Οικονομία

Στα «κάγκελα» 1,2 εκατ. επιχειρήσεις για τις επιδοτήσεις - Έρχονται και νέες αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος

Στα «κάγκελα» 1,2 εκατ. επιχειρήσεις για τις επιδοτήσεις - Έρχονται και νέες αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος
Στα «κάγκελα» είναι περίπου 1,2 εκατ. μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες καλούνται να επιστρέψουν μέρος των επιδοτήσεων ρεύματος που έλαβαν μεσούσης της ενεργειακής κρίσης, το 2022 και 2023, ενώ την ίδια στιγμή έρχονται νέες αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος.

Πολλοί δε είναι αυτοί που κατηγορούν την κυβέρνηση για εμπαιγμό καθώς οι επιστολές από τους παρόχους για επιστροφή των ενισχύσεων ήρθαν αφού υπογράφηκε η σχετική υπουργική απόφαση μια ημέρα αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές ενώ το πρόβλημα ήταν γνωστό από καιρό.

Οπως αναφέρουν πηγές του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας από την εκκαθάριση που έκανε η ΔΕΗ, η οποία, σημειωτέον έχει σχεδόν το 60% της αγοράς, προκύπτει ότι 2.500 επιχειρήσεις θα πρέπει να επιστρέψουν περί τα 2 εκατ. ευρώ λόγω υπέρβασης κρατικών ενισχύσεων ή λόγω σφαλμάτων ΦΠΑ ή μεγαλύτερης κατανάλωσης από την επιτρεπόμενη για να λάβουν ενισχύσεις.

Η μεγάλη πλειοψηφία που βρίσκεται στη χαμηλή τάση, θα πρέπει να επιστρέψει κάτι παραπάνω από 100 ευρώ. Οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι την ίδια ώρα άλλες 100.000 επιχειρήσεις θα λάβουν 4 εκατ. ευρώ, καθώς προέκυψε ότι έπρεπε βάσει κατανάλωσης να πάρουν μεγαλύτερη επιδότηση.

Για να γίνει σαφές πρόκειται για χρήματα που δόθηκαν κατά την περίοδο των έκτακτων μέτρων, από τις αρχές του 2022, σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ισχύ παροχής μέχρι και 35 kva και αγρότες. Η συγκεκριμένη επιδότηση, όμως, δεν είχε λάβει την έγκριση της Κομισιόν, κάτι βέβαια , που τα χρόνια της πανδημίας ακολουθείτο ως πρακτική κατά κόρον. ‘Ετσι, η έγκριση ήρθε μετά από αρκετούς μήνες. Μέχρι, όμως, τότε μερικοί προμηθευτές είχαν πιστώσει τις επιδοτήσεις στους πελάτες τους, ενώ άλλοι δεν το έκαναν ποτέ, όπως γράφει το iEnergeia.gr.

Σημειώνεται ότι ειδικά για τις περιπτώσεις των επαγγελματιών καταναλωτών, η ελληνική πολιτεία αποφάσισε από τον Απρίλιο του 2022 την περαιτέρω ενίσχυση της επιδότησης των καταναλώσεών τους, με την απόδοση πρόσθετων επιδοτήσεων οι οποίες ανακοινώνονταν και εφαρμόζονταν σε μηνιαία βάση.

Να σημειωθεί ότι εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2023 μια υπουργική απόφαση που άνοιγε, πάντως, το δρόμο για την επιστροφή των χρημάτων στους προμηθευτές, που έφταναν 700 εκατ. ευρώ, από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης.

Η ενημέρωση στους πελάτες

Ουσιαστικά μετά από την υπουργική απόφαση οι προμηθευτές υποχρεώθηκαν να ενημερώσουν τους πελάτες τους για τη διαδικασία η οποία προβλέπει ο πελάτης να στείλει μια υπεύθυνη δήλωση για τα χρήματα που έλαβε στην οποία θα αποτυπώνεται ότι δεν έχουν υπερβεί τα όρια κρατικών ενισχύσεων, όμως μέχρι τώρα δεν υπάρχει εικόνα πόσους αφορά το συγκεκριμένο πρόβλημα. Εξάλλου ο λόγος για τον κανόνα de minimis, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 1992, τροποποιήθηκε το 2006 και αφορά την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τις κρατικές ενισχύσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς των μεταφορών και της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων.

Ο κανόνας αυτός όριζε μέχρι το 2023 ότι οι συνολικές ενισχύσεις που μπορεί να λάβει μια επιχείρηση σε μια τριετία δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο των 200.000 ευρώ. Από το 2024 το όριο αυξήθηκε στις 300.000 ευρώ. Έτσι από 1,2 εκατ. μικρομεσαίους, με τη με αριθμό ΥΠΕΝ/ΔΗΕ/62035/1037 κοινή υπουργική απόφαση στις 10.06.2024 ζητήθηκαν πίσω αυτές τις πρόσθετες επιδοτήσεις.

Έτσι, με επιστολή της η ΓΣΕΒΕΕ επικαλούμενη πρόσφατες καταγγελίες από επιχειρήσεις – μέλη της ΓΣΕΒΕΕ κάνει λόγο για αιτήματα επιστροφής χρημάτων από εκκρεμότητες προηγούμενων επιδοτήσεων, ενώ και ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου παρουσιάζοντας λογαριασμούς ρεύματος με χρεώσεις άνω των 2.000 ευρώ σημειώνει ότι από τη στιγμή που η κυβέρνηση κάποια στιγμή έμαθε ότι δεν υπήρχε έγκριση από τις ευρωπαϊκές αρχές, γιατί δεν ενημέρωσε έγκαιρα τους οφειλέτες;

Η συγκεκριμένη επιστολή διαμαρτυρίας είχε αποδέκτες τρία Υπουργεία και συγκεκριμένα τους κ.κ. Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωνσταντίνο Χατζηδάκη, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θεόδωρο Σκυλακάκη και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κωνσταντίνο Τσιάρα μετά την έκδοση στις 10.6.2024 –μία ημέρα δηλαδή μετά τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών– της με αριθμό ΥΠΕΝ/ΔΗΕ/62035/1037 κοινής υπουργικής απόφασης για την επιστροφή των πρόσθετων επιδοτήσεων.

Όπως αναφέρεται, «οι συμπληρωματικοί αυτοί λογαριασμοί ενέργειας, φαίνεται να έχουν στηριχθεί σε μία υπουργική απόφαση, η οποία και εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2024, μία ημέρα μετά τις Ευρωεκλογές, και με την οποία δίνεται στους πάροχους ενέργειας η δυνατότητα να ζητήσουν πίσω ποσά που αντιστοιχούσαν σε επιδοτήσεις που δόθηκαν από τον Φεβρουάριο του 2022 έως και τον Δεκέμβριο του 2023 και είχαν σκοπό να μειώσουν το τελικό πληρωτέο ποσό ανά λογαριασμό, σε μία περίοδο που το ύψος των λογαριασμών ενέργειας «γονάτιζε» τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Το ύψος εκείνης της επιδότησης έφτανε τα 800 εκατομμύρια ευρώ και δόθηκε μέσω του Εθνικού Προγράμματος Στήριξης, χωρίς όμως, όπως φαίνεται, τη σχετική έγκριση από την Ε.Ε.

Το εξοργιστικό και παράδοξο είναι πως ενώ η Κυβέρνηση γνώριζε το πρόβλημα, δεν φρόντισε να καλύψει το ποσό αυτό από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ο οποίος μάλιστα παρουσιάζει αυξημένα έσοδα ή μέσω των παρόχων που παρουσιάζουν υπερκέρδη ή με κάποιο συνδυασμό αυτών των πηγών, αλλά έρχεται πλέον με «πονηρό» και ανάλγητο τρόπο να το εισπράξει από τις επιχειρήσεις, οι οποίες, ιδίως οι μικρές και πολύ μικρές, αντιμετωπίζουν σειρά προβλημάτων, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη ρευστότητας».

Συνεχίζεται το ράλι στη χονδρική τιμή ρεύματος- Ερχονται αυξήσεις-φωτιά τον Αύγουστο

Δύσκολος προμηνυέται για τα νοικοκυριά ο Αύγουστος, καθώς το ανοδικό ράλι στην χονδρεμπορική συνεχίζεται, εξέλιξη που προοιωνίζεται νέες αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος.

Για δεύτερη ημέρα σήμερα η μέση χονδρική τιμή έχει εκτοξευθεί στα 190,13 ευρώ/MWh σημειώνοντας άνοδο κατά 2,89% σε σχέση με χθες που είχε διαμορφωθεί στα 184,79 ευρώ/MWh με άνοδο σχεδόν 60%.

Οι εξελίξεις δείχνουν προς νέες αυξήσεις των τιμολογίων λιανικής του ρεύματος τον Αύγουστο, αφού η μέση χονδρική τιμή του Ιουνίου ήταν στα 98,89 ευρώ/MWh και τις πρώτες 12 ημέρες του Ιουλίου έχει ήδη διαμορφωθεί στα 105 ευρώ/MWh.

Σημειώθηκε δε, νέο υψηλό στο Χρηματιστήριο Ενέργειας στα 550 ευρώ/MWh για τις 8 και 9 το βράδυ δηλαδή τις ώρες δεν λειτουργούν τα φωτοβολταϊκά και χρειάζεται να καλυφθεί η υψηλή ζήτηση από θερμικές μονάδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συμμετοχή του φυσικού αερίου στο μίγμα φθάνει στο 39,68%, ενώ υψηλή είναι και συνεισφορά των ΑΠΕ στο 33,42%. Ο λιγνίτης συμμετέχει στο μίγμα σε ποσοστό σχεδόν 10% και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά στο 4,85% ενώ οι εισαγωγές είναι σχετικά περιορισμένες στο 7,65% και οι εξαγωγές βρίσκονται στο 5,35%.

Οι τιμές αυτές διαμορφώνονται την ώρα που οι τιμές του φυσικού αερίου στον κόμβο TTF κινούνται στα επίπεδα των 31,1 ευρώ/MWh και τα δικαιώματα ρύπων στα 67,96 ευρώ ανά τόνο.

Το πρόβλημα βέβαια των υψηλών τιμών της ενέργειας δεν αφορά μόνο την ελληνική αγορά αλλά και τις αγορές κυρίως της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αλλωστε οι υψηλές θερμοκρασίες των τελευταίων ημερών και οι αυξημένες εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προς την Ουκρανία λόγω των ισχυρών πληγμάτων που έχουν δεχθεί οι ενεργειακές υποδομές της από ρωσικές επιθέσεις, προκαλούν ένα γαϊτανάκι πυροδότησης των τιμών στα Χρηματιστήρια Ενέργειας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Το πρόβλημα ξεκινάει από την Ουγγαρία η οποία εξάγει σημαντικές ποσότητες προς την Ουκρανία, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει αυξημένη ζήτηση λόγω του καύσωνα και συμπαρασύρει όλες τις διασυνδεδεμένες αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Ιούνιο οι εξαγωγές ενέργειας προς την Ουκρανία από χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ουγγαρία, η Μολδαβία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σλοβακία ανήλθαν σε 858,5 GWh σημειώνοντας αύξηση κατά 91% σε σχέση με τον Μάιο.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η τιμή στην αγορά της Ουγγαρίας είναι σήμερα στα 230 ευρώ/MWh σημειώνοντας μάλιστα πτώση σε σχέση με χθες.

Αντιστοίχως στα 230,46 ευρώ/MWh διαμορφώθηκε η τιμή τόσο στο Κόσοβο όσο και στην Αλβανία, ενώ στη Ρουμανία είναι στα 212,06 ευρώ/MWh, στη Σερβία στα 183,59 ευρώ/MWh και στη Βουλγαρία και την Ελλάδα στα 190,13 ευρώ/MWh.

Καταλυτική είναι η επίδραση στη διαμόρφωση των χονδρικών τιμών ηλεκτρισμού των υψηλών θερμοκρασιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ευρωπαϊκές χώρες που όχι μόνο δεν είναι σε συνθήκες καύσωνα αλλά έχουν χαμηλότερες θερμοκρασίες οι τιμές είναι σημαντικά μειωμένες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γαλλία όπου η χονδρεμπορική τιμή διαμορφώνεται στα 120,47 ευρώ/MWh, η Ιταλία, στα 90,6 ευρώ/MWh η Γερμανία στα 54,5 ευρώ/MWh στα 58,78 ευρώ/MWh στην Ισπανία.

Διευκρινίσεις για τον επανυπολογισμό των κρατικών ενισχύσεων

Διευκρινίσεις για τον επανυπολογισμό των κρατικών ενισχύσεων, που έλαβαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου 2022 – Δεκεμβρίου 2023 έδωσε ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Θόδωρος Σκυλακάκης, σήμερα Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024, μιλώντας σε ραδιοφωνικό σταθμό.

Ο κ. Σκυλακάκης υπογράμμισε πως το συνολικό ποσό που πρέπει να επιστραφεί είναι λιγότερο από 2 εκατ. ευρώ και αφορά σε λιγότερες από 2.500 επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία από τους παρόχους. Παράλληλα, τόνισε πως περισσότερες επιχειρήσεις θα λάβουν, συνολικά, πάνω από 4 εκατ. ευρώ, δηλαδή επιπλέον χρήματα.

Εξήγησε σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις πως με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν μπορεί κανένα κράτος – μέλος να υπερβεί τα όρια, καθώς απαγορεύεται ρητώς. Επιπρόσθετα, αναφέρθηκε στη δυσκολία να γίνει σε πραγματικό χρόνο ο έλεγχος σώρευσης, διότι το ακριβές ποσό της επιδότησης, το μαθαίνει κάθε επιχείρηση στο τέλος, όταν λαμβάνει το λογαριασμό από τον πάροχο.

Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας πρόσθεσε: «Η επιχείρηση είναι ενήμερη για κάθε κρατική ενίσχυση που λαμβάνει. Μάλιστα ζητήθηκε μεταγενέστερα, διότι η καταβολή των επιδοτήσεων κράτησε πολύ καιρό, να υπάρξει μία Υπεύθυνη Δήλωση, ότι δεν θα γίνει υπέρβαση του ορίου που προβλέπει η Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Πολλές επιχειρήσεις δεν τη συμπλήρωσαν, τελείωσαν οι επιδοτήσεις και έγινε ο επανυπολογισμός, ο οποίος βγάζει θετικό πρόσημο για την πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων».

Σε ερώτηση σχετική με τις τιμές του ρεύματος, ο Υπουργός επισήμανε: «Το φαινόμενο των τιμών που έχουμε είναι μία πραγματική συγκυρία που δεν έχει σχέση με τα δικά μας θέματα. Μετά το blackout που έγινε στις χώρες των Βαλκανίων, έχουμε προβλήματα σε σειρά διασυνδέσεων εκεί. Το σύστημα δεν λειτουργεί ομαλά, έχει φτάσει να έχει τιμή μεγαβατώρας η Ουγγαρία σε ώρες 650 ευρώ, έχουν προβλήματα διασυνδέσεων σε όλη την περιοχή.

Έχει βγει και 1 GW εκτός στη Βουλγαρία, με αποτέλεσμα στην ευθεία Ουγγαρία – Βουλγαρία – Ελλάδα να έχουμε πολύ υψηλές τιμές, λόγω των διασυνδέσεων που έχουμε και των εξαγωγών που υποχρεούμεθα να κάνουμε. Ο εξωγενής παράγοντας είναι αυτός που μας ανεβάζει τις τιμές… Είναι κάτι που μπορεί να εξομαλυνθεί ακόμη και μέσα στις επόμενες τρεις μέρες.

Αυτό συναρτάται από το πότε θα ξαναρχίσει το μεγάλο πυρηνικό της Βουλγαρίας να δίνει ενέργεια, να αποκατασταθεί πλήρως η ροή του καλωδίου από την Ιταλία και να διορθωθούν τα προβλήματα διασυνδέσεων ιδίως μεταξύ Ρουμανίας και Ουγγαρίας».

Σημείωσε πως αν κρατήσει παραπάνω αυτό το φαινόμενο, θα πρέπει να βρεθεί μία λύση, αλλά για τις δύο-τρεις μέρες δεν απαιτείται να ληφθούν έκτακτα μέτρα.

Σε σχέση με το αν ο μηχανισμός της επιδότησης στους λογαριασμούς του ρεύματος έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, σημείωσε:

«Ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι σε όποια τιμή και αν φτάσουν τα τιμολόγια έχει παρέλθει οριστικώς. Στη φάση αυτή, εμείς αυτό που βλέπουμε είναι ότι: θα έχουμε εποχικές διακυμάνσεις και διακυμάνσεις που στηρίζονται σε τέτοιου είδους φαινόμενα. Άλλοτε θα πηγαίνουμε πολύ κάτω και άλλοτε θα πηγαίνουμε πολύ πάνω στις τιμές. Γι’ αυτό και τα σταθερά τιμολόγια που εξακολουθούν και προσφέρουν οι πάροχοι, είναι σημαντικά κάτω από τις τρέχουσες τιμές. Δηλαδή κάποιος που θέλει να “κλειδώσει” αυτά τα τιμολόγια που είναι στην ουσία στα προ κρίσης επίπεδα, μπορεί να το κάνει σήμερα».

Μάλιστα, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Υπουργός, η μεσοσταθμική τιμή φέτος εκτιμά ότι δεν θα υπερβεί αυτή του Ιανουαρίου.