Οικονομία

Πότε αναγνωρίζεται φορολογικά η ζημία από stock options

Πότε αναγνωρίζεται φορολογικά η ζημία από stock options
Αναγνωρίζεται φορολογικά η ζημία που προέρχεται από διάθεση δικαιωμάτων προαίρεσης απόκτησης μετοχών (stock options) σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου και το προσωπικό συνδεδεμένης εταιρείας.

Το Διοικητικό Εφετείο έχει κρίνει ότι η ζημία που υπέστη η μητρική εταιρεία από τη διάθεση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών αναγνωρίζεται φορολογικά, καθώς ο απώτερος σκοπός του δικαιώματος αυτού, που είναι η σύνδεση της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας με αυτήν των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των εργαζομένων της, ισχύει όχι μόνο για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και το προσωπικό της μητρικής εταιρείας, αλλά και για εκείνα των θυγατρικών επιχειρήσεων.

Δεδομένου ότι η οικονομική κατάσταση μιας μητρικής εταιρείας είναι συνδεδεμένη με αυτήν των θυγατρικών της, η ζημία αυτή συνιστά παραγωγική δαπάνη συνδεόμενη άμεσα με τα συμφέροντα της μητρικής εταιρείας. Η φορολογική αρχή δεν αναγνώριζε μέχρι σήμερα τη ζημία αυτή φορολογικά, τόσο στο πλαίσιο ελέγχων όσο και μέσω παλαιότερων αποφάσεων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

Υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά στους δικαιούχους, η ωφέλεια που αποκτούν λόγω της αγοράς μετοχών σε προνομιακή τιμή φορολογείται ως υπεραξία από μεταβίβαση μετοχών, με συντελεστή 15% και όχι ως εισόδημα από μισθωτή εργασία (με βάση την κλίμακα συντελεστών έως και 44%), υπό την προϋπόθεση ότι τα δικαιώματα διακρατούνται για τουλάχιστον 24 μήνες από τον φορολογούμενο.

Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών έκρινε καταχρηστική ως τεχνητή διευθέτηση την κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων πιστώτριας εταιρείας με απόκτηση μετοχών της οφειλέτριας εταιρείας και την εν συνεχεία πώληση αυτών σε τρίτο πρόσωπο, σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής τους αξίας.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πιστώτρια εταιρεία προσέφυγε στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών κατόπιν άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής, κατά πράξης της φορολογικής αρχής, με την οποία δεν αναγνωρίστηκε ως εκπιπτόμενη δαπάνη η ζημία της εταιρείας που προέκυψε από την πώληση συμμετοχών της σε τιμή κατώτερη της τιμής απόκτησης (και ονομαστικής αξίας) αυτών.

Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών επιλήφθηκε της υπόθεσης και έκρινε ότι η επιχειρηματική συμπεριφορά της πιστώτριας, που συνίσταται σε κεφαλαιοποίηση απαιτήσεών της και συνακόλουθη πώληση της συμμετοχής που απέκτησε σε τιμή κατώτερη της ονομαστικής της αξίας, εμπίπτει στην έννοια της τεχνητής διευθέτησης ως μορφή καταχρηστικής συμπεριφοράς.