Ελλάδα

«Τα δάκρυα της μάνας μου όταν έμπαινα φυλακή»: Η ιστορία του Γιάννη που είδε τον κόσμο να χάνεται όταν έμπλεξε με τα ναρκωτικά

«Τα δάκρυα της μάνας μου όταν έμπαινα φυλακή»: Η ιστορία του Γιάννη που είδε τον κόσμο να χάνεται όταν έμπλεξε με τα ναρκωτικά
«Το δάκρυ της μητέρας μου όταν με έβλεπε να μπαίνω στη φυλακή δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν αυτό που με πονούσε περισσότερο αλλά και το κίνητρο μου».

Για τη μάχη που έδωσε με τον εγκλεισμό του στις φυλακές ανηλίκων, όταν συνελήφθη με ποσότητα ναρκωτικών που διακινούσε, αλλά και για τη νέα του ζωή μετά την άσχημη εμπειρία που είχε με τον κόσμο των παρανόμων, μιλάει στα Dnews ο 25χρονος σήμερα, Γιάννης. Σκοπός της συνέντευξής του, όπως ο ίδιος αναφέρει, είναι να αφυπνίσει τα νέα παιδιά να μην γίνουν θύματα των εμπόρων ναρκωτικών αλλά να μοιράζονται τα προβλήματά τους με τους γονείς και τους ειδικούς.

Τα συναισθήματα του κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του με το Dnews ήταν ανάμεικτα. Ο τόνος και η χροιά της φωνής, όπως και το βλέμμα του άλλαζε ανάλογα με την κατάσταση που περιγράφει.

Ήταν 15 ετών τότε και ζούσε στην επαρχία. Δυστυχώς όπως εξιστορεί η σχέση κυρίως με τον πατέρα του δεν ήταν καλή. Ενώ δεν υπήρχαν ενδιαφέροντα ούτε δραστηριότητες για τα νέα παιδιά, προκειμένου να απασχοληθούν.

«Το μόνο που κάναμε με τα παιδιά ήταν να αράζουμε στην πλατεία και τα Σαββατοκύριακα να βγαίνουμε σε ένα μπαρ της περιοχής. Η σχέση με τους γονείς μου δεν ήταν και η καλύτερη. Ο πατέρας μου ήταν στα όρια του αλκοολισμού. Δεν θέλω να κατηγορώ κανέναν, αλλά τώρα που έχω μεγαλώσει βλέπω τα πράγματα διαφορετικά και πόσο λάθος πρότυπα είχα. Εντάσεις, καυγάδες το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να βγω έξω, να πιω και να ξεσπάσω. Εκείνο που με πονά περισσότερο είναι για την μητέρα μου. Της έχω δώσει πολλές στεναχώριες. Βέβαια ήταν και το κίνητρο μου μετέπειτα να ξεμπλέξω και να γίνω καλύτερος άνθρωπος», λέει ο Γιάννης.

«Τσίμπησα το τυράκι και ξεκίνησα να διακινώ χασίς»

«Όπως είναι λογικό για να βγεις και να πιεις πρέπει να έχεις χρήματα. Δουλειές δεν υπήρχαν και εάν έβρισκα τα χρήματα ήταν ελάχιστα. Κάπως έτσι έπεσα στην παγίδα. Γνώρισα έναν μεγαλύτερο όπου άκουσε σε μία συζήτηση ότι έψαχνα δουλειά. Τι επόμενες ημέρες με έπιασε και μου είπε σου έχω μία πολύ καλή δουλειά που θα βγάζεις αρκετά χρήματα. Τσίμπησα το τυράκι και ξεκίνησα να διακινώ χασίς. Στην αρχή ένιωθα άτρωτος, νόμιζα ότι είναι μαγκιά. Με γλύκανε το χρήμα. Συνέχισα να το κάνω μαζί με άλλους τρεις φίλους. Ο ένας ήταν συνομήλικος και οι άλλοι ήταν 19 και 20 ετών», υποστηρίζει.

Το κακό δεν άργησε να συμβεί φυσικά ένα χρόνο μετά. Η αστυνομία τους συνέλαβε και τα φόρτωσαν όλα στον Γιάννη.

«Είχαμε μία καβάτζα, μία αυλή ενός εξοχικού που οι ιδιοκτήτες δεν εμφανίζονταν σχεδόν ποτέ, εκεί κρύβαμε τα πακέτα. Ένα βράδυ, λίγο μετά τις 10, είχαμε μία ποσότητα επάνω μας. Το κρατούσα εγώ και την έβαλα στην αυλή, ωστόσο δεν είχαμε δει οτι ήταν κάποιος μέσα στο σπίτι. Ο ιδιοκτήτης μας είδε και κάλεσε την αστυνομία. Έτσι μας έπιασαν. Οι υπόλοιποι που ήταν μαζί μου αφέθηκαν ελεύθεροι. Οι γονείς τους ήταν φίλοι με τους αστυνομικούς και γνωστοί στην περιοχή. Την πλήρωσα μόνο εγώ. Τα φόρτωσαν όλα σε εμένα. Ήμουν μόλις 16 ετών και μπήκα στις φυλακές ανηλίκων. Ήταν πολύ δύσκολα για εμένα. Δεν ήμουν ποτέ ένα σκληρό παιδί, δεν τσακωνόμουν, δεν ενοχλούσα κανέναν. Ήταν ένα σοκ για εμένα. Απογοήτευσα την μητέρα μου, τον εαυτό μου. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια. Συνειδητοποίησα πόσο λάθος ήταν αυτό που έκανα, κατέστρεψα την ζωή μου για το τίποτα. Μέσα από αυτή την διαδικασία προσπάθησα να γίνω καλύτερος. Το δάκρυ της μητέρας μου όταν με έβλεπε να μπαίνω μέσα δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Υποσχέθηκα σε εμένα και σε εκείνη, όταν της τηλεφώνησα κλαίγοντας μία ημέρα ότι θα αλλάξω και θα τα καταφέρω», αναφέρει με τρεμάμενη φωνή στα Dnews.

Έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια στη φυλακή ο Γιάννης πάλεψε με τους δαίμονες του και κατάφερε να σταθεί και πάλι στα πόδια του τελειώνοντας το σχολείο. Ο ίδιος μέσα από την εμπειρία του συμβουλεύει τα νέα παιδιά.

«Όταν βγήκα συνέχισα το σχολείο. Η χαρά όταν πήρα το απολυτήριο μου ήταν απερίγραπτη. Ένιωθα ότι σιγά, σιγά ορθοποδούσα. Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν βγήκα ήταν να αγκαλιάσω την μητέρα μου και να της ζητήσω για ακόμη μία φορά συγνώμη. Ήταν ένα μάθημα στην ζωή μου. Αυτό που θέλω να πω στα νέα παιδιά ότι το μόνο που θα καταφέρουν είναι να καταστρέψουν τη ζωή τους. Δεν αξίζει. Όσα προβλήματα και να έχουν να ζητήσουν βοήθεια, να μιλήσουν είτε στους γονείς τους, είτε στους καθηγητές, είτε σε κάποιον ειδικό», καταλήγει στα Dnews.