Opinions

Κάποιες σκέψεις για τον ελληνοτουρκικό διάλογο

Μαριλένα Κοππά Μαριλένα Κοππά
Κάποιες σκέψεις για τον ελληνοτουρκικό διάλογο
Χρειάζεται αποφασιστικότητα, σχεδιασμός και εξαιρετικά λεπτομερής προεργασία για να μην βρεθεί η ελληνική πλευρά προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Μέχρι τώρα δεν έχουμε την εικόνα ότι όλα αυτά υπάρχουν. Αλλά , επειδή τα περιθώρια στενεύουν, ας ελπίζουμε για το καλύτερο….

Είναι γεγονός ότι η οριοθέτηση Υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με τα γειτονικά κράτη είναι πλέον επιβεβλημένη. Και αυτή η οριοθέτηση, ανεξάρτητα από τις συνειδητές ανακρίβειες που γράφονται, πρέπει να γίνει σε συνεννόηση με το γειτονικό παράκτιο κράτος. Αυτό συνέβη με την Ιταλία στο Ιόνιο, για αυτό το λόγο οι Μητσοτάκης και Ράμα είχαν συμφωνήσει στην παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μέχρι η υπόθεση Μπελέρη να παγώσει- προσωρινά ευτυχώς- τις διμερείς σχέσεις.

Πρέπει λοιπόν να υπάρχει διάλογος με την Τουρκία; Προφανώς ναι. Η Τουρκία είναι η γειτονική μας χώρα και πρέπει να βρεθεί ένα modus vivendi για την ειρηνική συνύπαρξη. Με δυο πολέμους στη γειτονιά, η Τουρκία έχει κάθε συμφέρον για τη διατήρηση της ειρήνης στο Αιγαίο. Η καλή ατμόσφαιρα του προηγούμενου διαστήματος συνοδεύεται τώρα από προθυμία για έναρξη διαπραγματεύσεων. Όμως ούτε οι τουρκικές θέσεις έχουν αλλάξει, όπως διαπιστώνεται καθημερινά, ούτε οι γείτονες απέχουν από αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε συγκεκριμένες περιοχές. Αυτή τη στιγμή η όλη διαπραγμάτευση φαντάζει δύσκολη αν όχι αδύνατη.

Η συνεργασία όμως με την τουρκική πλευρά είναι πλέον επιτακτική: στην διαχείριση του μεταναστευτικού που οξύνεται αλλά και στο τομέα της ενέργειας και του περιβάλλοντος στην ευρύτερη ανατολική Μεσόγειο. Πρέπει να συζητάμε και να επιλύουμε προβλήματα από κοινού. Αυτό επιβάλλει ο ρεαλισμός και η πραγματικότητα γύρω μας.

Η απόφαση της Κυβέρνησης για έναρξη του διαλόγου είναι κατ’ αρχήν θετική. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να προχωρήσει ή αν θα μείνει στα ευχολόγια. Γιατί οι επαγγελματίες ‘πατριώτες’ εντός της ΝΔ αλλά και πέραν αυτής δυναμώνουν, εντείνοντας τους φόβους των πολιτών σε μια δύσκολη και επικίνδυνη εποχή σαν αυτή που ζούμε. Η κυβέρνηση πλέον δεν έχει τη δύναμη και την στήριξη της πρώτης τετραετίας, παλεύει ανάμεσα στα απόνερα του σκανδάλου των υποκλοπών, τα Τέμπη, αλλά και την ακρίβεια (την οποία επιχειρεί να αντιμετωπίσει με αναποτελεσματικά ημίμετρα) και την εσωτερική της αντιπολίτευση. Μπορεί μια τέτοια κυβέρνηση να επιλύσει το πιο δύσκολο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής για τη χώρα; Θέλει πραγματικά να το επιλύσει ή πρόκειται για μια κίνηση προσχηματική;

Καλό είναι να μην κάνουμε δίκη προθέσεων. Η απόφαση διαλόγου είναι αναμφίβολα προς την ορθή κατεύθυνση. Όπως και η θέση, σε περίπτωση διαφωνιών, να οδηγηθεί η διαφορά στο Δικαστήριο της Χάγης. Ένα ερώτημα είναι αν η κοινή γνώμη που έχει βομβαρδιστεί με εθνικιστική και ακραία ρητορική είναι έτοιμη να αποδεχθεί ότι σε ένα δικαστήριο δεν θα δικαιωθεί 100% η Ελλάδα. Τόσο σε περίπτωση συμφωνίας, όσο και σε αυτή μιας δικαστικής απόφασης θα επικρατήσει μια συμβιβαστική λύση όπου τα δυο μέρη κάτι θα χάσουν, κάτι θα κερδίσουν. Το βασικό είναι να διατηρηθούν οι κόκκινες γραμμές του κάθε μέρους όπως με καθαρότητα φάνηκε στην Συμφωνία των Πρεσπών.

Έχουμε πλέον δει με σαφήνεια ότι η ακινησία ως πολιτική θέση στα ελληνοτουρκικά όχι απλώς δεν μας προστατεύει από λάθη αλλά αντίθετα, δίνει την ευκαιρία στην Τουρκία να προσθέτει διαρκώς καινούργιες διεκδικήσεις. Ορισμένες από αυτές είναι προφανές ότι μπαίνουν στο τραπέζι μόνο και μόνο για να αποσυρθούν στην συνέχεια, ώστε να δείξει η τουρκική πλευρά κάποια τάχα υποχωρητικότητα. Άλλες πάλι εμπίπτουν στην αρχή «ό,τι δεν λύνεται, κακοφορμίζει» και μας θέτουν μπροστά σε νέα διλήμματα και αδιέξοδα. Με κάθε ευκαιρία, και το είδαμε καθαρά στα γεγονότα νότια της Κάσου, η Τουρκία επιχειρεί να παίξει το ρόλο του τοποτηρητή στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ακόμη και σε ό,τι αφορά διεθνή ύδατα.

Δεν μπορεί να χαθεί άλλος χρόνος. Οι συζητήσεις πρέπει να ξεκινήσουν, αρχικά για τη διαδικασία και στην συνέχεια για την ουσία, ώστε να φανούν οι προθέσεις και τα όρια των δυο πλευρών. Δεν είναι όμως μια απλή άσκηση.

Χρειάζεται αποφασιστικότητα, σχεδιασμός και εξαιρετικά λεπτομερής προεργασία για να μην βρεθεί η ελληνική πλευρά προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Μέχρι τώρα δεν έχουμε την εικόνα ότι όλα αυτά υπάρχουν. Αλλά , επειδή τα περιθώρια στενεύουν ,ας ελπίζουμε για το καλύτερο….

(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Κοσμήτορας στη Σχολή Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού, Πάντειο Πανεπιστήμιο)