλληλη θέση στη μια από τις παρατάξεις του Εθνικού Διχασμού, ή απέναντι συνολικά;

Το δεύτερο κεφάλαιο αφορά τον προσφυγικό κομμουνισμό, κι εδώ αναδεικνύει το χώρο της Μαύρης Θάλασσας συνολικά, ως οικοσυστήματος, με πυκνές επικοινωνίες ανάμεσα στις ακτές της αλλά και ως μιας δραματικής στιγμής στην οποία διασταυρώνονται και συγκλίνουν προσφυγικά ρεύματα πανταχόθεν. Αυτοί οι παρείσακτοι επαναστάτες από την Ανατολή, με τα βάρβαρα ελληνικά γίνονται οι πρωταγωνιστές του μεσοπολεμικού κομμουνισμού.

Το τρίτο κεφάλαιο αφορά τους Έλληνες κομμουνιστές στη Σοβιετική Ένωση. Η φοίτησή τους στις διεθνείς κομμουνιστικές σχολές είχε σκοπό να δημιουργήσει ένα κομμουνιστικό στελεχικό προσωπικό που θα μπορούσε να δράσει οπουδήποτε στον κόσμο. Η ομογενοποίηση αυτού του κόσμου, η πειθαρχία, η τεχνογνωσία της παρανομίας και της εξέγερσης ήταν η απόλυτη προτεραιότητα. Ήταν ένας στρατός πρακτόρων με απόλυτη αφοσίωση και πειθαρχία που θα μπορούσε να δράσει σε οποιαδήποτε σημείο του πλανήτη.

Για το τέταρτο κεφάλαιο, Πόλεμος και Επανάσταση, ήδη μιλήσαμε. Το επόμενο, πέμπτο κεφάλαιο, αφορά τον ηττημένο κομμουνιστικό λαό, τους πολιτικούς πρόσφυγες στην Σοβιετική Ένωση και στην Αναλυτική Ευρώπη. Μια από τις καλύτερες μικροϊστορίες εδώ είναι εκείνη στην οποία η Αύρα Παρτσαλίδου, γράφει και ξαναγράφει την προσωπική της ιστορία, αναθεωρώντας την κάθε φορά καθώς βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ανακριτικό κόμμα-κράτος. Γραμμένη η ιστορία αυτή με όρους φουκωικής ανάλυσης, είναι σαν να βγαίνει από σελίδες του Άρθουρ Καίσλερ ή του Τζορτζ Οργουελ.

Τέλος το έκτο κεφάλαιο αφορά την τελευταία φάση, με αφετηρία την κρίση στο κομμουνιστικό κίνημα που προκαλεί η δικτατορία του 1967, η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία και η αποδιάρθρωση του ενιαίου επαναστατικού κέντρου μέσα από τις διασπάσεις του διεθνούς κομμουνιστικού στρατοπέδου. Οι επαφές με την δυτική Αριστερά των αυτοεξόριστων στο Παρίσι και των μεταναστών στη δυτική Ευρώπη και το τρίγωνο ανάμεσα στην Ελλάδα, στις Ανατολικές χώρες και στη Δυτική Ευρώπη δίνει το περίγραμμα των αλλαγών μέσα από τις οποίες ανέκυψε η μεταπολιτευτική αριστερά.

Εκείνο που απασχολεί σε όλη αυτή τη διαδρομή τον συγγραφέα είναι η σχέση κομμουνισμού και έθνους. Ξεκινά από άκρως συγκρουσιακή, στη συνέχεια το έθνος απορρίπτει τους κομμουνιστές αλλά οι ίδιοι διεκδικούν τον πατριωτισμό τους, και καταλήγει στη αμοιβαία αναγνώριση στα πλαίσια ενός άτυπου, αλλά ισχυρού μεταπολιτευτικού συμβολαίου (με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982). Μπορεί βέβαια η ιστορία να διαβαστεί και ως ειρωνεία: Το έθνος νικά τον διεθνισμό, την εποχή που το ίδιο υποκύπτει στην παγκοσμιοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο αυτό διαβάζεται ως ένα ενδιαφέρον πολιτικό δοκίμιο.

(Ο Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής και συγγραφέας- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Καθημερινή" της Κυριακής)