Οικονομία

ΔΝΤ: Πρόσφυγες και μετανάστες «αιμοδότες» της οικονομικής ανάπτυξης της ΕΕ

ΔΝΤ: Πρόσφυγες και μετανάστες «αιμοδότες» της οικονομικής ανάπτυξης της ΕΕ Φωτογραφία: Tim Mossholder on Unsplash
Η υψηλή μετανάστευση από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την περίοδο 2022-2023, με ιδιαίτερη έμφαση στους πρόσφυγες από την Ουκρανία, υπήρξε καταλυτική για την οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ και για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης για εργατικό δυναμικό, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).

Η ΕΕ κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού της εδώ και πολλά χρόνια, χάρη στην εισροή περίπου 1,4% πολιτών από τρίτες χώρες. Αυτή η αύξηση αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο μετανάστευσης από τότε που υπάρχουν εναρμονισμένα στοιχεία, με τις συνολικές εισροές να είναι σχεδόν 50% υψηλότερες από τα επίπεδα της μεταναστευτικής κρίσης του 2015-16.

Αν και το 2023 υπήρξε μείωση των εισροών, η μετανάστευση παρέμεινε αισθητά υψηλότερη από τους προπανδημικούς μέσους όρους, με τον πληθυσμιακό αντίκτυπο να είναι έντονα άνισος μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και στη Γερμανία, οι περίπου 4 εκατομμύρια Ουκρανοί πρόσφυγες, που εντάχθηκαν στο προσωρινό καθεστώς προστασίας της ΕΕ, αποτέλεσαν βασικό παράγοντα. Αντίστοιχα, στην Ισπανία, η αύξηση της μετανάστευσης προήλθε κυρίως από τη Λατινική Αμερική.

Η έκθεση υπογραμμίζει την ιδιαίτερη σημασία της μετανάστευσης στην αντιμετώπιση των δημογραφικών και οικονομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε ένα περιβάλλον δημογραφικής γήρανσης και στενότητας στην αγορά εργασίας, η εισροή μεταναστών βοήθησε στην κάλυψη των αυξημένων αναγκών για εργατικό δυναμικό. Περίπου τα δύο τρίτα των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν μεταξύ 2019 και 2023 καλύφθηκαν από πολίτες εκτός ΕΕ. Η ταχεία ένταξη των Ουκρανών προσφύγων στην αγορά εργασίας ήταν επίσης εντυπωσιακή, καθώς, σε αντίθεση με προηγούμενα κύματα προσφύγων, οι Ουκρανοί είχαν τη δυνατότητα να αναζητήσουν εργασία σχεδόν αμέσως χάρη στο προσωρινό καθεστώς προστασίας που τους παρείχε η ΕΕ. Η ταχύτητα αυτή απορρόφησης αποδίδεται τόσο στις συνθήκες στενότητας στην αγορά εργασίας όσο και στις ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους Ουκρανούς.

Η μακροπρόθεσμη επίδραση της μετανάστευσης στην οικονομία της ΕΕ αναμένεται να είναι θετική, καθώς η αύξηση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του δυνητικού ΑΕΠ κατά 0,2-0,7% μέχρι το 2030, με μια κεντρική εκτίμηση στο 0,5%. Ωστόσο, η συνολική επίδραση στο ΑΕΠ ανά κάτοικο εξαρτάται από τη διαφορά παραγωγικότητας μεταξύ των μεταναστών και των γηγενών. Εάν οι μετανάστες παραμείνουν λιγότερο παραγωγικοί από τους γηγενείς, η επίδραση στο ΑΕΠ ανά κάτοικο μπορεί να είναι αρνητική. Αντίθετα, αν υπάρξουν θετικά αποτελέσματα στην ολική παραγωγικότητα (TFP), τότε η μετανάστευση θα έχει θετική επίδραση στην οικονομία.

Παρά τα αρχικά δημοσιονομικά κόστη, τα οποία εκτιμώνται στο 0,2% του ΑΕΠ της ΕΕ, η μακροπρόθεσμη επίδραση της μετανάστευσης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το πώς οι μετανάστες θα ενταχθούν στην αγορά εργασίας.

Η αρχική επιβάρυνση στους κρατικούς προϋπολογισμούς συνδέεται κυρίως με τα έξοδα υποδοχής και στήριξης των προσφύγων, αλλά τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα θα καθοριστούν από την εργασιακή τους ενσωμάτωση. Η έκθεση σημειώνει ότι, μέχρι στιγμής, είναι νωρίς για μια πλήρη ανάλυση της επίδρασης της μετανάστευσης στους μισθούς. Ωστόσο, η βιβλιογραφία υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρξουν πιέσεις σε κάποιους τομείς βραχυπρόθεσμα, αν και μακροπρόθεσμα οι μισθοί αναμένεται να επηρεαστούν θετικά. Επιπλέον, υπάρχουν ανησυχίες για συμφόρηση στις δημόσιες υπηρεσίες και τις υποδομές, κυρίως σε περιοχές που υπέστησαν μεγάλο πληθυσμιακό σοκ το 2022, καθώς η προσφορά υπηρεσιών και στέγασης παραμένει ανελαστική.

Η αυξημένη μετανάστευση έχει πλέον αναδειχθεί ως ένα από τα κεντρικά ζητήματα στη δημόσια συζήτηση στην ΕΕ. Περίπου το 25% των ερωτηθέντων στο Ευρωβαρόμετρο του 2024 κατέταξαν τη μετανάστευση ως μία από τις δύο σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ένωση, πίσω μόνο από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Παρόλο που η ανησυχία για τη μετανάστευση δεν έχει φτάσει στα επίπεδα της κρίσης του 2015-16, παραμένει ένα σημαντικό ζήτημα, αντανακλώντας τις προκλήσεις που προκύπτουν από τη διαχείριση των αυξημένων μεταναστευτικών ροών και την ένταξή τους στην ευρωπαϊκή κοινωνία και οικονομία.