Opinions

Γιώργος Σεφερτζής: Μπορεί ο φόβος του χάους να σώσει τον Μακρόν;

Γιώργος Σεφερτζής Γιώργος Σεφερτζής
Γιώργος Σεφερτζής: Μπορεί ο φόβος του χάους να σώσει τον Μακρόν;
Αυτή την φορά ίσως ο θυμός που έχει συσσωρευθεί εναντίον και του Προέδρου Μακρόν προσωπικά και των πολιτικών που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις του να αποδειχθεί μεγαλύτερος του φόβου που κάποτε ενέπνεε στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία η ιδέα της ανόδου της Ακροδεξιάς στην εξουσία.

Τρεις ήταν οι επαγγελίες που πριν από εφτά ακριβώς χρόνια οδήγησαν το λαμπερό πολιτικό άστρο του Εμμανουέλ Μακρόν στην Προεδρία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας σαρώνοντας το παλαιό πολιτικό σύστημα της πατρίδας του Τοκβίλ:

Η πρώτη αφορούσε στην υπέρβαση των παραδοσιακών διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στην Δεξιά και την Αριστερά.

Η δεύτερη αναφερόταν στην ανάγκη μεταρρύθμισης του κράτους.

Και η τρίτη στην επανίδρυση της δημοκρατίας με στόχο την απαλλαγή της από ό,τι νόθευε την ουσία της και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

Εφτά χρόνια μετά, καμία από τις επαναστατικές αλλαγές που έταξε στην Βίβλο στην οποία ορκίζονταν παραμονές των προεδρικών εκλογών του 2017 οι πολιτικοί του ακόλουθοι δεν μοιάζει να συνοδεύει πια την υστεροφημία του. Εξού και η επιθυμία που εκφράζουν οι τελευταίοι ενόψει των επικείμενων πρόωρων βουλευτικών εκλογών - που, ειρήσθω εν παρόδω, ο ίδιος προκήρυξε αιφνιδιάζοντας τους πάντες - είναι να εξαλειφθεί η φωτογραφία του από όλα τα έντυπα και τα προεκλογικά υλικά της παράταξης του νέου κέντρου που ίδρυσε την εποχή της ανόδου του στο πολιτικό στερέωμα και που βρίσκεται πια σε επιταχυνόμενη αποδρομή.

Στην προσπάθειά του να ανακόψει την φθορά, που έμοιαζε να είναι αναπόφευκτη μετά την απώλεια της απόλυτης πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση που προέκυψε από τις βουλευτικές εκλογές του 2022, ο Μακρόν επιχείρησε να δώσει νέα πνοή στη διακυβέρνησή του επιλέγοντας για πρωθυπουργό του την χαμηλών τόνων και σοσιαλιστικών καταβολών απόφοιτη της σχολής Μηχανικών του περίφημου γαλλικού Πολυτεχνείου και έμπειρη μάνατζερ Ελιζαμπέτ Μπορν. Ήταν η δεύτερη μετά την Εντιθ Κρεσόν γυναίκα πρωθυπουργός που όμως δεν άντεξε τη δοκιμασία της πρώτης μετά το 1993 κυβέρνησης μειοψηφίας που σχηματίστηκε υπό την προεδρία της. Υποχρεώθηκε να καταφύγει είκοσι τρεις φορές στο άρθρο 49 παράγραφος 3 του Συντάγματος που δίνει το δικαίωμα στον εκάστοτε Πρωθυπουργό να κυβερνά με αποφάσεις του υπουργικού συμβουλίου εκτός και αν αυτές αμφισβητηθούν με κατάθεση πρότασης δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης.

Όμως, μετά την ολοκλήρωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης με την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και την απώλεια της απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στις βουλευτικές εκλογές του 2022, η φθαρμένη πια Ελιζαμπέτ Μπορν αντικαταστάθηκε από τον σαφώς χαρισματικότερο και κατά πολύ νεαρότερο στενό συνεργάτη του Μακρόν Γκαμπριέλ Αττάλ με την επιλογή του οποίου ο γάλλος Πρόεδρος υπέθετε ότι, εκτός των άλλων, θα εξουδετέρωνε και το ηλικιακό πλεονέκτημα που είχε αποκτήσει η Ακροδεξιά αντιπολίτευση μετά την ανάληψη της ηγεσίας του κόμματος της Λε Πεν από τον μόλις 27 χρόνων ευνοούμενό της Ζορντάν Μπαρντελά.

Πλην όμως εκείνο που πρωτίστως αναμενόταν ότι θα έκανε ο Μακρόν με τον διορισμό του αριστερόστροφου 34χρονου Αττάλ στην θέση της Μπορν ήταν μια στροφή προς τα αριστερά που δεν έγινε ποτέ. Με μια τέτοια στροφή θα μπορούσε να αναπληρώσει τις απώλειες που του είχε προκαλέσει η ασφαλιστική μεταρρύθμιση και η υιοθέτηση της ατζέντας της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης που εκπροσωπούσαν οι Ρεπουμπλικανοί συνεχιστές του Νικολά Σαρκοζί και επίγονοι του Στρατηγού Ντε Γκολ και του Ζακ Σιράκ.

Πλην όμως ο Πρόεδρος Μακρόν όχι μόνον δεν έστριψε προς τα αριστερά, αλλά αντιθέτως επιχείρησε να διεμβολίσει την Ακροδεξιά σκληραίνοντας την στάση του στα θέματα της μεταναστευτικής πολιτικής και της παροχής ασύλου. Ωσάν το κυρίως ζητούμενο της παράταξής του να μην ήταν η ανάκτηση της εκλογικής της επιρροής στον ενδιάμεσο χώρο αλλά η άντληση των μειοψηφικών υπερσυντηρητικών δυνάμεων που είχαν απομείνει στις δεξαμενές της μη λεπενικής δεξιάς.

Ωστόσο εκείνο που μάλλον σίγουρα δεν έλαβε υπόψη του όταν έπαιρνε το μεγάλο ρίσκο να συγκρουστεί ακόμα και με τον διαφωνούντα Πρωθυπουργό του προκειμένου να προχωρήσει στην διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και στην προκήρυξη των πρόωρων βουλευτικών εκλογών ήταν τα δυο κρισιμότερα ενδεχόμενα: Πρώτον να διασπαστεί όχι μόνον η ηγεσία αλλά και η εκλογική βάση της κεντροδεξιάς που χωρίστηκε σε θιασώτες και σε ενάντιους της συνεργασίας με την Ακροδεξιά. Δεύτερον να ενωθεί η Αριστερά κάνοντας την έκπληξη της υπέρβασης των χρόνιων και εκ πρώτης όψεως ανυπέρβλητων εσωτερικών διαιρέσεων της αριστεράς. Αυτές οι τελευταίες ήταν, άλλωστε, που έκαναν τον Μακρόν να πιστεύει ότι ο δικός του πολιτικός σχηματισμός θα μπορούσε τουλάχιστον να διατηρήσει το πλεονέκτημα της ιδεολογικής ομοιογένειας και της πολιτικής συνοχής με τρόπο που θα του επέτρεπε να συσπειρώσει τουλάχιστον τις δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου και να προσεταιριστεί την πλειοψηφία τους ενόψει του δεύτερου γύρου των βουλευτικών εκλογών, όπως συνέβαινε παγίως στο παρελθόν κάθε φορά που οι δημοκρατικοί πολίτες καλούνταν να εμποδίσουν την πρόσβαση της Ακροδεξιάς στην εξουσία.

Μόνον που αυτή την φορά ίσως ο θυμός που έχει συσσωρευθεί εναντίον και του Προέδρου Μακρόν προσωπικά και των πολιτικών που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις του να αποδειχθεί μεγαλύτερος του φόβου που κάποτε ενέπνεε στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία η ιδέα της ανόδου της Ακροδεξιάς στην εξουσία. Όχι μόνον επειδή η τελευταία κατάφερε τα τελευταία χρόνια να αποδαιμονοποιηθεί πλήρως. Αλλά και γιατί η μη εκπλήρωση των επαγγελιών που συνόδεψαν την άνοδο του Μακρόν στον προεδρικό θώκο δημιούργησε εν τω μεταξύ ένα μεγάλο ερωτηματικό ιδιαίτερα στους νεότερους ψηφοφόρους για το ίδιο το νόημα της δημοκρατίας και τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα έναντι των αυταρχικών καθεστώτων.

Εξάλλου τρία είναι τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της λαϊκιστικής, ευρωσκεπτικιστικής και ξενοφοβικής Ακροδεξιάς. Το πρώτο είναι η ταύτισή της με τα ζωτικά προβλήματα της καθημερινότητας των μη προνομιούχων πολιτών. Το δεύτερο είναι η ικανότητά της να διαχειρίζεται ευστόχως τα συναισθήματα των ανθρώπων μιλώντας με καθαρότητα σε μια γλώσσα που απευθύνεται ευθέως στο εθνικό τους υποσυνείδητο και στο πατριωτικό θυμικό τους. Και το τρίτο είναι η ομογενοποίηση της διεύρυνση της εκλογικής της επιρροής στο σύνολο σχεδόν των κοινωνικών στρωμάτων με τρόπο που διαμορφώνει μια ιδιαιτέρως συμπαγή κοινωνική βάση σε αντίθεση με την κοινωνική βάση των προνομιακών της ακροατηρίων που παλαιότερα περιελάμβαναν σχεδόν αποκλειστικά χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, λαϊκότερης προέλευσης, μειωμένων επαγγελματικών δεξιοτήτων και μεγαλύτερης ηλικίας άτομα.

Δεν είναι τυχαίο ότι στις προχθεσινές ευρωεκλογές η λεπενική Εθνική Συσπείρωση σημείωσε ποσοστά ρεκόρ μεταξύ κοινωνικών κατηγοριών που είχαν παραδοσιακά εχθρικές διαθέσεις απέναντί της. Αύξησε κατά 10% τα ποσοστά της στις γυναίκες βάζοντας τέλος στο φυλετικό χάσμα που ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικό του ακροδεξιού εκλογικού σώματος. Ακόμα θεαματικότερη είναι η διείσδυση του κόμματος της Λε Πεν στους ψηφοφόρους άνω των 65 ετών, στους κόλπους των οποίων ο Μακρόν είχε ανέκαθεν συντριπτική υπεροπλία, ενώ τώρα το κόμμα του υποχρεώθηκε σε μια απόλυτη ισοπαλία. Αντιστρόφως στις νεότερες ηλικίες και ειδικότερα στους 17 με 34 η Εθνική Συσπείρωση είναι μακράν μπροστά. Αξιοσημείωτη είναι τέλος και η αύξηση των ποσοστών της λεπενικής Ακροδεξιάς μεταξύ των στελεχών της διοίκησης και των επιχειρήσεων καθώς και των ψηφοφόρων ανώτερης μόρφωσης και καθολικού θρησκεύματος που ήταν από τους πιο απόμακρους απέναντι στην υπερσυντηρητική ιδεολογία του εθνολαϊκισμού.

Τούτων δοθέντων, ορθώς ο Μακρόν αντελήφθη ότι το ακαταμάχητο στρατηγικό πλεονέκτημα της Ακροδεξιάς έγκειτο στο γεγονός ότι ουδέποτε δοκιμάστηκε στη διακυβέρνηση. Μόνο που προσφεύγοντας στις κάλπες με την σκέψη ότι στην χειρότερη περίπτωση θα την παγίδευε σε μια συγκατοίκηση που θα την έφθειρε μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2027 διακινδυνεύει τώρα να οδηγήσει την χώρα του στην ακυβερνησία εάν υπό τις συνθήκες της ακραίας πόλωσης που θα επικρατήσει μεταξύ δεξιάς και αριστεράς κανείς εκ των δυο ανταγωνιστικών πόλων δεν καταφέρει να εξασφαλίσει έστω και μια σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εκτός και αν ο Μακρόν πιστεύει ότι ο φόβος του χάους που θα δημιουργηθεί σε περίπτωση ακυβερνησίας και όχι ο φόβος της Ακροδεξιάς θα είναι αυτή τη φορά αυτός που θα φυλάξει την παράταξή του.

(Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας- αναλυτής)