Σε ομιλία της στο διεθνές συνέδριο που διοργάνωσε το υπουργείο Εργασίας, επισήμανε ότι «σε όλες τις χώρες της ΕΕ ο πραγματικός κατώτατος μισθός αυξήθηκε μεταξύ 2008 και 2016, με εξαίρεση την Ελλάδα, όπου καταβαραθρώθηκε και δεν εξασφαλίζει πλέον προστασία από τη φτώχεια, ενώ αποτελεί πλήγμα στην αξιοπρέπεια των νέων».
Στον αντίποδα, όπως επισημάνθηκε, η Γερμανία απέκτησε εθνικό κατώτατο μισθό το 2015, για να προστατεύσει τους μισθωτούς τού χαμηλόμισθου τομέα της οικονομίας, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία η κυβέρνηση Κάμερον αποφάσισε σημαντικές και συνεχείς αυξήσεις του κατώτατου μισθού, την περίοδο 2016-2020, προκειμένου να περιορίσει τις κοινωνικές δαπάνες για επιδόματα στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε η κ. Καραμεσίνη, «η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση μονομερούς καθορισμού από το κράτος του κατώτατου μισθού μεταξύ 2012 και 2017». Αντίθετα, 22 κράτη μέλη της ΕΕ σήμερα διαθέτουν εθνικό κατώτατο μισθό στη διαμόρφωση του οποίου εμπλέκονται οι κοινωνικοί συνομιλητές, είτε μέσω διμερών διαπραγματεύσεων είτε διαβουλευόμενοι με το κράτος, που τελικά αποφασίζει.
«Η εμπειρία ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς εθνικό κατώτατο μισθό, δείχνει ότι η σχεδόν καθολική κάλυψη των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικό μέσο απ' ό,τι ο κατώτατος μισθός για τη μείωση του ποσοστού των φτωχών εργαζομένων σε μία οικονομία», όπως σημείωσε. Ωστόσο, υπογράμμισε, ότι «ο συνδυασμός ενός σχετικά υψηλού κατώτατου μισθού με ένα ισχυρό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελούν ακόμα μεγαλύτερη εγγύηση».