Ελλάδα

Πώς δρούσε το κύκλωμα εκβιαστών: Η αρχηγός «Νάνσυ» και η καταγγελία που τους ξεσκέπασε

Πώς δρούσε το κύκλωμα εκβιαστών: Η αρχηγός «Νάνσυ» και η καταγγελία που τους ξεσκέπασε
Σήμερα απολογούνται οι υπόλοιποι έξι κατηγορούμενοι, μεταξύ αυτών και η 43χρονη «Νάνσυ», φερόμενη ως αρχηγός του κυκλώματος εκβιαστών.

Είναι αντιμέτωποι με επτά κακουργήματα και δύο πλημμελήματα. Μεταξύ άλλων, κατηγορούνται για διεύθυνση, συγκρότηση και ένταξη εγκληματικής οργάνωσης, εκβίαση με απειλή και βλάβη επιχείρησης κατά επάγγελμα από κοινού κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, Δωροληψία υπαλλήλου κατ’ επάγγελμα κατ’ εξακολούθηση και ψευδή βεβαίωση άνω 120.000 ευρώ.

Μετά τις χθεσινές μαραθώνιες απολογίες, οδηγήθηκαν στη φυλακή δύο γυναίκες του κυκλώματος.

ΠΩΣ ΔΡΟΥΣΑΝ

Η εγκληματική οργάνωση, αποτελούμενη από ιδιώτες και δημοσίους υπαλλήλους, τουλάχιστον από τον Ιανουάριο του έτους 2023, δραστηριοποιούταν σε εκβιάσεις ιδιοκτητών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, δωροδοκίες και δωροληψίες δημοσίων υπαλλήλων που αντίκεινται στα καθήκοντα τους, παραβιάσεις υπηρεσιακού απορρήτου, ψευδείς βεβαιώσεις και πλαστογραφίες, με σκοπό την αποκόμιση παράνομων χρηματικών ποσών.

Αναφορικά με τον τρόπο δράσης της οργάνωσης, τα διευθυντικά στελέχη της, προσέγγιζαν καταστηματάρχες κυρίως στην περιοχή της Αθήνας, στους οποίους προσέφεραν και παρείχαν προστασία για την αποτροπή πρόκλησης βλάβης στην επιχείρησή τους, κυρίως μέσω της αποτροπής βεβαίωσης παραβάσεων από τους δημοσίους υπαλλήλους που ήταν μέλη της εγκληματικής οργάνωσης.

Για τον σκοπό αυτό, κατηύθυναν τους δημοσίους λειτουργούς να διενεργήσουν κατ’ εντολή τους στοχευμένους ελέγχους στα καταστήματα τους, προκειμένου να εξαναγκάσουν τους ιδιοκτήτες να ζητήσουν την προστασία της οργάνωσης. Επίσης, ορισμένοι ιδιοκτήτες καταστημάτων, ξενοδοχείων και εν γένει κτιρίων (ολοκληρωμένων ή και υπό κατασκευή), γνωρίζοντας τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης και τις δυνατότητες της, επιδίωκαν με δική τους πρωτοβουλία να ζητήσουν τις «υπηρεσίες» της, προκειμένου είτε να αποφύγουν τη βεβαίωση παραβάσεων, είτε να διευθετήσουν έτερα θέματα που ενέπιπταν στην αρμοδιότητα δημοσιών υπηρεσιών και αφορούσαν στις επιχειρήσεις τους.

Για την επίτευξη του σκοπού της οργάνωσης, τα διευθυντικά στελέχη προσέγγιζαν και στρατολογούσαν υπαλλήλους, υπηρετούντες σε Δημόσιες Υπηρεσίες επιφορτισμένες με τον έλεγχο καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ξενοδοχείων και οικοδομικών εργασιών (Δήμοι, Δημοτική Αστυνομία, Υπηρεσίες Δόμησης, Διευθύνσεις Υγειονομικού Ελέγχου, Υπουργείο Πολιτισμού κ.λπ.), οι οποίοι είχαν κομβικό ρόλο στη λειτουργία της οργάνωσης, καθόσον ήταν αδύνατο να αναπτύξει την παράνομη δραστηριότητα της, χωρίς τη συνδρομή τους. Συγκεκριμένα, οι υπάλληλοι, λόγω της θέσης που κατείχαν στον δημόσιο τομέα, γνώριζαν και παρείχαν στα διευθυντικά στελέχη της οργάνωσης, πληροφορίες που αφορούσαν σε επικείμενους ελέγχους καταστημάτων και ακολούθως αυτοί ενημέρωναν τους καταστηματάρχες – πελάτες τους, ώστε να είναι πάντοτε προετοιμασμένοι για τον έλεγχο διορθώνοντας τυχόν συνήθεις παραβάσεις τους (τραπεζοκαθίσματα, κάπνισμα, μουσική κ.λπ.).

Επίσης, οι δημόσιοι υπάλληλοι λάμβαναν χρηματικά ποσά προκειμένου να μην βεβαιώνουν διαπιστωθείσες παραβάσεις ή να τις θέτουν στο αρχείο ή να βεβαιώνουν ελαφρύτερες παραβάσεις από τις πραγματικές, καθώς επίσης και για να βεβαιώνουν ψευδώς γεγονότα σε δημόσια έγγραφα, προβαίνοντας καθ’ αυτό τον τρόπο στην παράνομη έκδοση αδειών και λοιπών εγγράφων που αφορούν στη λειτουργία των καταστημάτων. Πολλές φορές, για να εξυπηρετήσουν την οργάνωση, οι υπάλληλοι δεν μετέβαιναν για την διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων, ενώ στη συνέχεια συνέτασσαν ψευδώς εκθέσεις ότι πραγματοποίησαν κανονικά τους σχετικούς ελέγχους.

Χαρακτηριστικό της απαξίας των υπαλλήλων για το λειτούργημα τους, είναι το γεγονός ότι λάμβαναν απευθείας εντολές από τα διευθυντικά στελέχη της οργάνωσης για τον στοχευμένο έλεγχο συγκεκριμένων καταστημάτων, ακόμα και για συγκεκριμένες παραβάσεις που θα έπρεπε να βεβαιώσουν κατά τον έλεγχό τους.

Η επιλογή αυτή γινόταν εσκεμμένα, προκειμένου να εκφοβίσουν και να εξαναγκάσουν τους καταστηματάρχες να απευθυνθούν στην οργάνωση, καταβάλλοντας χρηματικά ποσά για την προστασία τους και τη δωροδοκία των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και για την αποπληρωμή τυχόν χρωστούμενων ποσών στην οργάνωση.

Σε περιπτώσεις που οι καταστηματάρχες δεν δέχονταν να ενταχθούν υπό την προστασία της οργάνωσης, τα διευθυντικά στελέχη τους απειλούσαν ότι θα διενεργηθούν εκ νέου έλεγχοι στις επιχειρήσεις τους και θα τους βεβαιωθούν παραβάσεις, ενώ εάν και πάλι δεν ενέδιδαν στην απειλή, έδιναν τότε εντολή στους αρμόδιος υπαλλήλους - μέλη να προβούν, όπως προαναφέρθηκε, στους σχετικούς ελέγχους. Επίσης, όταν υπάλληλοι που δεν συμμετείχαν στην οργάνωση, δημιουργούσαν προβλήματα προβαίνοντας σε ενέργειες που ήταν σε βάρος των καταστημάτων που τελούσαν υπό την προστασία της, τα διευθυντικά στελέχη συζητούσαν σχετικά με το εάν εξυπηρετεί τους σκοπούς της οργάνωσης να τους αλλάξουν θέση στην Υπηρεσία τους.

Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΥ ΞΕΣΚΕΠΑΣΕ ΤΟ ΚΥΚΛΩΜΑ

Η αποκάλυψη του κυκλώματος διαφθοράς ξεκίνησε με ένα email στις 12 Απριλίου

«Είμαι επιχειρηματίας στο κέντρο της Αθήνας, που δραστηριοποιούμαι στο χώρο της εστίασης και θέλω να σας καταγγείλω κάτι γιατί η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Εδώ και αρκετό καιρό κάποιοι δημοτικοί αστυνομικοί έχουν κάνει δύσκολη τη ζωή φίλων συναδέλφων μου και τους εκβιάζουν για να βγάζουν μεροκάματο. Κανείς δε θέλει να καταγγείλει την κατάσταση που θα σας πω γιατί όλοι φοβούνται, αλλά εγώ αποφάσισα να σας στείλω αυτή την καταγγελία γιατί ξέρω ότι μπορείτε να βοηθήσετε. Δύο συγκεκριμένοι άντρες δημοτικοί αστυνομικοί γυρνάνε από μαγαζί σε μαγαζί και κάνουν μηνύσεις για να συμπληρώσουν οι καταστηματάρχες από δύο ο καθένας. Όπως πολύ καλά ξέρετε στις τρεις μηνύσεις γίνεται σφράγιση. Τότε, περνάει μία κυρία που συστήνεται ως Νάνσυ και λέει ότι μπορεί να μεσολαβήσει να μην γίνει τρίτη μήνυση, αλλά εννοείται με το αζημίωτο. Αν κάποιος δεν της δώσει χρήματα μετά από λίγες μέρες, ως δια μαγείας έρχονται πάλι οι δημοτικοί και κάνουν την τρίτη μήνυση. Κάποιοι φίλοι μου υπέκυψαν στον εκβιασμό της και έδωσαν χρήματα, αλλά αυτή το έχει κάνει σύστημα και περνάει ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να παίρνει λεφτά και όντως μέχρι τώρα στα συγκεκριμένα μαγαζιά δεν έγινε άλλος έλεγχος. Δεν μπορεί να συνεχιστεί όμως αυτή η κατάσταση. Η Νάνσυ δε ξέρω αν είναι και αυτή δημοτικός αστυνομικός. Σας παρακαλώ κάντε κάτι για να ξεβρομίσουν οι δημόσιες υπηρεσίες.»

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΓΟΥ

Η 43χρονη Νάνσυ, αποτελούσε διευθυντικό στέλεχος της εγκληματικής οργάνωσης, διατάσσοντας, καθοδηγώντας και εποπτεύοντας τα λοιπά μέλη της, για την επίτευξη των στόχων και των εγκληματικών σκοπών της οργάνωσης.

Αναλάμβανε τη διαδικασία αδειοδότησης Καταστημάτων Υγειονομικού Ενδιαφέροντος (Κ.Υ.Ε.), τα οποία έχουν την υποχρέωση να πληρούν όλους τους όρους της κείμενης πολεοδομικής και υγειονομικής νομοθεσίας, καθώς και την διαχείριση των μετέπειτα θεμάτων που θα προέκυπταν με αυτά, όπως είναι οι βεβαιώσεις 10 παραβάσεων από δημόσιες υπηρεσίες, η αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος ή Α.Φ.Μ. λόγω πολλαπλών παραβάσεων και άλλα θέματα που αφορούν στην λειτουργία καταστημάτων, ξενοδοχείων και υπό κατασκευή κτισμάτων.

Για τον λόγο αυτό, γνώριζε σε πολύ καλό βαθμό τις απαραίτητες διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθήσει στις δημόσιες υπηρεσίες και είχε αναπτύξει ένα ευρύ δίκτυο γνωριμιών που αποτελούνταν από καταστηματάρχες και από δημοσίους υπαλλήλους όλων των φορέων που εμπλεκόταν στην αδειοδότηση και τον έλεγχο των ανωτέρω επιχειρήσεων.

Η ίδια προσέγγιζε τους καταστηματάρχες και τους προσέφερε προστασία από τους ελέγχους των δημοσίων υπηρεσιών έναντι χρηματικών ανταλλαγμάτων που θα τις παρείχαν, επισημαίνοντας τους ότι με αυτό τον τρόπο δεν θα τους βεβαιώνονται παραβάσεις και οι επιχειρήσεις τους θα λειτουργούν κανονικά. Για να επιτύχει τους σκοπούς της και να εξαναγκάσει τους ιδιοκτήτες καταστημάτων να ενταχθούν υπό την προστασία της οργάνωσης, έδινε εντολές στους δημοσίους υπαλλήλους – μέλη της οργάνωσης να πραγματοποιούν στοχευμένους ελέγχους σε καταστήματα που έχοντας προηγουμένως προσεγγίσει τους ιδιοκτήτες, γνώριζε ότι μετά τον έλεγχο θα ζητούσαν την συνδρομή της για να αποφύγουν την βεβαίωση παραβάσεων.

Την ίδια διαδικασία ακολουθούσε και όταν ορισμένοι καταστηματάρχες χρωστούσαν χρήματα ή δεν επιθυμούσαν να ενταχθούν υπό την προστασία της οργάνωσης, προβαίνοντας σε απειλές σε βάρος τους και αποστέλλοντας τους υπό τις εντολές της δημοσίους υπαλλήλους για έλεγχο, ώστε να τους εκφοβίσει. Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι μετέβαινε η ίδια από κοινού με τους δημοσίους υπαλλήλους για ελέγχους στα καταστήματα, αφενός για να κάνει εμφανές στους καταστηματάρχες ότι πράγματι γνωρίζει τους δημοσίους υπαλλήλους και αφετέρου για να τους γνωστοποιήσει ότι η απειλή βεβαίωσης παραβάσεων είναι πραγματική. Όταν τα καταστήματα είχαν εμφανείς παραβάσεις έδινε εντολές στους δημοσίους υπαλλήλους να βεβαιώσουν ψευδώς ότι όλα είχαν καλώς, ώστε να λάβουν τα συμφωνηθέντα χρηματικά ανταλλάγματα.

Επίσης, εάν επιθυμούσε να πιέσει κάποιον καταστηματάρχη να γίνει «πελάτης» της οργάνωσης, καθοδηγούσε τους υπαλλήλους να είναι αυστηροί στον έλεγχο, παρόλο που αργότερα δεν θα βεβαίωναν κάποια παράβαση. Επιπλέον, κατόπιν δικών της εντολών, οι δημόσιοι λειτουργοί δεν μετέβαιναν για τους προβλεπόμενους ελέγχους ή βεβαίωναν παραβάσεις ελαφρύτερες από τις κανονικές, έθεταν έγγραφα στο αρχείο, και βεβαίωναν ψευδώς γεγονότα σε δημόσια έγγραφα. Λόγω της εμπειρίας της και των γνωριμιών της, ενέπνεε εμπιστοσύνη στους καταστηματάρχες, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις ζητούσαν με δική τους πρωτοβουλία την συνδρομή της σχετικά με «προβλήματα» που αντιμετώπιζαν εξαιτίας ελέγχων δημοσίων υπηρεσιών, ενώ αυτή τους τόνιζε πως τους συμφέρει περισσότερο οικονομικά να δωροδοκούν τους δημοσίους υπαλλήλους παρά να λειτουργούν σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες.

Χαρακτηριστικό είναι και το ότι, όταν ορισμένοι καταστηματάρχες δημιουργούσαν προβλήματα στην λειτουργία της οργάνωσης, όπως για παράδειγμα η διαρροή των πληροφοριών που τους παρείχε για τους ελέγχους, η 43χρονη τους επέπληττε, απειλώντας τους μέχρι και με διακοπή της προστασίας που τους παρείχε. Για την παραλαβή των χρηματικών ποσών από τους καταστηματάρχες, έδινε εντολή στον αδερφό της, ο οποίος αποτελεί άτομο απόλυτης εμπιστοσύνης της, να μεταβαίνει στα υπό την προστασία τους καταστήματα και να παραλαμβάνει από εκεί τα συμφωνηθέντα χρηματικά ποσά εντός φακέλων.

Ακολούθως, μέρος των χρημάτων το αποθήκευαν στην οικία της μητέρας τους και τα υπόλοιπα διαμοιραζόταν στους δημοσίους υπαλλήλους και τα λοιπά μέλη της οργάνωσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, παραλάμβανε και η ίδια τα χρηματικά ποσά από τους καταστηματάρχες και τα παρέδιδε στα λοιπά μέλη τη οργάνωσης. Ήταν πολύ προσεκτική στον τρόπο δράσης της και ιδιαίτερα στις τηλεφωνικές επικοινωνίες και στις δια ζώσης συναντήσεις της με τους δημοσίους λειτουργούς. Φρόντιζε να επικοινωνεί μαζί τους κυρίως μέσω διαδικτυακών εφαρμογών, ιδιαίτερα όταν οι συζητήσεις αφορούσαν χρηματικά ποσά, ενώ κατά την παράδοση των χρημάτων, τους συναντούσε σε μέρη που θα ήταν δύσκολο να γίνουν αντιληπτοί από άλλα άτομα και τις διωκτικές αρχές.

ΗΤΑΝ ΔΗΛΩΜΕΝΟΙ ΨΕΥΔΩΣ ΟΤΙ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Η 43χρονη και ο αδερφός της είναι δηλωμένοι ψευδώς ότι εργάζονται σε συμβουλευτική εταιρεία, προκειμένου να φαίνονται ασφαλισμένοι και ότι έχουν «νόμιμο» εισόδημα, ενώ στην πραγματικότητα δραστηριοποιούνται ως ελεύθεροι επαγγελματίες δίχως να πληρώνουν τους απαιτούμενους φόρους, αναφορικά με τα έσοδα τους εκτός του πλαισίου της εγκληματικής οργάνωσης

Στις έρευνες που έγιναν στο σπίτι της βρέθηκαν περίπου 25 πανάκριβα ρολόγια. Εντός της οικίας της εντοπίστηκαν χιλιάδες ευρώ, χωρισμένα σε «ματσάκια», τα οποία τα έκρυβε σε σακούλες με περιοδικά ακόμα και στις γλάστρες του μπαλκονιού.