Οικονομία

To Ασφαλιστικό «μπλοκάρει» την ολοκλήρωση της αξιολόγησης

To Ασφαλιστικό «μπλοκάρει» την ολοκλήρωση της αξιολόγησης To Ασφαλιστικό «μπλοκάρει» την ολοκλήρωση της αξιολόγησης
του Βασίλη Αγγελόπουλου Μισή ντουζίνα συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν μέσα σε ένα δεκαήμερο, ανάμεσα στον υπουργό Εργασίας κ. Γιώργο Κατρούγκαλο και τους επικεφαλής των θεσμών, όμως το «αγκάθι» του Ασφαλιστικού παρέμεινε, εμποδίζοντας την ολοκλήρωση της πρώτη αξιολόγησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας.

Αν και οι δύο πλευρές διαπίστωσαν ότι «σημειώθηκε πρόοδος», εντούτοις τα προβλήματα της εθνικής σύνταξης, των επικουρικών συντάξεων, των ασφαλιστικών εισφορών και των ποσοστών αναπλήρωσης παρέμειναν άλυτα. Ουσιαστικά, το «κλειδί» για να ξεπεραστούν οι αμφιβολίες των εκπροσώπων των θεσμών και να αποδεχτούν το σχέδιο νόμου Κατρούγκαλου για το Ασφαλιστικό, είναι γνωστό: Το ύψος των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις.

Οι θεσμοί εκτιμούν ότι για να καλυφθεί το σύνολο του ελλείμματος, ύψους 600 εκατ ευρώ στην επικουρική ασφάλιση, απαιτούνται μειώσεις που μπορεί να φτάσουν έως και το 40%, σε κάποιες περιπτώσεις. Η ελληνική πλευρά, φαίνεται να το συζητάει, αλλά δεν θέλει το άθροισμα κύριων και επικουρικών συντάξεων, μετά τις μειώσεις στις τελευταίες, να υπολείπεται των 1.400 ευρώ. Για να καλυφθεί η όποια διαφορά μπορεί να προκύψει, το υπουργείο Εργασίας, επιμένει στο να ζητάει αύξηση ασφαλιστικών εισφορών κατά μιάμιση ποσοστιαία μονάδα.

Όμως οι θεσμοί, από την πλευρά τους, θεωρούν το μέτρο αυτό αντιαναπτυξιακό και δέχονται αύξηση εισφορών κατά μία μονάδα, το πολύ και μάλιστα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, την επόμενη τριετία. Είναι προφανές ότι από το τελικό ποσοστό της αύξησης της ασφαλιστικής εισφοράς που θα συμφωνηθεί, θα εξαρτηθεί και το ύψος των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις, που θα γίνει.

Ξεχωριστή προβληματική δημιουργούν στη διαπραγμάτευση και τα ζητήματα των ποσοστών αναπλήρωσης και της εθνικής σύνταξης. Οι θεσμοί δεν συμφωνούν με τη χορήγηση εθνικής σύνταξης χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, κάτι που η ελληνική πλευρά φαίνεται να συζητάει στο πλαίσιο του να πετύχει τα 384 ευρώ αυτής της παροχής, να χορηγούνται για συντάξεις με 20 έτη ασφάλισης και άνω. Για την περίπτωση της συνταξιοδότησης με 15αετία, η ελληνική πλευρά δέχεται η εθνική σύνταξη να υποχωρήσει, όχι όμως κάτω από τα 345 ευρώ.

Στο σκέλος του ποσοστού αναπλήρωσης, η ελληνική πλευρά προτείνει για να φτάσει έως το 65%, για άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης, ενώ οι θεσμοί θέλουν να μην υπερβαίνει το 50%, το πολύ. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, είναι προφανές ότι οι νέες συντάξεις που θα προκύπτουν από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου, θα είναι μειωμένες κατά τουλάχιστον 20%, ενώ σημαντική αναμένεται να είναι η επιβάρυνση και για τις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις. Οι τελευταίες θεωρητικά προστατεύονται από την προσωπική διαφορά έως το 2018, όμως το όριο προστασίας (200 – 300 ευρώ), ακόμα δεν έχει καθοριστεί. Επίσης, σε μια χώρα που βιώνει έξι χρόνια ύφεσης, κανείς δεν μπορεί να δεσμευτεί ότι μετά το 2018 θα έχει επιστρέψει για τα καλά σε τέτοιους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να καλυφθεί στο μέλλον η προσωπική διαφορά με αποτροπή αντίστοιχων αυξήσεων στις συντάξεις...

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι οριοθετήθηκαν οι νέες ημερομηνίες συνέχειας των διαπραγματεύσεων (2 Απριλίου επιστροφή θεσμών, 4 Απριλίου έναρξη διαπραγματεύσεων, 11 Απριλίου κύρωση συμφωνίας από το EuroWorking Group), δείχνει ότι οι δύο πλευρές θέλουν να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να υπάρξει συμφωνία. Όμως, πρέπει να γίνουν και οι απαραίτητες υποχωρήσεις, όπως ο ίδιος ο κ. Κατρούγκαλος δήλωσε προ ημερών για να επέλθει ο πολυπόθητος «συμβιβασμός».