Opinions

Κώστας Καρβουναρίδης: Φραντς Μπεκεμπάουερ: Προκαλώντας το γερμανικό στερεότυπο

Κώστας Καρβουναρίδης Κώστας Καρβουναρίδης
Κώστας Καρβουναρίδης: Φραντς Μπεκεμπάουερ: Προκαλώντας το γερμανικό στερεότυπο
Οι Γερμανοί του έδωσαν μία θέση κάτω από τον Θεό, αλλά πάνω από τον Καγκελάριο. Έτσι, τον αναγόρευσαν «Κάιζερ».

Για τους Αργεντινούς ή τους Ναπολιτάνους, «Θεός» ήταν ο Μαραντόνα. Για τους Βραζιλιάνους, ο Πελέ και για τους Καταλανούς, ο Μέσι… Η ιδιοσυγκρασία των μετρημένων, κατά το στερεότυπο, Γερμανών, δεν τους επέτρεψε ούτε για αστείο να αναγορεύσουν σε Θεό έναν οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή.

Βέβαια ο Φραντς Μπεκενμπάουερ δεν ήταν «οποιοσδήποτε». Γι’ αυτό και ο πειρασμός να ξεπεράσουν, κατ’ εξαίρεση, το μέτρο, ήταν μεγάλος. Τελικά, κατέληξαν στη μέση λύση. Του έδωσαν μία θέση κάτω από τον Θεό, αλλά πάνω από τον Καγκελάριο. Έτσι, τον αναγόρευσαν «Κάιζερ».

Με τα μέτρα ενός λάτρη του ποδοσφαίρου και μάλιστα καταγόμενου από μεσογειακή χώρα, λαμβάνοντας υπόψη αυτά που έκανε στο γήπεδο ο Μπεκενμπάουερ, τόσο με την Εθνική Γερμανίας, όσο και με την Μπάγερν Μονάχου, ο ισχυρισμός ότι οι Γερμανοί παραμένουν φειδωλοί στους χαρακτηρισμούς τους, παραμένει ισχυρός. Δύο Παγκόσμια Κύπελλα από αυτά που έχει κατακτήσει η Δυτική Γερμανία, καθώς και δεκάδες τίτλοι εθνικοί και διεθνείς με την Μπάγερν Μονάχου, συνδέονται με το όνομά του.

Κατά λάθος στην Μπάγερν

Ο Μπεκενμπάουερ ήταν γιος ταχυδρόμου. Γεννημένος στο Μόναχο, προοριζόταν να αγωνιστεί στην άλλη ομάδα της πόλης τη Μόναχο 1860. Παίζοντας όμως, με μία εφηβική ομάδα της γειτονιάς του, με αντίπαλο τη Μόναχο 1860, δέχθηκε μία μπουνιά. Έτσι ορκίστηκε να μη φορέσει ποτέ την κυανόλευκη φανέλα της και να ντυθεί με τα κόκκινα της άσημης, μέχρι τότε, Μπάγερν.

Στην Μπάγερν πήγε το 1968. Μέχρι τότε, οι «Κόκκινοι» είχαν κατακτήσει ένα μόνο πρωτάθλημα, το 1932 (!). Με τον Μπεκενμπάουερ, ως παίκτη μπήκαν για τα καλά στο γερμανικό και ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό χάρτη. Τερμάτισαν τέσσερις φορές πρώτοι στην «Μπουντεσλίγκα» και σήκωσαν τρεις συνεχόμενες χρονιές το Κύπελλο Πρωταθλητριών.

Το 1974, οδήγησε την Εθνική Δυτικής Γερμανίας στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τον ίδιο θρίαμβο επανέλαβε στο Μουντιάλ της Ιταλίας, το 1990, ως προπονητής. Συγκαταλέγεται στους τρεις ανθρώπους που έχουν κατακτήσει Παγκόσμιο Κύπελλο και ως παίκτες και ως προπονητές. Οι άλλοι δύο είναι ο Βραζιλιάνος Μάριο Ζάγκαλο και ο Γάλλος Ντιντιέ Ντεσάμπ.

Πέρα από τους τίτλους και τα στατιστικά, όμως, η μεγάλη προσφορά του στο άθλημα είναι ότι εφηύρε τη θέση του «Λίμπερο». Δηλαδή, εκείνου του παίκτη που όχι μόνο καθοδηγεί την άμυνα, αλλά παίζοντας ένα βήμα πίσω από τους υπόλοιπους αμυντικούς, μαζεύει σα σκούπα, κάθε μπάλα που μπορεί να γίνει απειλητική προς την εστία. Ταυτόχρονα, είναι ο πρώτος παίκτης της ομάδας που συμμετέχει στην ανάπτυξη του παιχνιδιού. Μιλάμε, δηλαδή, για ένα είδος διευθυντή ορχήστρας, μέσα στην ομάδα, που καθοδηγεί το παιχνίδι και να καθορίσει τις γεωμετρίες του.

Αυτά, σήμερα, φαίνονται αυτονόητα. Σήμερα, δεν μπορεί να σταθεί αμυντικός που να μην «ξέρει μπάλα». Σήμερα, που όλοι οι παίκτες επιτίθενται και όλοι αμύνονται, οι αμυντικοί συμμετέχουν ενεργά στην εκδήλωση της επίθεσης. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, όμως, όλα αυτά ήταν αδιανόητα.

Όπως, ήταν αδιανόητο η Εθνική Ομάδα της Δυτικής Γερμανίας να ανατεθεί σε έναν άνθρωπο, χωρίς δίπλωμα προπονητικής. Και όμως, οι Γερμανοί του ανέθεσαν το 1984, τη «Nationalmannschaft» και εκείνος, το 1986 την οδήγησε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του Μεξικού. Εκεί ηττήθηκε από τον Μαραντόνα. Το 1990 τον νίκησε όμως, στη Ρώμη, κατακτώντας την κορυφή του Κόσμου.

Από το 1991 αφοσιώνεται στη διοίκηση του ποδοσφαίρου. Ορίζεται Πρόεδρος της Μπάγερν από το 1991 έως το 2009. Στις δύσκολες στιγμές της ομάδας, ωστόσο, δε διστάζει να λειτουργήσει ως «λίμπερο». Δηλαδή, να αντικαταστήσει τον προπονητή και να καθίσει ο ίδιος στον πάγκο. Τη μεγαλύτερη, ωστόσο, δουλειά της «σκούπας» την έκανε για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006.

Το σκάνδαλο του Μουντιάλ του 2006

Το 2015 το έγκυρο γερμανικό περιοδικό “Der Spiegel” αποκάλυψε ότι η ανάθεση της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 2006 από τη ΦΙΦΑ στην Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, έγινε, κατόπιν κατάθεσης υπέρογκου ποσού που προήλθε από μυστικές δοσοληψίες. Συγκεκριμένα, το περιοδικό αποκάλυψε ότι ο τότε Διευθύνων Σύμβουλος της “Adidas” Ρόμπερ Λουίς ΝτραΪφούς, λίγο πριν την ανακοίνωση της ανάθεσης, κατέθεσε 10,3 εκ. Ελβετικά φράγκα σε κάποιο κρυφό ταμείο.

Πρόεδρος της Επιτροπής Διεκδίκησης του Μουντιάλ ήταν ο Μπεκενμπάουερ. Ο «Κάιζερ» λειτουργώντας ως… «λίμπερο» για άλλη μία φορά, επέστρεψε διακριτικά το ποσό, από έναν λογαριασμό της ΦΙΦΑ στη Γενεύη, σε ένα λογαριασμό του Ντραϊφούς στη Ζυρίχη και μετά στα ταμεία της οργανωτικής επιτροπής του Μουντιάλ. Και ούτε γάτα, ούτε ζημιά…

Το πώς έχασαν οι Άγγλοι την ανάθεση εκείνης της διοργάνωσης μέσα από τα χέρια τους, αποτέλεσε άσκηση για μεταπτυχιακούς φοιτητές σε διεθνή μάστερ αθλητικού μάνατζμεντ και διοίκησης αθλητικών επιχειρήσεων. Για το σκοπό του παρόντος, ωστόσο, εκείνο που μετράει είναι ότι και σε αυτή τη συνθήκη, ο Μπεκενμπάουερ επέδειξε ως παράγοντας την ίδια ικανότητα που είχε επιδείξει ως παίκτης και ως προπονητής.

Έσπασε τα στερεότυπα…

Κάπως έτσι, οι αυστηροί Γερμανοί του συγχωρούν τα πάντα. Από τα σκάνδαλα, μέχρι τα εσφαλμένα προγνωστικά που έκανε ως σχολιαστής της τηλεόρασης. Και όχι άδικα. Ως Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006, κατάφερε να δηλώσει το «παρών» σε όλους ανεξαιρέτως τους αγώνες. Ακόμα και εκείνους που παίζονταν την ίδια ώρα. Μάλιστα, μία ημέρα που στο πρόγραμμα δεν υπήρχαν αγώνες, την αξιοποίησε για να παντρευτεί.

Και για άλλη μία φορά κατάφερε, ως Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2006, να σπάσει κάθε στερεότυπο και να εμφανίσει τους Γερμανούς, ως λαό φιλόξενο, γελαστό και, εν τέλει συμπαθητικό. Όπως, δηλαδή, ως ποδοσφαιριστής, κατάφερε να αλλάξει την εικόνα του αμυντικού, που κατά τεκμήριο είναι σκληροτράχηλος και καταστροφέας του παιχνιδιού, παρουσιάζοντας έναν παίκτη, που παρόλο που είναι Γερμανός, έχει ωραίο στυλ και, παρόλο που είναι αμυντικός δε χαλάει μόνο το παιχνίδι του αντιπάλου, αλλά χτίζει το παιχνίδι της ομάδας του.

Μόνο ένας ποδοσφαιριστής συγκρίθηκε με τον Μπεκενμπάουερ, τα χρόνια που ακολούθησαν. Ο Ιταλός Φράνκο Μπαρέζι. Και όμως, αυτός ο τεράστιος παίκτης της Μίλαν και της Εθνικής Ιταλίας, όταν ρωτήθηκε για τη σύγκριση με τον «Κάιζερ» δήλωσε: «Η σύγκριση μαζί του πάντοτε με έφερνε σε δύσκολη θέση. Μιλάμε για τον Μπεκενμπάουερ, το νούμερο 1. Εκείνος ήταν διαφορετικός από όλους τους άλλους». Και δεν ήταν μία δήλωση σεβασμού και μετριοφροσύνης του πάντα σεμνού Μπαρέζι. Ήταν η αλήθεια.

Η γερμανική κοινωνία και, ειδικότερα το γερμανικό ποδόσφαιρο και η Μπάγερν Μονάχου υποδέχθηκαν την είδηση του θανάτου του, σοκαρισμένοι. Σεβόμενοι και την επιθυμία της οικογένειας, απέφυγαν κάθε είδους υπερβολή στον αποχαιρετισμό προς τον μεγάλο «Κάιζερ». Όλοι, όμως, επεσήμαναν την ανάγκη, να μην ξεχαστεί το όνομά του, για όλα όσα πρόσφερε, αλλά και να λειτουργήσει ως παράδειγμα για τους νέους ποδοσφαιριστές και προπονητές. Και ίσως, τελικά, αυτό να είναι πιο ουσιαστικό και πιο χρήσιμο για το μέλλον, σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη υπερβολή ή θεοποίησή του. Άλλωστε, αυτό ταιριάζει και στον τρόπο που ερμήνευε το ρόλο του στο γήπεδο και για αυτό θα μείνει αξέχαστος.

Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών – CIES –FIFA)

NETWORK