Ελλάδα

Father Άλεξ Καρλούτσος: Ο πλέον επιδραστικός Ορθόδοξος κληρικός ή «Γκρίζος Καρδινάλιος»;

Father Άλεξ Καρλούτσος: Ο πλέον επιδραστικός Ορθόδοξος κληρικός ή «Γκρίζος Καρδινάλιος»;
Έχει περάσει χρόνο σε κάθε Οβάλ Γραφείο από την εποχή του Τζίμι Κάρτερ

Ο Father Άλεξ Καρλούτσος αναδεικνύεται ως μια από τις πιο επιδραστικές και αμφιλεγόμενες μορφές της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη σύγχρονη εποχή, σύμφωνα με εκτενές αφιέρωμα που δημοσιεύθηκε στο OrthodoxHistory.org. Το άρθρο, το οποίο βασίζεται σε συνεντεύξεις που παραχώρησε ο ίδιος ο Καρλούτσος στον δημοσιογράφο Matthew Namee, φωτίζει την πορεία ενός ανθρώπου που κατάφερε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στα υψηλότερα κλιμάκια της αμερικανικής πολιτικής και της διεθνούς Ορθοδοξίας.

Σύμφωνα με άρθρο του OrthodoxHistory.org, «ο πατέρας Άλεξ Καρλούτσος μπορεί να θεωρηθεί ο πιο επιδραστικός Ορθόδοξος κληρικός στη σύγχρονη ιστορία. Έχει περάσει χρόνο σε κάθε Οβάλ Γραφείο από την εποχή του Τζίμι Κάρτερ και έχει τιμηθεί με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον Τζο Μπάιντεν. Οι διασυνδέσεις του είναι εξαιρετικές – με προέδρους, πατριάρχες και προσωπικότητες όπως ο Χένρι Κίσινγκερ, ο Ελάιτζα Μουχάμαντ, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' και ο ιδρυτής της Blackstone, Πιτ Πίτερσον, μεταξύ άλλων. Ωστόσο, ο Καρλούτσος είναι επίσης εξαιρετικά αμφιλεγόμενος, με επικριτές να τον βλέπουν ως έναν σκοτεινό "Γκρίζο Καρδινάλιο" που κινεί τα νήματα πίσω από τις σκηνές της Ορθοδοξίας».

Ο δημοσιογράφος Matthew Namee κάνει στο κείμενό του αναλυτικές αναφορές για το πώς ο γιος ενός χήρου Έλληνα παλαιοημερολογίτη ιερέα απέκτησε πρόσβαση στα υψηλότερα κλιμάκια εξουσίας στην Αμερική.

Σύμφωνα με το OrthodoxHistory.org, ο Καρλούτσος γεννήθηκε στην Ελλάδα, αλλά η ιστορία του ξεκίνησε στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης, όπου γεννήθηκε ο πατέρας του, Μιχαήλ. Οι γονείς του Μιχαήλ – οι βιολογικοί παππούδες του πατέρα Άλεξ – ήταν Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική. Η μητέρα του Μιχαήλ πέθανε κατά τον τοκετό, και ενώ ο πατέρας του απουσίαζε από την πόλη, η γιαγιά του – προγιαγιά του πατέρα Άλεξ – αντάλλαξε το βρέφος Μιχαήλ με άλλη ελληνική οικογένεια για 500 δολάρια. Ο πατέρας του Μιχαήλ προσπάθησε να τον πάρει πίσω, αλλά οι θετοί γονείς έφυγαν για την Ελλάδα, όπου ο μικρός μεγάλωσε, αγνοώντας την αμερικανική του καταγωγή.

Ο Μιχαήλ παντρεύτηκε την Όλγα Ντούρου και απέκτησαν επτά παιδιά, από τα οποία τα έξι επέζησαν μέχρι την ενηλικίωση. Ο Αλέξανδρος – ο Father Άλεξ – γεννήθηκε το 1945. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Μιχαήλ έμαθε ότι ήταν Αμερικανός πολίτης, αποφάσισε να μετακομίσει με την οικογένειά του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η οικογένεια ενάχθηκε σε μια ενορία που ανήκε σε μια μη κανονική παλαιοημερολογίτικη αίρεση. Ο πατέρας Άλεξ θυμάται: «Η παλαιοημερολογίτικη εκκλησία ήταν πιο ευέλικτη όσον αφορά τη χειροτονία – αν μπορούσες να ψάλεις λίγο και να διαβάσεις λίγο, ήσουν καλός ιερέας». Έτσι, ο Μιχαήλ Καρλούτσος χειροτονήθηκε ιερέας και ο πατέρας Άλεξ πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο παλαιοημερολογίτικο κίνημα.

Όταν ο πατέρας Άλεξ ήταν εννέα ετών, η μητέρα του Όλγα πέθανε από φυματίωση. Ο Μιχαήλ έμεινε χήρος και μεγάλωσε τα έξι παιδιά του ως μοναχικός πατέρας και ιερέας. Λίγο μετά τον θάνατο της Όλγας, ο Μιχαήλ εγκατέλειψε τους παλαιοημερολογίτες και προσχώρησε στην κανονική Ελληνική Αρχιεπισκοπή. «Κάποιος ήρθε και του είπε, "Πρέπει να ενταχθείς στο νέο ημερολόγιο, θα είναι καλύτερη ζωή για σένα και την οικογένειά σου,"» θυμάται ο πατέρας Άλεξ. «Έτσι, ο πατέρας μου έκανε την αλλαγή». Αυτή η μετάβαση ήταν δύσκολη. «Υπήρχε μια κλειστή ομάδα και μια εκτός, και ο πατέρας μου ήταν πάντα έξω από τα πράγματα. Και ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους που εγώ είμαι μέσα κοιτάζοντας έξω. Αλλά όταν είμαι μέσα κοιτάζοντας έξω, πάντα κοιτάζω μέσα, γιατί το βλέπω μέσα από τα μάτια του πατέρα μου. Αυτό με κάνει έναν ανήσυχο ιερέα μέσα στην Αρχιεπισκοπή».

Η οικογένεια μετακόμισε από το Ντιτρόιτ στο μικρό Μπέιαρντ της Νεμπράσκα, με πληθυσμό 1.519 κατοίκων. «Ήταν εφιάλτης», λέει ο πατέρας Άλεξ. Όταν τα παιδιά ρώτησαν τον πατέρα τους πόσα κανάλια τηλεόρασης είχε το Μπέιαρντ, ο Μιχαήλ είπε «Δέκα». Αλλά υπερέβαλε. Η πόλη είχε στην πραγματικότητα μόνο ένα κανάλι – το Κανάλι 10. «Έτσι πήγαμε εκεί και βλέπαμε μόνο το Κανάλι 10». Ο Μιχαήλ πληρωνόταν 300 δολάρια τον μήνα, «συν όλο το καλαμπόκι, τις ντομάτες και τα λουκάνικα που μπορούσαμε να φάμε. Πολύ λουκάνικο». Η οικογένεια έμεινε στο Μπέιαρντ για τρία χρόνια. Τα παιδιά των Καρλούτσων ήταν δύσκολα. «Το συμβούλιο της ενορίας είχε βαρεθεί. Έγραψαν μια επιστολή στην Αρχιεπισκοπή: "Αγαπάμε τον ιερέα, αλλά αν μπορούσαμε να μετακινήσουμε τα παιδιά, θα ήμασταν ευγνώμονες."»

Μετά το Μπέιαρντ, η οικογένεια μετακινούνταν συνεχώς: Τσάρλεστον της Δυτικής Βιρτζίνιας, Μίντλταουν του Οχάιο, Κόνκορντ του Νιου Χάμσαϊρ, Τζέιμσταουν της Νέας Υόρκης. Στη συνέχεια, Άιοβα, Νέα Υόρκη, Ουίλμινγκτον της Βόρειας Καρολίνας, Οράντο της Φλόριντα, και πάλι Νέα Υόρκη.

Το 1962, ο μελλοντικός πατέρας Άλεξ γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Holy Cross στη Βοστώνη. Αρχικά, διέθετε τη νοοτροπία του παλαιοημερολογίτη. Στο Holy Cross, το μυαλού του άρχισε να διευρύνεται. Οι καθηγητές τον εισήγαγαν στον υπαρξισμό και σε έναν κόσμο έξω από την Ορθοδοξία, και τον τράβηξε ιδιαίτερα το έργο του Καρλ Γιουνγκ.

Ο Καρλούτσος είχε ήδη αρχίσει να ξεχωρίζει. Κάποτε, οι τεταρτοετείς σπουδαστές συγκρούσθηκαν με τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο σχετικά με το αν πρέπει να γονατίζουν κατά τη διάρκεια των αναφορών στην Θεία Λειτουργία τις Κυριακές. Ο Ιάκωβος ήταν υπέρ του γονατίσματος, αλλά οι σπουδαστές επέμεναν να ακολουθούν αυστηρά την ορθόδοξη παράδοση που απαγόρευε το γονάτισμα την Κυριακή. Ο Καρλούτσος και οι συμφοιτητές του οργάνωσαν μια αποχώρηση σε ένδειξη διαμαρτυρίας υπέρ των τεταρτοετών σπουδαστών. Συμμετείχαν επίσης σε άλλη αποχώρηση διαμαρτυρίας κατά του Πολέμου του Βιετνάμ.

Ο Καρλούτσος ήταν αριστούχος της τάξης του, αλλά το σχολείο αρνήθηκε να του επιτρέψει να δώσει λόγο στην αποφοίτησή του, φοβούμενο τι μπορεί να πει. Στη συνέχεια, φοίτησε στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα με σκοπό να γίνει ιερέας. Και πάλι ήταν αριστούχος. Αυτή τη φορά, τον άφησαν να δώσει λόγο στην αποφοίτησή – αλλά αντί να γράψει μια ομιλία, ο Καρλούτσος απήγγειλε ένα ποίημα:

«Πολλά έχουν γραφτεί,
πολλά έχουν ειπωθεί.
Αυτοί που έγραψαν ή μίλησαν
πεθαίνουν ή έχουν πεθάνει.
Ο Ιησούς είπε: “Αγαπάτε αλλήλους.”
Δεν έχω τίποτα σημαντικό να προσθέσω.»

Και στη συνέχεια, δραματικά, έφυγε από τη σκηνή. Ο πανίσχυρος Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος σηκώθηκε σε χειροκροτήματα και η αίθουσα ακολούθησε με όρθια χειροκροτήματα.
Μετά τη θεολογική σχολή, ο Καρλούτσος σπούδασε στο Ινστιτούτο Bossey στην Ελβετία, ένα οικουμενικό ίδρυμα που διοικείται από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Μέχρι τότε, είχε παντρευτεί την Ξανθή Καραβέλα και όταν επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες χειροτονήθηκε ιερέας και τοποθετήθηκε ως βοηθός ιερέας στον Άγιο Κωνσταντίνο και Ελένη στο Σικάγο, με τον πατέρα Βύρωνα Παπανικολάου. Ο πατέρας Άλεξ έχει τρυφερές αναμνήσεις από τον πατέρα Βύρωνα, τον οποίο αποκαλεί «ιερέα των ιερέων». Ενώ ο δικός του πατέρας του δίδαξε τι να μην κάνει – τα λάθη που πρέπει να αποφεύγει – ο πατέρας Βύρων ήταν για τον πατέρα Άλεξ το πρότυπο του ιερέα που ήθελε να γίνει.

Η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ήταν το μεγαλύτερο κτίριο Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική, αλλά η ενορία αντιμετώπιζε δύσκολες συνθήκες. Η γειτονιά, που κάποτε ήταν γεμάτη Έλληνες, τώρα κυριαρχούνταν από την αφροαμερικανική κοινότητα του Σικάγο. Έφηβοι έσπαζαν τα παράθυρα του γυμναστηρίου της εκκλησίας και ο πατέρας Άλεξ τους κυνηγούσε στον δρόμο. Η εκκλησία αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, καθώς δεν είχε τη δυνατότητα να αντικαταστήσει τα σπασμένα παράθυρα. Ήταν σαφές ότι η κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη, και έτσι πούλησαν το κτίριο για 4 εκατ. δολάρια σε μετρητά στο Έθνος του Ισλάμ, υπό την ηγεσία του Ελάιτζα Μουχάμαντ, με χρηματοδότηση από τον Λίβυο δικτάτορα Μουαμάρ Καντάφι.

Στο Σικάγο, ο πατέρας Άλεξ γρήγορα έγινε γνωστός ως εξαιρετικός διευθυντής νεολαίας. Ήταν νέος και έπαιζε μπάσκετ και μπιλιάρδο με τη νεολαία της ενορίας του. «Δεν ήμουν μόνο καλός στο να ρίχνω καλάθια, αλλά μπορούσα και να μιλάω πολύ καλά». Σύντομα διορίστηκε διευθυντής νεολαίας της μητρόπολης. Οργάνωσε καλοκαιρινές κατασκηνώσεις και συγκεντρώσεις νεολαίας. Ήταν σαφές ότι προοριζόταν για κάτι μεγαλύτερο. Καθώς πλησίαζε το τέλος της μαθητείας του υπό τον πατέρα Βύρωνα, ήταν προγραμματισμένο να του ανατεθεί δική του ενορία – αλλά ο Βύρων έγραψε στον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, λέγοντας, ουσιαστικά, «Αυτός ο νεαρός ιερέας έχει ορισμένα χαρίσματα που δεν έχω ξαναδεί. Ένα από αυτά είναι το άνοιγμα θυρών. Δεν θέλω να φύγει ποτέ από την ενορία μου, αλλά αν πρέπει να φύγει, θα ήταν μεγάλο λάθος αν δεν τον εντάξετε στην Αρχιεπισκοπή.»

Έτσι, ο Ιάκωβος κάλεσε τον πατέρα Άλεξ στη Νέα Υόρκη, όπου τον έθεσε επικεφαλής της νεολαίας σε όλη την Ελληνική Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής.

«Δεν γνώριζα καλά τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο. Τον γνώρισα και γίναμε πολύ, πολύ κοντά. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος ήταν το ιδανικό μου πρότυπο αρχιεπισκόπου και ιερέα, με πολλούς τρόπους. Ήταν ένας εξαιρετικός, προικισμένος άνθρωπος, και όπως θα έλεγε ο δήμαρχος Έντ Κοχ, όταν ο Ιάκωβος έμπαινε σε ένα δωμάτιο, ακόμα κι αν ήταν σε μια γωνία, ήταν το κέντρο του δωματίου. Η παρουσία του ήταν καταπληκτική», λέει ο πατέρας Άλεξ αποκαλύπτοντας πως για μερικά χρόνια, ήταν ακόμη και ο οδηγός του Αρχιεπισκόπου Ιάκωβου.

Την εποχή εκείνη, η σχέση μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου (και της αμερικανικής αρχιεπισκοπής του) βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο. Στις αρχές της Ψυχροπολεμικής περιόδου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχαν στενές σχέσεις – οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην τοποθέτηση του Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρα στον θρόνο στην Κωνσταντινούπολη, και ο Αθηναγόρας έβλεπε τον εαυτό του ως αντιπρόσωπο της Αμερικής στον Ορθόδοξο κόσμο. Όλα αυτά άλλαξαν καθώς περνούσαν τα χρόνια της δεκαετίας του 1950 – όταν οι ανθελληνικές ταραχές κατέστρεψαν την ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης το 1955 και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έκαναν τίποτα. Η αναδυόμενη κρίση γύρω από το Κυπριακό οδήγησε στη μαζική απέλαση δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων από την Τουρκία τη δεκαετία του 1960. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Αθηναγόρας προσπάθησε να πείσει την κυβέρνηση Νίξον να εξασφαλίσει τη διαδοχή του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά ο Λευκός Οίκος δεν έδειξε ενδιαφέρον. Μετά τον θάνατο του Αθηναγόρα το 1972, οι χειρότεροι φόβοι του επαληθεύτηκαν: η τουρκική κυβέρνηση άσκησε βέτο σε αρκετούς υποψηφίους για τον Πατριαρχικό θρόνο (συμπεριλαμβανομένου του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου), και όταν ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Σπύρος Άγκνιου, προσπάθησε να το αποτρέψει αυτό, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ δήλωσε, «δεν με νοιάζουν οι Τούρκοι επίσκοποι. Με νοιάζει η τουρκική κυβέρνηση».

Τον Ιούνιο του 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, καταλαμβάνοντας το βόρειο τμήμα του νησιού. Η Ελληνοαμερικανική κοινότητα ήταν εξοργισμένη, και ορισμένοι από τους ηγέτες της άρχισαν να οργανώνονται. Το σύγχρονο Ελληνοαμερικανικό λόμπι έχει τις ρίζες του εδώ, στο 1974. Ο πατέρας Άλεξ ανέλαβε την οργάνωση της νεολαίας της Αρχιεπισκοπής για να πιέσει την αμερικανική κυβέρνηση, συνεργαζόμενος με άλλες σημαντικές Ελληνοαμερικανικές πολιτικές προσωπικότητες.

Ένα σημαντικό γεγονός έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 1977, όταν ο Τζίμι Κάρτερ έγινε Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος αισθάνθηκε προσβεβλημένος όταν δεν προσκλήθηκε να προσφέρει την ευχή του στην ορκωμοσία. Σε απάντηση, το καλοκαίρι, δημιούργησε ένα νέο τμήμα στην αρχιεπισκοπή – το Τμήμα Εκκλησίας και Κοινωνίας – και διόρισε τον πατέρα Άλεξ ως διευθυντή του.

«Πολλοί σε αγαπούν», είπε ο Ιάκωβος στον Καρλούτσο, «αλλά θα σου δώσω τώρα μια θέση που όχι μόνο θα σε αγαπούν, αλλά θα σε φοβούνται και θα σε σέβονται». Ο Καρλούτσος απάντησε ότι δεν ήθελε να τον φοβούνται. «Λοιπόν», είπε ο Ιάκωβος, «θα σε σέβονται. Και μόλις το κάνουν αυτό, θα μιλούν και για σένα. Αλλά αν δεν θέλεις να μιλούν για σένα, μην πεις τίποτα αξιόλογο, μην κάνεις τίποτα αξιόλογο, μην είσαι τίποτα αξιόλογο».

Η πρώτη αποστολή του πατέρα Άλεξ στη νέα του θέση ήταν να δημιουργήσει μια σχέση μεταξύ της Αρχιεπισκοπής και του Λευκού Οίκου. Αλλά πώς θα μπορούσε ένας ξένος να αποκτήσει πρόσβαση και επιρροή στο κέντρο της παγκόσμιας εξουσίας;

Η αφορμή δόθηκε σε μια μεγάλη συγκέντρωση θρησκευτικών ηγετών στον Λευκό Οίκο – ένα αρκετά συνηθισμένο γεγονός, με εκατοντάδες θρησκευτικούς ηγέτες να συνωστίζονται στην Ανατολική Αίθουσα για να ακούσουν ομιλίες και, αν ήταν τυχεροί, να σφίξουν τα χέρια τους με τον Πρόεδρο. Ο πατέρας Άλεξ αισθάνθηκε σαν ψάρι έξω από το νερό. «Ήμουν τρομοκρατημένος και έλεγα, "Τι κάνω εδώ; Δεν ξέρω τίποτα. Πήγα στη Θεολογική Σχολή Holy Cross. Δηλαδή, δεν είμαι απόφοιτος του Χάρβαρντ ή του Κολούμπια. Και αυτοί οι άνθρωποι είναι όλοι έξυπνοι. Ξέρουν τι κάνουν"».

Αλλά το γεγονός ότι ο πατέρας Άλεξ ήταν ξένος αποδείχθηκε πλεονέκτημα. «Καθώς όλοι προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή του Προέδρου, εγώ πήγα και μίλησα με τη γραμματέα. Μίλησα με τον κηπουρό. Μίλησα με όλους τους ανθρώπους στην περιφέρεια, όχι στην καρδιά των πραγμάτων, και τους φέρθηκα με αγάπη και σεβασμό. Έτσι, στο μυαλό μου, σκέφτηκα, αυτοί είναι όλοι οι άνθρωποι γύρω από τον Πρόεδρο, που σημαίνει ότι θα έχουν χρόνο να μιλήσουν στον Πρόεδρο για όλους όσους ήταν εκεί. Είναι η ανθρώπινη φύση, καταλαβαίνεις;»

Παρευρέθηκε σε περισσότερες τέτοιες εκδηλώσεις, γνώρισε περισσότερους ανθρώπους στην περιφέρεια του Οβάλ Γραφείου. «Και έλεγαν, όταν έμπαινα, "Πατέρα Άλεξ, πώς είσαι;" Ο κηπουρός, οι γραμματείς. Έτσι, τελικά, έφτασε η στιγμή που συνάντησα τον Τζίμι Κάρτερ και είπε, "Εσύ είσαι ο πατέρας Άλεξ! Έχω ακούσει τόσα πολλά για σένα"».

Το τμήμα ευθύνης του πατέρα Άλεξ δεν είχε ουσιαστικά προϋπολογισμό και καμία χρηματοδότηση από την Αρχιεπισκοπή Αμερικής, αλλά η αποστολή του είχε πολλά έξοδα. Για να καλλιεργήσει τις πολιτικές του διασυνδέσεις, χρειαζόταν να ταξιδεύει, να προσκαλεί ανθρώπους σε δείπνα. Έτσι έμαθε να συγκεντρώνει κεφάλαια αυτοσχεδιάζοντας, πείθοντας πλούσιους Ελληνοαμερικανούς να υποστηρίξουν τις προσπάθειές του. Έγινε στενός φίλος με δύο Ελληνοαμερικανούς βουλευτές, τον Πολ Σαρμπάνη και τον Τζον Μπραντέμας και δημιουργούσε το δίκτυό του.

Το 1979, ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος γιόρτασε την εικοστή επέτειό του ως Ελληνορθόδοξος Αρχιεπίσκοπος. Ήθελε κάτι μεγάλο για να γιορτάσει και έτσι το ανέθεσε στον πατέρα Άλεξ, που όμως δεν είχε ποτέ οργανώσει κάτι τέτοιο.

Χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια του μήνα του μέλιτος του στο Πύργο, ο Καρλούτσος είχε συναντήσει έναν Ελληνοαμερικανό εστιάτορα από το Κέρνεϊ της Νεμπράσκα, ονόματι Τζορτζ Πίτερσον. Ο γιος του εστιάτορα, Πιτ, είχε γίνει υπουργός Εμπορίου στην κυβέρνηση Νίξον – ο πρώτος Ελληνοαμερικανός που υπηρέτησε σε υπουργικό συμβούλιο – αλλά αν και ήταν Έλληνας, όπως αφηγείται ο Καρλούτσος, «ήταν ένα είδος "Βραχμάνου" της κοινότητάς μας· δεν είχε καμία σχέση με τους Έλληνες, δεν είχε καμία σχέση με την Εκκλησία. Στην πραγματικότητα, όλοι νόμιζαν ότι ήταν Σουηδός». Μέχρι το 1979, ο Πίτερσον ήταν πρόεδρος της εταιρείας Lehman Brothers. Αργότερα, ίδρυσε την επενδυτική εταιρεία Blackstone και προέδρευσε στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων για 22 χρόνια.

Ο πατέρας Άλεξ αποφάσισε να προσπαθήσει να πείσει τον Πίτερσον να είναι ο πρόεδρος των εορταστικών εκδηλώσεων για την επέτειο του Ιακώβου. Το μεγάλο του πλεονέκτημα ήταν η κοινή καταγωγή τους από τη Νεμπράσκα – ο Καρλούτσος, όπως και ο Πίτερσον, είχε περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας σε μικρές πόλεις της Νεμπράσκα. Έγραψε στον Πίτερσον, αναφέροντας την κοινή τους καταγωγή από τη Νεμπράσκα, τη συνάντησή του με τον πατέρα του Πίτερσον, και την πρόταση να είναι ο πρόεδρος των εκδηλώσεων για την επέτειο του Ιακώβου. «Η γραμματέας του, Μελμπα Ντάνκαν, με κάλεσε ξαφνικά μια μέρα και είπε, "Πατέρα Άλεξ, ο κύριος Πίτερσον θα σε καλέσει σε πέντε λεπτά. Αν απαντήσεις σωστά στις πέντε ερωτήσεις του, θα το κάνει. Αν δεν απαντήσεις, δεν θα το κάνει. Έτσι, ετοιμάσου." Σκέφτηκα, τι στο καλό θα πω σε αυτόν τον άνθρωπο; Έτσι με κάλεσε σε πέντε λεπτά. Απάντησα στις ερωτήσεις του και συμφώνησε να είναι πρόεδρος.»

Καθώς πλησίαζαν οι προεδρικές εκλογές του 1980, ο πατέρας Άλεξ και οι σύμμαχοί του αποφάσισαν να προσπαθήσουν να πείσουν τον Πρόεδρο Κάρτερ να απονείμει στον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας. Το σκεπτικό βασίστηκε στην υποστήριξη του Ιακώβου προς τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και στη συμμετοχή του στην πορεία του Κινγκ στο Σέλμα. Σήμερα, αυτό έχει αποκτήσει έναν μύθο ανάμεσα στους Ελληνοαμερικανούς, και εικόνες του Ιακώβου με τον Κινγκ κυκλοφορούν κάθε χρόνο την Ημέρα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Αλλά τότε, ο Ιάκωβος είχε δεχτεί πολλές επικρίσεις μέσα στην Ελληνοαμερικανική κοινότητα για τις ενέργειές του.

Οι βουλευτές Σαρμπάνης και Μπραντέμας δεν ήταν πολύ ενθουσιασμένοι με την ιδέα να δώσει ο Κάρτερ το μετάλλιο στον Ιάκωβο, γιατί ήταν δυσαρεστημένοι με τον Κάρτερ για τις φιλικές του σχέσεις με την Τουρκία. Ένιωθαν ότι ο Κάρτερ είχε προδώσει την Ελληνική κοινότητα αίροντας το αμερικανικό εμπάργκο όπλων στην Τουρκία μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Αλλά ο πατέρας Άλεξ υποστήριξε την άλλη πλευρά. «Στο τέλος της ημέρας, αν ο Πρόεδρος αποφασίσει να του απονείμει το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, όλοι θα γνωρίζουν μόνο ότι ήταν ο αποδέκτης του Προεδρικού Μεταλλίου της Ελευθερίας. Δεν θα θυμούνται ότι το πήρε υπό τον Κάρτερ». Το επιχείρημα του Καρλούτσου επικράτησε, και ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος έλαβε το μετάλλιο.

Ο Κάρτερ έχασε τις εκλογές του 1980 από τον Ρόναλντ Ρήγκαν – έναν άνθρωπο με τον οποίο ο πατέρας Άλεξ δεν είχε καμία σχέση. «Βλέπω τηλεόραση και σκέφτομαι, τι κάνουμε τώρα; Τώρα έχουμε σχέση με τον Κάρτερ. Κανείς δεν γνωρίζει τον Ρήγκαν», αφηγείται. Ο πατέρας Άλεξ πρόσεξε ότι, όταν ο Ρήγκαν επισκέφθηκε τη Γερουσία, συνοδευόταν από έναν Ελληνοαμερικανό λομπίστα, τον Τομ Κορολόγος (που πέθανε στις 26 Ιουλίου του 2024). Ο πατέρας Άλεξ τηλεφώνησε στον Κορολόγο, ο οποίος τον βοήθησε να συνδεθεί με το Γραφείο Δημόσιας Σχέσης του Λευκού Οίκου του Ρήγκαν. Αρχικά, ο πατέρας Άλεξ πήγε στους υπεύθυνους Θρησκευτικών Υποθέσεων, αλλά ο άνθρωπος με τον οποίο μίλησε υπέθεσε ότι οι Ελληνορθόδοξοι δεν ήταν Χριστιανοί! Έτσι, ακολούθως ο πατέρας Άλεξ απευθύνθηκε στις Εθνοτικές Υποθέσεις του Λευκού Οίκου, όπου ανέπτυξε μια σχέση με τον σύμβουλο του Ρήγκαν, Τζακ Μπέρτζες. Χάρη στον Μπέρτζες και τον Κορολόγο, ο πατέρας Άλεξ απέκτησε πρόσβαση σε βασικούς παίκτες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, συμπεριλαμβανομένου του αντιπροέδρου του Ρήγκαν, Τζορτζ Μπους.

Μιλώντας στον OrthodoxHistory.org. ο πατέρας Άλεξ θυμάται την πρώτη του συνάντηση με τον Ρόναλντ Ρήγκαν, λίγο μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Αμερικανού προέδρου. «Ο Ρόναλντ Ρήγκαν μπήκε στο γραφείο του, και θυμάμαι τον Τομ Κορολόγος να λέει, "Κύριε Πρόεδρε, αυτός είναι ο πατέρας Καρλούτσος." Και ο Ρήγκαν είπε, "Πατέρα Καρλούτσο; Περίμενα με ανυπομονησία να γνωρίσω τον Πατέρα Άλεξ." Είπα, "Λοιπόν, κύριε Πρόεδρε, εγώ είμαι ο Πατέρας Άλεξ." Λέει, "Ξέρετε, είμαι οπαδός των Ντότζερς, και σας κερδίσαμε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, και το λέω γιατί ξέρω ότι είστε οπαδός των Γιάνκις."»

Όπως καταλήγει το OrthodoxHistory.org, «ήταν το 1982 και ο πατέρας Άλεξ ήταν τριάντα επτά ετών. Και ενώ δεν ήταν πολιτικός, γραφειοκράτης, λομπίστας ή χορηγός, είχε αποκτήσει πρόσβαση στα υψηλότερα κλιμάκια εξουσίας στην Αμερική».