Οικονομία

PwC: Μειωμένες οι επενδύσεις υποδομών λόγω οικονομικής κρίσης

PwC: Μειωμένες οι επενδύσεις υποδομών λόγω οικονομικής κρίσης PwC: Μειωμένες οι επενδύσεις υποδομών λόγω οικονομικής κρίσης Φωτογραφία: PwC: Μειωμένες οι επενδύσεις υποδομών λόγω οικονομικής κρίσης
PwC: Μειωμένες οι επενδύσεις υποδομών λόγω οικονομικής κρίσης Η βαθιά ύφεση και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί έχουν επηρεάσει σημαντικά τις επενδύσεις σε έργα υποδομής στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι άμεσες θέσεις απασχόλησης να παρουσιάζουν μείωση 49%, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα μελέτης της PwC.

Η μελέτη «Υποδομές– χρηματοδοτώντας το μέλλον», που εκπονεί ο οίκος, καταγράφει τα προγραμματισμένα έργα υποδομής (μεταφορές, ενέργεια, διαχείριση αποβλήτων) στην Ελλάδα, το ύψος των αναγκών χρηματοδότησής τους, την επίδραση των επενδύσεων στο ΑΕΠ και εξετάζει νέες μεθόδους χρηματοδότησης μέσω της κινητοποίησης ιδιωτικών κεφαλαίων.

Σύμφωνα με την PwC, κατά την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα, έχουν γίνει ελάχιστες επενδύσεις σε υποδομές, οι οποίες σαν ποσοστό του ΑΕΠ κατακρημνίσθηκαν από το 3,6% (2006) στο 1,2% (2012) χάνοντας 4,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση (συνολική απώλεια 30 δισ. ευρώ).

Το ανεκτέλεστο υπόλοιπο έργων υποδομής στην Ελλάδα ανέρχεται σε 12 δισ. ευρώ, ενώ τα προγραμματισμένα έργα σε 8 δισ. ευρώ. Από τα 71 έργα που προγραμματίζονται να παραδοθούν μέχρι το 2022, η ενέργεια καλύπτει το 34%, το μετρό/τραμ το 25% και οι οδικές συγκοινωνίες το 23%.

Σύμφωνα με την PwC στην Ελλάδα, το επενδυτικό κενό σε έργα υποδομών κυμαίνεται μεταξύ 1,2% (έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και 2,4% (ποσοστιαίων μονάδων ) του ΑΕΠ (σε σύγκριση με την ιστορική απόδοση) που μεταφράζεται σε 2,5 δισ. ευρώ επιπλέον δαπάνης ανά έτος.

Οι επενδύσεις σε έργα υποδομών έχουν ένα σημαντικό οικονομικό πολλαπλασιαστή, της τάξης του 2x (για κάθε ευρώ που δαπανάται σε υποδομές, το ΑΕΠ αυξάνεται επιπλέον κατά 1 ευρώ) ο οποίος ενισχύσει τη ζήτηση σε άλλους κλάδους. Ο κατασκευαστικός κλάδος θα ενισχυθεί δημιουργώντας νέες ευκαιρίες απασχόλησης σε τακτική βάση, προσελκύοντας ξένους επενδυτές και ενισχύοντας την οικονομική ανάπτυξη.

Ο αριθμός των προγραμματισμένων και ανεκτέλεστων έργων υποδομών έχει αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης– η αξία αυτών ανέρχεται σε 20 δισ. ευρώ μέχρι το 2022. Το 34% των έργων προέρχεται από τον κλάδο της ενέργειας, το 55% αφορά σιδηροδρομικά έργα και έργα αυτοκινητοδρόμων ενώ το υπόλοιπο 11% συμπληρώνουν έργα τουριστικών υποδομών και διαχείρισης αποβλήτων

Παραδοσιακά στην Ελλάδα, η ιδιωτική χρηματοδότηση καλύπτει το 15% του συνολικού προϋπολογισμού, ενώ η δημόσια χρηματοδότηση (Κράτος, ΕΕ) ανέρχεται γύρω στο 40% με το υπόλοιπο να προέρχεται από τραπεζικό δανεισμό.

Η αυξανόμενη ανάγκη για δαπάνες σε έργα υποδομών σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα περιορισμένη δυνατότητα κρατικής χρηματοδότησης και τους περιορισμούς των ελληνικών τραπεζών, επιβάλλουν την αναζήτηση νέων χρηματοδοτικών μέσων.

Επίσης σημειώνεται ότι οι ΣΔΙΤ και τα Ομόλογα Έργου θα διευκολύνουν μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη χρηματοδότηση των έργων υποδομών.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, ετήσια δαπάνη μεταξύ 2,5 και 5 δισ. ευρώ για έργα υποδομών στην Ελλάδα για τα επόμενα 5-7 χρόνια είναι εφικτή εφόσον δεν υπάρξουν καθυστερήσεις στην ανάθεση των έργων.

Σε σχετικές δηλώσεις του ο Μάριος Ψάλτης, διευθύνων σύμβουλος της PwC ανέφερε: «Οι επενδύσεις σε υποδομές, όπως και οι συνολικές επενδύσεις στη χώρα πρέπει να αυξηθούν ταχύτατα στα επίπεδα πριν από την κρίση. Αυτό θα τροφοδοτήσει συστηματική ανάπτυξη και αυξημένη απασχόληση και πάνω από όλα θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Αλλά για να γίνει θα πρέπει να επιταχύνουμε τον σχεδιασμό/προγραμματισμό των έργων υποδομής, να τα κάνουμε "φιλικότερα" προς τα ιδιωτικά κεφάλαια, και να χρησιμοποιήσουμε χρηματοδοτικά εργαλεία τελευταίας γενιάς. Όλες αυτές οι αλλαγές κατεύθυνσης προϋποθέτουν και αλλαγές αντίληψης και οργάνωσης στον κρατικό μηχανισμό, με σαφή διάκριση μεταξύ τεχνικού και χρηματοοικονομικού σχεδιασμού. Οι υποδομές είναι αυτήν τη στιγμή το ισχυρότερο εφαλτήριο για το μέλλον και πάνω τους στηρίζονται όλες οι άλλες δυνατότητες ανταγωνιστικότητας. Αξίζουν τη μεγάλη προσοχή μας».