Opinions

Δανάη Κολτσίδα: Πόλεμος: Ο μεγάλος απών της προεκλογικής συζήτησης

Δανάη Κολτσίδα Δανάη Κολτσίδα
Δανάη Κολτσίδα: Πόλεμος: Ο μεγάλος απών της προεκλογικής συζήτησης
Η στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης συνολικά και κάθε χώρας ξεχωριστά δεν πρόκειται να μείνει χωρίς συνέπειες στο γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Οι τάσεις αυταρχικοποίησης που καταγράφονται σε πολλές ευρωπαϊκές δημοκρατίες λογικά θα ενταθούν μέσα σε ένα κλίμα πολεμικής προετοιμασίας, όπως συμβαίνει πάντοτε σε αντίστοιχες περιόδους.

Υπάρχει ένας μεγάλος απών από την -έτσι κι αλλιώς περιορισμένη και χαμηλών πτήσεων- προεκλογική πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα. Ένα θέμα που δεν είναι απλώς ένα από τα πολλά που εύλογα απασχολούν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, αλλά προϋπόθεση κάθε άλλης συζήτησης.

Πρόκειται για το ερώτημα αν -στο ορατό μάλιστα μέλλον- η Ευρώπη θα εμπλακεί άμεσα, είτε στο δικό της όνομα είτε μέσω του ΝΑΤΟ, σε μια απευθείας πολεμική αντιπαράθεση με τη Ρωσία.

Κι επειδή φαίνεται ότι η επίκληση στην ειρήνη και στη διπλωματία αντιμετωπίζεται από πολλές πλευρές ως «παρωχημένη», αξίζει να υπενθυμίσει κανείς τι σημαίνει πρακτικά σε επίπεδο ΕΕ η μετατροπή της οικονομίας της σε πολεμική και ο αναπροσανατολισμός των πολιτικών και διπλωματικών προτεραιοτήτων της.

(Φυσικά, η άποψη όσων θεωρούν την ειρήνη και τη διπλωματία παρωχημένη εδράζεται, δυστυχώς, στη λήθη ακόμα και του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος. Το δίλημμα πόλεμος ή ειρήνη είναι και παραμένει -κυριολεκτικά- θέμα ζωής ή θανάτου, παρά το γεγονός ότι τα σύγχρονα οπλικά συστήματα έχουν σε μεγάλο βαθμό αλλάξει τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου σε σύγκριση με τα χαρακώματα που διέτρεχαν το σώμα της ευρωπαϊκής ηπείρου έναν και κάτι αιώνα πριν. Αν και οι εκτιμήσεις ποικίλουν και τα ακριβή νούμερα είναι δύσκολο να διασταυρωθούν εν μέσω ενός (και) επικοινωνιακού πολέμου, τα στοιχεία για τις συνέπειες των δύο χρόνων του πολέμου που ακολούθησε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι αποκαλυπτικά: οι νεκροί και τραυματισμένοι στρατιώτες υπολογίζονται σε εκατοντάδες χιλιάδες[1], αρκετές χιλιάδες είναι και οι άμαχοι πολίτες που έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν[2], ενώ σύμφωνα με τον αρμόδιο οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών (UNCHR), οι πρόσφυγες από την Ουκρανία ανά τον κόσμο ανέρχονται σε 6,5 εκατομμύρια, εκ των οποίων λίγο λιγότεροι από 30.000 στη χώρα μας. Ας αναλογιστεί λοιπόν ο καθένας και η καθεμία τι θα σήμαινε μια γενίκευση της σύρραξης, με άλλες ευρωπαϊκές χώρες ή με το ΝΑΤΟ να εισέρχονται και επίσημα στον πόλεμο, χωρίς καν να υπολογίσουμε τον κίνδυνο μιας πυρηνικής κλιμάκωσης από την πλευρά της Ρωσίας σε μια τέτοια περίπτωση ή της εισόδου και άλλων μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων στη σύγκρουση.)

Τι θα σημάνει λοιπόν τυχόν επιβεβαίωση, μετά και τις ευρωεκλογές και την ανάδειξη του νέου Ευρωκοινοβουλίου και της νέας Κομισιόν, της στρατηγικής επιλογής της Ευρώπης να επιδιώξει την απευθείας σύγκρουση με τη Ρωσία μέχρι την ολοσχερή στρατιωτική της ήττα, όπως έχει ρητά πει κατ’ επανάληψη ο καθ’ ύλην αρμόδιος ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, Ζοζέπ Μπορέλ;

Πρώτον, οι πόροι ως γνωστόν δεν είναι ποτέ ανεξάντλητοι. Η μετατροπή της οικονομίας της ΕΕ σε πολεμική σημαίνει την άρδην ανακατεύθυνση των οικονομικών -αλλά και των πολιτικών, διπλωματικών και άλλων- πόρων της Ένωσης προς τον πόλεμο και τους εξοπλισμούς, σε βάρος όλων των άλλων πολιτικών που έχουν ανάγκη οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, και κυρίως οι εργαζόμενοι/ες, οι νέοι και οι νέες σε κάθε χώρα.

Ήδη, ο προσεκτικός παρατηρητής των ευρωπαϊκών πραγμάτων θα έχει δει ότι η συζήτηση για τον πράσινο μετασχηματισμό της οικονομίας έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα στον δημόσιο λόγο που διατυπώνουν οι ηγεσίες της ΕΕ σε σύγκριση με κάποια χρόνια πριν, οπότε και το Πράσινο New Deal -έστω με τη δίκαιη κριτική που έχει δεχθεί- κυριαρχούσε ως η απόλυτη προτεραιότητα. Το κλιματικό επείγον, βέβαια, εξακολουθεί να είναι παραπάνω από παρόν, όπως μαρτυρούν όλα τα στοιχεία και οι επάλληλες πρωτοφανείς φυσικές καταστροφές.

Αντίστοιχα, η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, ιδίως σε ένα πλαίσιο ψηφιακού μετασχηματισμού της παραγωγής, η επιδίωξη μιας ουσιαστικής και βιώσιμης όχι απλώς οικονομικής αλλά και κοινωνικής σύγκλισης, η προάσπιση των κοινών αγαθών, όπως εκτός των άλλων και μια προϊόντα της επιστήμης και της τεχνολογίας (π.χ. φάρμακα, εμβόλια), και η διεύρυνση του προστατευτικού πεδίου των κοινωνικών δικαιωμάτων, με την καθιέρωση και αποτελεσματική προστασία π.χ. του δικαιώματος σε αξιοπρεπή και προσιτή κατοικία, είναι περισσότερο από ώριμα αιτήματα και ανάγκες των ευρωπαίων πολιτών, που αναδείχθηκαν ακόμη πιο ανάγλυφα κατά την περίοδο της πανδημίας.

Ωστόσο, η στροφή στις πολεμικές προετοιμασίες μοιραία θέτει βίαιο τέλος σε κάθε άλλη συζήτηση εντός της ΕΕ και ανατρέπει ακόμα και τα ελάχιστα δειλά βήματα που μπορεί να είχαν γίνει. Την ίδια στιγμή, με δεδομένο ότι ο αναπροσανατολισμός των προτεραιοτήτων έρχεται να συνδυαστεί με την εκ νέου αυστηροποίηση του δημοσιονομικού πλαισίου, μετά τη σύντομη παρένθεση «χαλάρωσης» που είχε ανοίξει η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, είναι σαφές ότι τα περιθώρια -ακόμα και με αμιγώς δημοσιονομικούς όρους- που θα υπάρξουν για την άσκηση οποιασδήποτε θετικής κοινωνικής ή περιβαλλοντικής πολιτικής, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, θα είναι εξαιρετικά περιορισμένα, αν όχι ανύπαρκτα.

Δεύτερον, η στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης συνολικά και κάθε χώρας ξεχωριστά δεν πρόκειται να μείνει χωρίς συνέπειες στο γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Οι τάσεις αυταρχικοποίησης που καταγράφονται σε πολλές ευρωπαϊκές δημοκρατίες λογικά θα ενταθούν μέσα σε ένα κλίμα πολεμικής προετοιμασίας, όπως συμβαίνει πάντοτε σε αντίστοιχες περιόδους.

Η επίκληση της εθνικής ασφάλειας οδηγεί πάντα και με μαθηματική ακρίβεια σε μεγαλύτερη επιτήρηση, παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων, περιστολή της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών – και όλα αυτά σε ένα πεδίο ήδη βαρύτατα τραυματισμένο, μεταξύ άλλων και στη χώρα μας. Ήδη, η τάση αυτή είναι ορατή στο νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, το οποίο -αντί να ενσωματώσει ως θετικό προηγούμενο τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι πρόσφυγες από την Ουκρανία- καθιστά σχεδόν αδύνατη τη νόμιμη και ασφαλή είσοδο στο ευρωπαϊκό έδαφος.

Η δε ανάγκη συσπείρωσης των ευρωπαϊκών κρατών γύρω από τους πολεμικούς στόχους θέτει σε δεύτερη, αν όχι σε τελευταία μοίρα, ζητήματα κράτους δικαίου και δικαιωμάτων. Τα πρόσφατα ανοίγματα προς την ακροδεξιά πρωθυπουργό της Ιταλίας ή η ανοχή απέναντι σε ηγέτες που ανοιχτά παραβιάζουν το κράτος δικαίου, όπως ο Βίκτορ Όρμπαν (που απείλησε να ματαιώσει την παροχή βοήθειας προς την Ουκρανία) είναι ενδεικτικά. Είναι αυταπάτη επομένως να ελπίζει κανείς ότι σε συνθήκες επικείμενης πολεμικής σύρραξης η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και κάθε χώρα ξεχωριστά, θα μπορέσει να διατηρήσει ή πολύ περισσότερο να διευρύνει το επίπεδο θεσμικής δημοκρατικής λειτουργίας και προστασίας των δικαιωμάτων που έχει σήμερα.

Τρίτον, σε συνθήκες γενικευμένης αβεβαιότητας, η τυχόν απευθείας εμπλοκή της Ευρώπης, υπό οποιοδήποτε σχήμα, σε πόλεμο με τη Ρωσία να είναι μια κίνηση της οποίας οι προεκτάσεις είναι σήμερα εξαιρετικά απρόβλεπτες. Κατ’ αρχάς, ήδη οι εστίες αστάθειας και έντασης πολλαπλασιάζονται, όπως δείχνουν λ.χ. οι πρόσφατες εξελίξεις στη Γεωργία, επομένως δεν φαίνεται ρεαλιστική η άποψη ότι τυχόν απευθείας αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία θα μπορούσε να μείνει σε ελεγχόμενα πλαίσια.

Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα των επικείμενων εκλογών στις ΗΠΑ είναι σαφές ότι θα επηρεάσουν σημαντικά τις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, τόσο σε σχέση με τη Ρωσία, όσο όμως και σε σχέση με την Κίνα, το Ισραήλ και τη Μέση Ανατολή, χωρίς ωστόσο να προμηνύεται κάποια θετική μεταβολή (παρά τα όσα ελπίζουν όσοι -εσφαλμένα- προσβλέπουν στην εκλογή Τραμπ). Παράλληλα, η μείζονα μεταστροφή της αμυντικής πολιτικής της Γερμανίας, με την απόφαση του καγκελάριου Σολτς να αυξήσει δραστικά τις αμυντικές δαπάνες της χώρας διαθέτοντας 100 δισεκατομμύρια ευρώ από τον προϋπολογισμό του 2022, έχει σημαντικές ουσιαστικές επιπτώσεις, καθώς ανατρέπει ριζικά την ισορροπία δυνάμεων εντός της ΕΕ, αλλά και μια έντονα συμβολική διάσταση, αν λάβει λόγου χάρη κανείς υπόψη τις συνδηλώσεις του συνθήματος της τελευταίας (2023) καμπάνιας στρατολόγησης που έκανε ο γερμανικός ομοσπονδιακός στρατός («τι μετράει όταν πρέπει να δείξουμε ξανά τη δύναμή μας;»[3]).

Και βέβαια, οι γεωπολιτικές ανατροπές που συνεπάγεται μια τέτοια στρατηγική επιλογή, δεν αφορούν μόνο το ευρύτερο πλαίσιο, αλλά θα έχουν ιδιαίτερη και ευθεία επίπτωση και στα θέματα που αφορούν ειδικότερα τη χώρα μας: από το κυπριακό, μέχρι τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Είναι μάλλον σαφές ότι η προοπτική μιας ανοιχτής πολεμικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία στο ορατό μέλλον, θα ωθήσει την ΕΕ να αναθεωρήσει τις προτεραιότητές της, να αλλάξει τις συμμαχίες της και να κλείσει άλλα ανοιχτά μέτωπα που θεωρεί ότι της καταναλώνουν διπλωματικό κεφάλαιο ή ότι θέτουν σε διακινδύνευση την σταθερότητα σε άλλες περιοχές.

Από τα παραπάνω ενδεικτικά μόνο παραδείγματα αναδεικνύεται η σημασία που έχουν οι στρατηγικές αποφάσεις που θα ληφθούν την επόμενη περίοδο γύρω από το θέμα της ειρήνης και του πολέμου. Σημασία όχι μόνο γενικώς και αορίστως για την Ευρώπη και τον κόσμο, αλλά για την καθημερινή ζωή των πολιτών σε κάθε χώρα και στην Ελλάδα. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η ειρήνη και η σταθερότητα είναι το αναγκαίο εκείνο πλαίσιο μέσα στο οποίο κάθε χώρα, αλλά και κάθε πολίτης ξεχωριστά σχεδιάζει το παρόν και το μέλλον του.

Με αυτή την έννοια, αποτελεί ένα πολύ μεγάλο -ηθελημένο ή μη- έλλειμμα της προεκλογικής πολιτικής συζήτησης στη χώρα μας και έχει ως αποτέλεσμα οι πολίτες να στερούνται την αναγκαία πληροφόρηση και δημόσια συζήτηση και, κυρίως, το δικαίωμα να επιλέξουν οι ίδιοι και οι ίδιες τις απαντήσεις στα μεγάλα στρατηγικά διλήμματα που ανοίγονται μπροστά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

(Η Δανάη Κολτσίδα είναι νομικός-πολιτική επιστήμονας)

[1] Το ουκρανικό Υπουργείο Άμυνας υπολογίζει τις απώλειες (νεκροί και τραυματίες) των ρωσικών στρατευμάτων σε πάνω από 500.000, ενώ αντίστοιχα το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας υπολογίζει τις απώλειες των ουκρανικών στρατευμάτων σε πάνω από 400.000. Οι ΗΠΑ υπολογίζουν τις απώλειες των Ρώσων σε 350.000 (ως τον Μάρτιο του 2024) και των Ουκρανών σε 170.000-190.000 (ως το καλοκαίρι του 2023). Αντίστοιχες, με διακυμάνσεις, είναι και οι εκτιμήσεις άλλων χωρών ή φορέων.

[2] Τα επίσημα διασταυρωμένα στοιχεία του ΟΗΕ υπολογίζουν πάνω από 10.000 νεκρούς και πάνω από 20.000 τραυματίες αμάχους (ως τον Φεβρουάριο του 2024), ωστόσο η εκτίμηση είναι ότι τα πραγματικά (μη διασταυρωμένα) νούμερα ενδέχεται να είναι μεγαλύτερα.

[3] «Was zählt, wenn wir wieder Stärke zeigen müssen?», Bundeswehr startet neue Image-Kampagne: So wird künftig um neue Soldaten und Zivilisten geworben