Οικονομία

Νέα επίθεση από ΔΝΤ στα εργασιακά - Στο επίκεντρο ομαδικές απολύσεις, ευελιξία και απεργίες

ΔΝΤ: Υψηλός ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα - Ώρα για ομαδικές απολύσεις ΔΝΤ: Υψηλός ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα - Ώρα για ομαδικές απολύσεις
Του Βασίλη Αγγελόπουλου Ακόμα μεγαλύτερη «ευελιξία» στην αγορά εργασίας της Ελλάδας απαιτεί το ΔΝΤ, ενώ τάσσεται υπέρ των αλλαγών στις ομαδικές απολύσεις. Σε έκθεση για την Ευρωζώνη που δημοσιοποιήθηκε νωρίτερα σήμερα, το Ταμείο επιμένει να μην υπάρξει η παραμικρή τροποποίηση στις ήδη θεσμοθετημένες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.

Εστιάζει, μάλιστα, τις επισημάνσεις του στις αλλαγές που συντελέστηκαν στον κατώτατο μισθό, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι είναι υψηλότερος μεταξύ των χωρών της ΕΕ σε σχέση με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Συγχέει, μάλιστα, τις κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα με την ανεργία των νέων, καθώς θεωρεί ότι η διατήρησή τους μπορεί να περιορίσει το συγκεκριμένο πρόβλημα.

Ειδική αναφορά γίνεται στον συνδικαλιστικό νόμο, με το ΔΝΤ να ζητάει μέτρα σε αυτό το πεδίο, γεγονός που υποκρύπτει πιθανές αλλαγές στο σκέλος της προκήρυξης των απεργιών. Ουσιαστικά, το Ταμείο επιμένει να ζητάει να μπορούν στο εξής να προκηρύσσονται απεργίες μόνο εάν συμφωνεί η πλειοψηφία των εργαζομένων ενός κλάδου και όχι με απλή πλειοψηφία το ΔΣ ενός σωματείου, όπως γίνεται έως τώρα.

Ειδικά για το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων, το ΔΝΤ επιμένει να ζητά νομοθετικές αλλαγές σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις «βέλτιστες πρακτικές» που ισχύουν στην υπόλοιπη ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό, το Ταμείο δείχνει ότι στις διαπραγματεύσεις του φθινοπώρου, θα επιμείνει ώστε στο εξής να μην υπάρχει δικαίωμα βέτο από τον υπουργό Εργασίας ή τον εκάστοτε ΓΓ Κοινωνικής Ασφάλισης στα σχέδια ομαδικών απολύσεων που θα κατατίθενται.

Ξεχωριστή σημασία δίνουν οι τεχνοκράτες του Ταμείου στην διαδικασία ανοίγματος των λεγόμενων «κλειστών επαγγελμάτων». Θεωρούν ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στα επαγγέλματα των μηχανικών, των δικηγόρων, αλλά και των φορτοεκφορτωτών.

Στην ίδια βάση ζητά να εφαρμοσθούν οι συστάσεις του ΟΟΣΑ για τη μείωση των εμποδίων για τον ανταγωνισμό στους τομείς του χονδρικού εμπορίου, των κατασκευών και του ηλεκτρονικού εμπορίου, ενώ τάσσεται υπέρ της αναμόρφωσης του συστήματος αδειοδότησης στους κλάδους τροφίμων και ποτών, καθώς και στον τουρισμό.

Το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει σε μεγάλο βαθμό τις συστάσεις του ΟΟΣΑ με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού σε βασικούς τομείς (π.χ. μεταφορές, τουριστικά ενοίκια, γάλα, αρτοποιεία, φαρμακεία, προϊόντα πετρελαίου κ.ά.) και προχωρεί στο άνοιγμα ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων (συμβολαιογράφοι, δικαστικοί επιμελητές) και στην απελευθέρωση της αγοράς για τις τουριστικές ενοικιάσεις.

Θεωρεί ότι οι δημογραφικές εξελίξεις και δη η γήρανση του πληθυσμού αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη επηρεάζοντας ταυτόχρονα αρνητικά το Δημόσιο Χρέος. Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, οι χώρες που αναμένεται να πληγούν περισσότερο από τη γήρανση του εργατικού δυναμικού είναι η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Σλοβενία, η Σλοβακία και η Ιρλανδία, όπου η μέση αύξηση του μεριδίου των παλαιών εργαζομένων στο συνολικό εργατικό δυναμικό θα είναι περίπου 10% μεταξύ 2020 και 2035.

Ειδική αναφορά γίνεται στο έλλειμμα επενδύσεων στην Ελλάδα, μετά τη δραματική μείωσή τους κατά 20% στη διάρκεια της κρίσης. Όπως σημειώνει, οι εταιρικές επενδύσεις στη ζώνη του ευρώ μειώθηκαν μετά την κρίση και παρέμειναν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΔΝΤ, οι ακαθάριστες πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις στη ζώνη του ευρώ υποχώρησαν σχεδόν 15% κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Παράλληλα, οι αναλυτές του Ταμείου εντάσσουν την Ελλάδα μαζί με την Κύπρο, την Ιρλανδία, την Ιταλία και την Πορτογαλία στις χώρες όπου τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θέτουν προκλήσεις για τις τράπεζες και τις οικονομίες. Ωστόσο, δεν παραλείπει να αναφέρει πως οι μεγάλες τράπεζες στη Γαλλία και τη Γερμανία αντιμετωπίζουν και αυτές προκλήσεις από την υψηλή μόχλευση. «Ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην Ευρώπη αγωνίζεται να προσαρμοστεί στη παρατεταμένη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης», συνοψίζει η έκθεση.