Opinions

Γαλλία: Πώς φτάσαμε εδώ και τι να περιμένουμε;

Δανάη Κολτσίδα Δανάη Κολτσίδα
Γαλλία: Πώς φτάσαμε εδώ και τι να περιμένουμε;
Ακόμα και αν η γαλλική δημοκρατία καταφέρει να σταθεί όρθια έναντι της ακροδεξιάς απειλής, το ερώτημα θα παραμείνει σε εκκρεμότητα, όπως και αλλού: για πόσο;

Σε ελάχιστες ώρες πλέον θα ξέρουμε το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των πρόωρων βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία. Με το κόμμα του προέδρου Μακρόν σε διαφαινόμενη αδυναμία να ανακάμψει πλήρως από το καταστροφικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, απομένουν μάλλον μόνο δύο πιθανές εκβάσεις της αναμέτρησης αυτής: η μία -και δημοσκοπικά πιθανότερη- είναι η επικράτηση της ακροδεξιάς των Μ. Λεπέν/Ζ. Μπαρντελά, ενώ η δεύτερη και, δυστυχώς, λιγότερο πιθανή είναι η επικράτηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου, της συμμαχίας αριστερών, σοσιαλιστών, πράσινων και κομμουνιστών. Με την κρίσιμη υποσημείωση, βέβαια, ότι η εικόνα της τελικής ισορροπίας δυνάμεων θα είναι αρκετά πιο σύνθετη, αφού θα κριθεί αφ’ ενός από τις συμμαχίες και τις στηρίξεις που θα δοθούν στον δεύτερο γύρο, αφ’ ετέρου από τις κοινοβουλευτικές συνεργασίες που θα προκύψουν στη συνέχεια και τον τρόπο με τον οποίο θα ασκήσει τις αρμοδιότητές του ο Εμμανουέλ Μακρόν στο πλαίσιο της συνοίκησης[1] με μία κυβέρνηση ενδεχομένως διαφορετικού προσανατολισμού από τον δικό του.

Ωστόσο, η επόμενη μέρα έχει ήδη κατά μία έννοια κριθεί, και μάλιστα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της κάλπης της Κυριακής, αφού από αυτή δεν προβλέπεται να προκύψει οριστική έξοδος από την πολιτική κρίση μιας από τις μεγαλύτερες δυνάμεις στην Ευρώπη και στον κόσμο.

Πώς φτάσαμε εδώ; (1) Η «ακυβέρνητη Γαλλία»

Αν και στον μακρό ιστορικό χρόνο η Γαλλία έχει βιώσει ουκ ολίγες πολιτικές κρίσεις, η αλήθεια είναι ότι η ιδέα πως η Γαλλία πιθανότατα έχει καταστεί «ακυβέρνητη» -όπως εκτιμά ο γαλλικός και διεθνής τύπος ήδη από τις εκλογές του 2022 και περίπου προεξοφλεί και για τις επικείμενες- σίγουρα γεννά ερωτηματικά για τις αιτίες. Τι έφταιξε και μια από τις παλιότερες και πλέον κατεστημένες δυτικές δημοκρατίες σήμερα φαίνεται να παράγει μόνο κοινωνική σύγκρουση και πολιτική αστάθεια;

Αφήνοντας στην άκρη τις θεσμικές διευθετήσεις -και ιδίως τις πολιτικές συνέπειες του προεδρικού συστήματος, αλλά και του γαλλικού εκλογικού νόμου- και εστιάζοντας αποκλειστικά στο πεδίο των κοινωνικών συμμαχιών και των πολιτικών εκπροσωπήσεων, η περίπτωση της Γαλλίας αποτελεί ίσως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του μετασχηματισμού που σε διαφορετικό έστω βαθμό καταγράφεται στις περισσότερες (πολιτικά) «δυτικές» χώρες.

Όπως έξοχα έχουν περιγράψει οι Bruno Amable και Stefano Palombarini[2], το φαινόμενο Μακρόν, που διαπέρασε οριζόντια τις παραδοσιακές πολιτικές και εκλογικές εκπροσωπήσεις τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά και περιθωριοποίησε εκλογικά (έστω προσωρινά και εν μέρει) και το Σοσιαλιστικό Κόμμα[3] και την παραδοσιακή γκωλική δεξιά[4], έχει στον πυρήνα του τη νέα στρατηγική της γαλλικής αστικής τάξης. Εν συντομία, η στρατηγική αυτή έχει δύο σκέλη: Αφ’ ενός, στο οικονομικό σκέλος και γενικά στο πεδίο της εφαρμοζόμενης πολιτικής, η στρατηγική αυτή συνίσταται στη βίαιη ολοκλήρωση των τελευταίων και δυσκολότερων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (εργασιακά, συνταξιοδοτικό κ.λπ.). Αφ’ ετέρου, στο πολιτικό επίπεδο και σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές συμμαχίες, η στρατηγική της γαλλικής αστικής τάξης συνίσταται στη ρήξη των παραδοσιακών συμμαχιών της με τμήματα των λαϊκών τάξεων, οι οποίες είχαν πολιτικά και εκλογικά αποκρυσταλλωθεί στα δύο μεγάλα κόμματα της Αριστεράς και της Δεξιάς, και στη διαμόρφωση ενός αμιγώς δικού της αστικού πολιτικού project, που εκφράστηκε με το εγχείρημα Μακρόν. Ασφαλώς, όπως οι δύο οικονομολόγοι εξηγούν, ένα τέτοιο πολιτικό εγχείρημα με αμιγώς αστικό χαρακτήρα, τόσο από την άποψη των εφαρμοζόμενων πολιτικών όσο και από την άποψη του κοινωνικού μπλοκ στο οποίο στηρίζεται, είναι εξ ορισμού μειοψηφικό και άρα ασταθές.

Το στοιχείο αυτό εκφράστηκε σε όλα τα επίπεδα. Κοινωνικά και κινηματικά, κυρίως με το ιδιαίτερα ενδιαφέρον πολιτικά κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» (2018-2019), αλλά και με τις πολύ μαζικές και με διάρκεια κινητοποιήσεις κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης (2023). Πολιτικά και εκλογικά, με την τριχοτόμηση του εκλογικού σώματος στις προεδρικές εκλογές του 2022, με τον Εμμανουέλ Μακρόν να λαμβάνει το 27,85%, την Μαρίν Λεπέν το 23,15% και τον Ζαν Λυκ Μελανσόν το 21,95%, αλλά και με την ανάδειξη της δεύτερης μόλις καθ’ όλη τη διάρκεια της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας κυβέρνησης μειοψηφίας στις βουλευτικές εκλογές του 2022, με το κυβερνών κόμμα του προέδρου Μακρόν να διαθέτει το ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό ψήφων και εδρών (25,8% και 44,0% αντίστοιχα) που είχε ποτέ κυβέρνηση κατά την ίδια περίοδο. Τέλος, η εγγενής αυτή αστάθεια και ακυβερνησία προσέλαβε και χαρακτηριστικά σχεδόν ανοιχτής κοινοβουλευτικής και συνταγματικής κρίσης, ιδίως κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023, με την κυβέρνηση μειοψηφίας να παρακάμπτει κατ’ επανάληψη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να νομοθετεί με διατάγματα που επιτρέπει ως κατ’ εξαίρεση διαδικασία το γαλλικό Σύνταγμα (άρθρο 44 παρ. 3), ακόμα και για κορυφαία ζητήματα, όπως η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση.

Και βέβαια, η ανοιχτή ομολογία ότι η Γαλλία είναι πλέον ακυβέρνητη ήρθε με την προκήρυξη των έκτακτων βουλευτικών εκλογών αμέσως μετά τις ευρωεκλογές και ενώ η χώρα ετοιμάζεται να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Μια κίνηση μεγάλου ρίσκου ή, κατά τους πιο αυστηρούς επικριτές του προέδρου Μακρόν, ένα «μπουρλότο» στα θεμέλια του πολιτικού συστήματος που ανοίγει τον δρόμο στην Ακροδεξιά.

Πώς φτάσαμε εδώ; (2) Οι ταξικές εκπροσωπήσεις

Αν όμως μπόρεσε το εγχείρημα Μακρόν να κυριαρχήσει, αυτό οφείλεται στο ότι τα θεμέλια της πολιτικής εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων είχαν διαβρωθεί ή μετασχηματιστεί αργά αλλά σταθερά επί πολύ καιρό.

Πρώτα απ’ όλα, από τις στρατηγικές επιλογές της Αριστεράς στις διάφορες εκδοχές της. Επιλογές που οδήγησαν στην άλλοτε σταδιακή και άλλοτε με όρους σεισμού ρήξη της με τα κοινωνικά στρώματα που παραδοσιακά εκπροσωπούσε και, τελικά, στη σημαντική εκλογική της υποχώρηση. Αν και σε σύγκριση με το ποσοστό της συμμαχίας NUPES[5] δύο χρόνια πριν, οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια μικρή βελτίωση της τάξης των 2-5 ποσοστιαίων μονάδων για το Νέο Λαϊκό Μέτωπο και ανεξάρτητα από διαχρονικές διακυμάνσεις, είναι σαφής η σταθερή και σημαντική εκλογική υποχώρηση του συνολικού χώρου της Αριστεράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1981 ο συνασπισμός της Αριστεράς[6] είχε συγκεντρώσει αθροιστικό ποσοστό 54,4%, οδηγώντας στην πρώτη κυβέρνηση Μιτεράν, μερικά χρόνια αργότερα, το 1997 ο συνασπισμός της «Πληθυντικής Αριστεράς»[7] έλαβε υπό τον Λιονέλ Ζοσπέν ποσοστό 43,1%, ενώ σήμερα η -ευρύτατη- Αριστερά ενωμένη αναμένεται να καταγράψει ποσοστό περί το 30%.

Η υιοθέτηση από την Αριστερά -και κυρίως το Σοσιαλιστικό Κόμμα- του νεοφιλελευθερισμού ως κυρίαρχου δόγματος τις προηγούμενες δεκαετίες, σε συνδυασμό με την αδυναμία της κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς να ανανεώσει την πολιτική της ανάλυση χωρίς να εγκαταλείψει τις ταξικές αναφορές της και να συνδυάσει το ταξικό με το ελευθεριακό στοιχείο, έδωσε στην Ακροδεξιά τον αναγκαίο χώρο, ώστε να αναλάβει την πολιτική εκπροσώπηση ενός σημαντικού τμήματος των λαϊκών στρωμάτων.

Η Γαλλία αποτελεί, για μια σειρά από λόγους, ένα από τα χαρακτηριστικότερα -αλλά επ’ ουδενί το μόνο- διεθνή παραδείγματα της διαίρεσης της ψήφου των λαϊκών στρωμάτων μεταξύ της Αριστεράς και της Ακροδεξιάς, και μάλιστα όχι ισομερώς και όχι με τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τα ποιοτικά δεδομένα τόσο των δημοσκοπήσεων της περιόδου όσο και των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2022, η Αριστερά λαμβάνει κυρίως τις ψήφους των πιο μορφωμένων στρωμάτων που ζουν στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στο Παρίσι, και ιδιαίτερα όσων έχουν μεταναστευτική καταγωγή, και η Ακροδεξιά λαμβάνει τις ψήφους των λιγότερο μορφωμένων λαϊκών στρωμάτων κυρίως της υπαίθρου. Λόγου χάρη, σύμφωνα με το τελευταίο κύμα (27/6) της κυλιόμενης έρευνας της εταιρίας Ifop, ενώ στον γενικό πληθυσμό η ενωμένη Αριστερά λαμβάνει 29% και η Ακροδεξιά 36%, στους εργάτες/στις εργάτριες η Αριστερά λαμβάνει 23% και η Ακροδεξιά 56%. Αντίστροφα, στα στελέχη, τα ελευθέρια και διανοητικά επαγγέλματα κ.λπ. η Αριστερά λαμβάνει 38% και η Ακροδεξιά 18%, ενώ στην ανώτερη εισοδηματική κατηγορία (άνω των 2.500 ευρώ μηνιαίως) η Αριστερά λαμβάνει 24% και η Ακροδεξιά 22%.

Πώς φτάσαμε εδώ; (3) Η αυταρχική στροφή

Αν οι επιλογές της Αριστεράς εξηγούν την απομάκρυνση μεγάλου τμήματος των λαϊκών στρωμάτων από αυτή, η στροφή τους προς την Ακροδεξιά απαιτεί κι έναν ακόμα συμπληρωματικό επεξηγηματικό παράγοντα. Πρόκειται για τη συνολική αυταρχική στροφή του γαλλικού πολιτικού συστήματος, όπως εξάλλου και στην υπόλοιπη Ευρώπη, που νομιμοποίησε και κανονικοποίησε τις ακροδεξιές προσεγγίσεις. Αν και η Αριστερά δεν είναι ούτε εδώ τελείως άμοιρη ευθυνών (δεν μπορεί λ.χ. κανείς να παραβλέψει ότι κάτω από την ομπρέλα του ευρωσκεπτικισμού, σε περιόδους όπως π.χ. η εκστρατεία για την καταψήφιση του Ευρωσυντάγματος το 2005, τμήματα της Αριστεράς υιοθέτησαν μια σχεδόν εθνικιστική προσέγγιση στα ζητήματα), εδώ η βασική ευθύνη βαραίνει την παραδοσιακή Δεξιά, αλλά και τον ίδιο τον Εμμανουέλ Μακρόν.

Από την ακραία καταστολή και την αστυνομική βία είτε σε βάρος διαδηλωτών είτε σε βάρος μεταναστών μέχρι την περιφρόνηση του κοινοβουλίου και από την πολεμική ρητορική την περίοδο της πανδημίας στην πραγματική πολεμική προετοιμασία πλέον, η πρώτη και πολύ περισσότερο η δεύτερη θητεία Μακρόν σηματοδότησε μια βαθιά αντιλαϊκή και ταυτόχρονα αυταρχική στροφή, παράγοντας ένα διπλό αποτέλεσμα: αφ’ ενός την όξυνση της κοινωνικής δυσφορίας και αφ’ ετέρου τη νομιμοποίηση αντιδημοκρατικών, αυταρχικών λύσεων ως πιθανής διεξόδου της δυσφορίας αυτής. Με άλλα λόγια, επρόκειτο για την κατ’ εξοχήν ευνοϊκή συνθήκη για την Ακροδεξιά.

Αν σε αυτό προστεθεί η τουλάχιστον επαμφοτερίζουσα στάση τμήματος έστω της παραδοσιακής Δεξιάς έναντι της Ακροδεξιάς, με πιο ακραίο παράδειγμα την τοποθέτηση του (πρώην πλέον, έστω de facto) ηγέτη των Ρεπουμπλικάνων (LR), Ερίκ Σιοτί, υπέρ της συνεργασίας με το κόμμα της Μαρίν Λεπέν, είναι σαφές ότι η «υγειονομική ζώνη» γύρω από την Ακροδεξιά έχει πλέον μικρύνει πολύ, αν όχι παραβιαστεί πλήρως.

Και τι να περιμένουμε;

Η απάντηση στο τι να περιμένουμε την επόμενη μέρα των γαλλικών εκλογών εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις τρεις απαντήσεις που επιχειρήσαμε στο ερώτημα πώς φτάσαμε ως εδώ.

Πρώτον, η πολιτική κρίση -ειδικά με δεδομένη αφ’ ενός την επερχόμενη συνοίκηση και αφ’ ετέρου την πιθανότητα να μην προκύψει σαφής κοινοβουλευτική πλειοψηφία- όχι απλώς δεν φαίνεται να βαδίζει προς την επίλυσή της, αλλά πιθανότατα θα βαθύνει κι άλλο. Η απομόνωση της Ακροδεξιάς και η αποτροπή της πρόσβασής της στην κυβέρνηση, και μάλιστα μιας χώρας με την ισχύ και την ακτινοβολία της Γαλλίας, είναι απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα. Την ίδια στιγμή όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει η αναπόφευκτη συνέπεια: αν στο όνομα της αποτροπής της ακροδεξιάς επέλασης χρειαστεί να συμπράξουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όλες οι δυνάμεις του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου» (π.χ. με την ανοχή σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας που θα ορίσει ο Εμμανουέλ Μακρόν), η Ακροδεξιά θα εμφανιστεί ως η μόνη αντισυστημική δύναμη έναντι του Μακρόν, με όσες συνέπειες αυτό θα έχει μεσοπρόθεσμα.

Δεύτερον, ακόμα και στο καλό, αλλά όχι πιο πιθανό με βάση τα δημοσκοπικά δεδομένα σενάριο νίκης του Νέου Λαϊκού Μετώπου, η επόμενη μέρα δεν θα είναι απαλλαγμένη προβλημάτων. Από τη μία πλευρά, γιατί η συνοίκηση με τον Εμμανουέλ Μακρόν, που τοποθετείται φανατικά εναντίον της Αριστεράς, και ιδίως της «Ανυπότακτης Γαλλίας» του Ζαν Λυκ Μελανσόν, θα είναι το αντίθετο της «εποικοδομητικής», όπως την είχε περιγράψει ο Ζακ Σιράκ. Και από την άλλη πλευρά, γιατί το Νέο Λαϊκό Μέτωπο θα χρειαστεί το ίδιο πολλή εσωτερική προσπάθεια για να πετύχει την πολιτική του ενοποίηση. Η ενότητα που επιτεύχθηκε μπροστά στον ευγενή και επιτακτικό σκοπό αφ’ ενός αποτροπής της Ακροδεξιάς αφ’ ετέρου νίκης έναντι του Μακρόν είναι εύθραυστη και θα δοκιμαστεί μπροστά στις καθημερινές προκλήσεις που θα θέτει ενδεχόμενη διακυβέρνηση στην ετερόκλητη συμμαχία, που περιλαμβάνει από παραδοσιακούς κομμουνιστές και οπαδούς του αριστερού λαϊκισμού μέχρι τον Φρανσουά Ολάντ.

Κυρίως όμως, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, ακόμα κι αν καταφέρει να περάσει πρώτο το νήμα της κάλπης, ακόμα κι αν καταφέρει να διατηρήσει την ενότητά του, θα έχει ακόμη μπροστά του μια πολύ μεγαλύτερη πρόκληση: να καταφέρει όχι απλώς να ενοποιήσει, αλλά να ανανεώσει και να ριζοσπαστικοποιήσει τον πολιτικό και προγραμματικό του λόγο, όχι απλώς να διατηρήσει, αλλά να διευρύνει και να εμβαθύνει την επιρροή και τη σχέση του με τα λαϊκά στρώματα της Γαλλίας. Με δυο λόγια, ακόμα κι αν πετύχει μια νίκη αύριο, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο έχει ακόμα πολύ δρόμο μέχρι να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με το παραδοσιακά «δικό του» κοινωνικό μπλοκ, ανακόπτωντας έτσι όχι απλά προσωρινά, αλλά οριστικά την πρόσβαση της Ακροδεξιάς σε αυτό.

Τρίτον, όλη αυτή η συνεχιζόμενη πολιτική κρίση και η εύθραυστη ισορροπία που θα προκύψει ακόμα και στο καλύτερο από τα ορατά σενάρια, θα εγγράφεται μέσα σε ένα ευρωπαϊκό και ένα διεθνές πλαίσιο εξαιρετικά ασταθές και με ροπή προς τον ολοένα και μεγαλύτερο αυταρχισμό, με ενεργητικές αντιμεταναστευτικές πολιτικές, υποχώρηση του κράτους δικαίου και στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας, καθοδόν προς μία παγκόσμια πολεμική σύρραξη. Οι συσχετισμοί που προέκυψαν από τις ευρωεκλογές δεν επιτρέπουν αυταπάτες ως προς αυτό. Ακόμα δηλαδή και αν η γαλλική δημοκρατία καταφέρει να σταθεί όρθια έναντι της ακροδεξιάς απειλής, το ερώτημα θα παραμείνει σε εκκρεμότητα, όπως και αλλού: για πόσο;

(Η Δανάη Κολτσίδα είναι νομικός-πολιτική επιστήμονας)

[1] Συνοίκηση (cohabitation) ονομάζεται η συνύπαρξη για κάποια περίοδο ενός προέδρου και ενός πρωθυπουργού/κυβέρνησης διαφορετικής κομματικής προέλευσης, η οποία ειδικά σε ένα προεδρικό σύστημα, όπως της Γαλλίας, ενδέχεται να προκαλεί τριγμούς. Προς αποφυγή των συχνών περιπτώσεων συνοίκησης, το 2000 μειώθηκε η προεδρική θητεία στα 5 έτη, ώστε να συμβαδίζει με τη θητεία του κοινοβουλίου, δηλαδή υπό κανονικές συνθήκες οι βουλευτικές εκλογές να γίνονται αμέσως μετά τις προεδρικές. Ωστόσο, η διάλυση της βουλής και η προκήρυξη των πρόωρων εκλογών από τον Εμμανουέλ Μακρόν, ανατρέπει αυτή τη χρονική ακολουθία.

[2] Βλ. ιδίως το βιβλίο τους L’illusion du bloc bourgeois: Alliances sociales et avenir du modèle français (2018, Editions Raisons d’agir) και το Où va le bloc bourgeois? (2022, La Dispute).

[3] Έλαβε 6,36% στις προεδρικές εκλογές του 2017 με υποψήφιο τον Benoit Hamon και 1,75% το 2022 με υποψήφια την Anne Hidalgo. Ωστόσο, στις πρόσφατες ευρωεκλογές, έφτασε το 13,83%.

[4] Η υποψήφια των Ρεπουμπλικάνων (LR), Valérie Pécresse, έλαβε στις προεδρικές εκλογές του 2022 ποσοστό 4,78%. Το κόμμα στις πρόσφατες ευρωεκλογές έλαβε 7,25%.

[5] Νέα Λαϊκή Οικολογική Κοινωνική Ένωση - Συνεργασία των ίδιων βασικών κομμάτων που μετέχουν και στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο στις εκλογές της Κυριακής, δηλ. της Ανυπότακτης Γαλλίας, των Σοσιαλιστών, των Πρασίνων και των Κομμουνιστών.

[6] Πρόκειται για τη συνεργασία κυρίως Σοσιαλιστών και Κομμουνιστών που προέκυψε μετά το «Κοινό Πρόγραμμα» Μιτεράν (ΣΚ)-Μαρσαί (ΓΚΚ) του 1973.

[7] Στη συνεργασία Σοσιαλιστών-Κομμουνιστών προστέθηκαν αυτή τη φορά, εκτός από άλλα μικρότερα κόμματα, και οι Πράσινοι. Το 2002 ο Λιονέλ Ζοσπέν, ως υποψήφιος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας εκ μέρους των Σοσιαλιστών υπέστη εκκωφαντική ήττα, καθώς ήρθε τρίτος, με τον ακροδεξιό υποψήφιο, Ζαν-Μαρί Λεπέν, να περνά για πρώτη φορά στον δεύτερο γύρο.