Opinions

Δανάη Κολτσίδα: Πόλεμος, ειρήνη και η επόμενη μέρα: Η ΕΕ και ο πόλεμος στην Ουκρανία

Δανάη Κολτσίδα Δανάη Κολτσίδα
Δανάη Κολτσίδα: Πόλεμος, ειρήνη και η επόμενη μέρα: Η ΕΕ και ο πόλεμος στην Ουκρανία
Η αυτονομία της ΕΕ δεν έχει νόημα αν δεν συνοδεύεται από μια ριζική αλλαγή των ίδιων των πολιτικών προτεραιοτήτων και στόχων της εξωτερικής πολιτικής της. Μια αυτόνομη ΕΕ θα πρέπει να είναι ειρηνική, να προωθεί τον πυρηνικό αφοπλισμό, να υπερασπίζεται το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, πρόγονοι της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεννήθηκαν στο μεταπολεμικό τοπίο στην Ευρώπη και αποτέλεσαν μία από τις πιο εμβληματικές απαντήσεις που δόθηκαν την εποχή εκείνη στο ερώτημα πώς θα μπορούσε να επανενωθεί πολιτική η (δυτική, την εποχή εκείνη) Ευρώπη, πώς θα επανενταχθεί στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι η ηττημένη στον πόλεμο (δυτική) Γερμανία και, τελικά, πώς θα διαμορφωθούν θεσμοί ευρωπαϊκής συνεργασίας που θα απέτρεπαν μια επανάληψη των δύο παγκόσμιων πολέμων που είχαν προηγηθεί. Με άλλα λόγια, η ειρήνη αποτέλεσε τη βασική υπόσχεση της ενωμένης Ευρώπης.

Σήμερα, η υπόσχεση αυτή έχει διαψευστεί. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη δύο σημαντικά πολεμικά γεγονότα στο έδαφος και στη γειτονιά της Ευρώπης, με ανυπολόγιστο ανθρωπιστικό και περιβαλλοντικό κόστος. Στην Ουκρανία και στη Γάζα -αν και οι δύο περιπτώσεις δεν φαίνεται να συγκεντρώνουν το ίδιο ενδιαφέρον από την πλευρά των ευρωπαϊκών ηγεσιών- συντελείται μια καταστροφή, για την οποία κανείς δεν μπορεί ούτε να αδιαφορεί ούτε πολύ περισσότερο να επιχαίρει ή να επιδιώκει τη συνέχισή της.

Παρ’ όλα αυτά, η ειρήνη δεν φαίνεται να είναι μεταξύ των προτεραιοτήτων των ευρωπαϊκών ηγεσιών. Αξιοποιώντας το εύλογο σοκ και τη γενική καταδίκη που προκάλεσε στις ευρωπαϊκές κοινωνίες η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, η ρητορική και η πολιτική της ΕΕ και των περισσότερων εθνικών κυβερνήσεων άλλαξαν ραγδαία: όλη η συζήτηση περί οικοδόμησης μιας ανθεκτικής Ευρώπης στο μεταπανδημικό τοπίο εγκαταλείφθηκε, ενώ η κλιματική κρίση για την οποία στην προηγούμενη στροφή είχε σημάνει συναγερμός πέρασε σε δεύτερη μοίρα.

Με κεντρική ιδέα την «αλλαγή εποχής» (την έννοια του Zeitenwende που εισήγαγε με την ιστορική ομιλία του στη Βουλή ο Γερμανός καγκελάριος Olaf Scholz το 2022, λίγες μέρες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία), η ΕΕ φαίνεται πλέον να ετοιμάζεται για πόλεμο. Το νέο δόγμα είναι «εξοπλισμοί, εξοπλισμοί, εξοπλισμοί», ενώ όλα τα υπόλοιπα εργαλεία εξωτερικής πολιτικής και διεθνούς παρέμβασης της ΕΕ (διπλωματία, νομικά μέσα, διεθνής αναπτυξιακή βοήθεια κ.λπ.) περνάνε σε δεύτερη μοίρα.

Η επικρατούσα λογική είναι η συνέχιση του πολέμου μέχρι τέλους, μέχρι την ήττα της Ρωσίας. Αν και η στρατιωτική ήττα εκείνου που άδικα επιτέθηκε φαίνεται ένας απολύτως εύλογος και θεμιτός σκοπός, στην πραγματικότητα αυτό που εμφανίζεται ως δήθεν ισχυρή και ανυποχώρητη στήριξη της Ουκρανίας, έχει μέχρι σήμερα ανυπολόγιστο κόστος για τη χώρα και τον λαό της. Σε χαμένες ζωές, σε εκπατρισμένους, σε διαλυμένες υποδομές. Τα δεδομένα μιλούν από μόνα τους και δεν προέρχονται από το κίνημα ειρήνης ή άλλες «ύποπτες» για…ανθρωπιστικές απόψεις πηγές.

Η πιο πρόσφατα αναθεωρημένη (Φεβρουάριος 2024) κοινή εκτίμηση της ουκρανικής κυβέρνησης, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΗΕ υπολογίζει ότι η ανάκαμψη και ανοικοδόμηση της Ουκρανίας θα απαιτήσει λίγο λιγότερο από μισό τρισεκατομμύριο δολάρια (486 δισεκατομμύρια δολάρια) την επόμενη δεκαετία. Ένας αριθμός που αυξάνεται σημαντικά συν τω χρόνω, όσο ο πόλεμος συνεχίζεται, χωρίς να φαίνεται μια προοπτική άμεσης επικράτησης της Ουκρανίας και, άρα, τερματισμού του.

Η επιδίωξη της ειρήνης, με αυτή την έννοια, δεν έχει μόνο ηθικά και ανθρωπιστικά επιχειρήματα υπέρ της – καθώς, όπως φαίνεται, στην πατρίδα του διαφωτισμού, αυτά δεν είναι πλέον αρκετά. Η ειρήνη είναι και προς το οικονομικό και γεωπολιτικό συμφέρον της ΕΕ και των κρατών-μελών της. Το κόστος της στήριξης και της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας, με δεδομένο ότι η ουκρανική οικονομία έχει διαλυθεί, θα πρέπει τελικά να καλυφθεί από διεθνή βοήθεια, σε σημαντικό βαθμό προερχόμενη από την ΕΕ και τα κράτη-μέλη της. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για το άμεσο και μακροπρόθεσμο κόστος που προκαλεί ο πόλεμος στο εσωτερικό της ΕΕ και της κάθε χώρας, ενισχύοντας πληθωριστικές τάσεις, διαταράσσοντας εφοδιαστικές αλυσίδες κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, ο πολλαπλασιασμός των πολεμικών συρράξεων και των εστιών έντασης εντείνει τη διεθνή αστάθεια και φέρνει όλο και πιο κοντά τον κίνδυνο μιας γενικευμένης ανάφλεξης στο προσεχές μέλλον, η οποία δεν αποκλείεται να λάβει κα τα χαρακτηριστικά πυρηνικού πολέμου.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε και έχει όλες τις δυνατότητες, το οικονομικό, πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο, να αποτελέσει έναν ισχυρό διεθνή παίκτη, να παρέμβει αποφασιστικά ως δύναμη ειρήνης, ισορροπίας, σταθερότητας και ασφάλειας, για τους λαούς της αλλά και για όλο τον πλανήτη. Αντ’ αυτού, μέχρι σήμερα, έχει επιλέξει να μετατραπεί σε παρακολούθημα της πολιτικής των ΗΠΑ, θέτοντας τέλος σε όλη τη συζήτηση περί στρατηγικής αυτονομίας της που ήταν σε εξέλιξη μόλις πριν λίγο καιρό.

Αν μέχρι τον Φεβρουάριο του 2022 και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η χρησιμότητα και η επικαιρότητα του ΝΑΤΟ είχε αρχίσει να αμφισβητείται, όχι από «συνήθεις υπόπτους», όπως η Αριστερά, αλλά και από τις ίδιες τις κυβερνήσεις των χωρών του βορειοατλαντικού συμφώνου, σήμερα το ΝΑΤΟ φαίνεται ισχυρότερο από ποτέ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Χώρες με μακρά προοδευτική παράδοση, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία, δέχτηκαν να μπουν σε διαπραγματεύσεις και να κάνουν παραχωρήσεις προς το καθεστώς Erdogan, έναντι της έγκρισης της ένταξής τους στο ΝΑΤΟ. Ενώ πολιτικές δυνάμεις που ήταν κατεξοχήν επιφυλακτικές αν όχι επικριτικές έναντι του ΝΑΤΟ, όπως ιδίως η Αριστερά στην Ευρώπη, διχάζονται πλέον γύρω από το θέμα αυτό.

Ωστόσο, αν η μετατροπή της ΕΕ σε παρακολούθημα της αμερικανικής πολιτικής θα ήταν πρόβλημα σε οποιαδήποτε εποχή, σήμερα, που οι ΗΠΑ φαίνεται να έχουν εισέλθει σε έναν παρατεταμένο κύκλο εσωτερικής πολιτικής κρίσης και αποσταθεροποίησης, είτε ο Donald Trump καταφέρει να περάσει ξανά το κατώφλι του Λευκού Οίκου είτε όχι, κάτι τέτοιο είναι ακόμα πιο επικίνδυνο και βλαπτικό για τα συμφέροντα της ΕΕ και για τη συνολική ασφάλεια και ευημερία του πλανήτη. Πολύ περισσότερο, αν αυτό συμβεί μετά από μια «απότομη δεξιά στροφή» και στην ίδια την ΕΕ, όπως προβλέπει πρόσφατη ανάλυση του European Council of Foreign Relations.

Βέβαια, η επιδίωξη και η κατάκτηση μιας αυτόνομης στρατηγικής σε διεθνές επίπεδο δεν είναι απλή υπόθεση. Πρώτα απ’ όλα, θέτει σημαντικά ερωτήματα για τη δομή και τη λειτουργία των ίδιων των ευρωπαϊκών θεσμών και μηχανισμών, όπως λ.χ. το πώς θα λαμβάνονται οι αποφάσεις για την εξωτερική και αμυντική πολιτική της Ένωσης, πώς θα χρηματοδοτείται η πολιτική αυτή κ.ο.κ.

Κυρίως όμως ο παρακολουθηματικός ρόλος της ΕΕ σε σχέση με το ΝΑΤΟ στα θέματα γεωπολιτικής στρατηγικής, εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, κατά κάποιον τρόπο επιτρέπει στην ίδια να μην απαντήσει θεμελιώδη ερωτήματα και διλήμματα. Αντίθετα, μια αυτόνομη ΕΕ θα πρέπει να ξανασκεφτεί συνολικά τόσο τη δική της εσωτερική συνοχή όσο και, κυρίως, τη θέση της στον κόσμο, πέρα και έξω από την επιχειρούμενη αναβίωση ενός νέου διπολισμού.

Η αυτονομία της ΕΕ δεν έχει νόημα αν δεν συνοδεύεται από μια ριζική αλλαγή των ίδιων των πολιτικών προτεραιοτήτων και στόχων της εξωτερικής πολιτικής της. Μια αυτόνομη ΕΕ θα πρέπει να είναι ειρηνική, να προωθεί τον πυρηνικό αφοπλισμό, να υπερασπίζεται το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, εξάλλου, η αυτονομία της ΕΕ δεν σημαίνει τη ρήξη των ευρωατλαντικών δεσμών, που δεν είναι μόνο στρατιωτικοί, αλλά και πολιτικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί, αλλά μια επαναθεμελίωσή τους, σε νέες περισσότερο ισότιμες βάσεις και με διαφορετικούς στόχους από αυτούς που επιδιώκει σήμερα η πολεμική βιομηχανία.

Ένας τέτοιος αναπροσανατολισμός των στόχων σήμερα θα σήμαινε δύο κυρίως πράγματα. Πρώτον, μία στρατηγική για την ειρήνη στην Ευρώπη (και αλλού), με άμεση παύση των εχθροπραξιών, ανάπτυξη διπλωματικών πρωτοβουλιών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε οριστική ειρήνευση ή/και προσφυγή στις διαδικασίες και τους θεσμούς που παρέχει το διεθνές δίκαιο. Δεύτερον, και πολύ δυσκολότερο, μία στρατηγική για την επόμενη μέρα.

Αν η επίτευξη της ειρήνης είναι δύσκολη, η μακρόχρονη διαφύλαξή της είναι απείρως δυσκολότερη. Χρειάζεται μία στρατηγική πολιτικής επανένωσης των πρώην αντιμαχόμενων πλευρών και θεσμούς διαλόγου και συνεργασίας που να περιλαμβάνουν όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, στα πρότυπα των θεσμών που δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν μάλλον αποτελεσματικά για σχεδόν οκτώ δεκαετίες. Για να μπορέσει η ενωμένη Ευρώπη να ανανεώσει την αρχική της υπόσχεση προς τους λαούς της: μια ειρηνική ζωή κοινής ευημερίας.

(Η Δανάη Κολτσίδα είναι Νομικός – Πολιτική Επιστήμονας)