Opinions

Μια νέα εποχή για τα ελληνοτουρκικά;

Χρήστος Ροζάκης Χρήστος Ροζάκης
Μια νέα εποχή για τα ελληνοτουρκικά;
Η ευφορία του πρόσφατου παρελθόντος τείνει να εξανεµισθεί , αλλά τουλάχιστον έχουµε την ικανοποίηση ότι η Τουρκία, παρά την εµµονή στις διεκδικήσεις της, τηρεί τους βασικούς όρους της ∆ιακήρυξης των Αθηνών.

Πάνε τώρα περίπου δύο χρόνια που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε κατάσταση ηρεµίας: ούτε υπερπτήσεις στο Αιγαίο και, κατά µείζονα λόγο, ούτε πτήσεις πάνω από το ελληνικό έδαφος. Βέβαια η Τουρκία εξακολουθεί να παραβιάζει τη ∆ιακήρυξη των Αθηνών, µε µικρές, καµιά φορά ανεπαίσθητες, ενέργειες όπως το επεισόδιο στην Κάσο, για το οποίο κατηγορήθηκε από πολλές πλευρές η ελληνική κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο υπουργός των Εξωτερικών, για µειοδοσία.

Το γεγονός ότι η ιταλική εταιρεία, η οποία είχε στην ιδιοκτησία της το ερευνητικό σκάφος, δήλωσε πως οι έρευνες που διεξήγαγε το σκάφος ολοκληρώθηκαν, έρχεται να επιβεβαιώσει την ανάλογη δήλωση του υπουργού, κ. Γεραπετρίτη, ότι πράγµατι έτσι έχει η κατάσταση. Και ότι όλες οι συνωµοτικές κατηγορίες δεν ευσταθούν.

Παράλληλα, για να µείνουµε µόνο στα πρόσφατα, η απαγόρευση να λειτουργήσει τον ∆εκαπενταύγουστο η Παναγία Σουµελά, αποτελεί µια δυσεξήγητη απόφαση, που σε αντίθεση µε τα προηγούµενα χρόνια καταδεικνύει µια στροφή της τουρκικής πολιτικής επί τα χείρω, που αν δεν οφείλεται στη δυσφορία που προκάλεσε το επεισόδιο ανοιχτά της Κάσου, κανείς άλλος λόγος δεν µπορεί να υπάρχει.

Και, βέβαια, η τουρκική δυσφορία είναι αναιτιολόγητη, καθώς το τουρκολιβυκό µνηµόνιο δεν αναγνωρίζεται από την Ελλάδα, αλλά κι αν αναγνωριζόταν, θαλάσσιες έρευνες για την πόντιση καλωδίων και αγωγών είναι ελεύθερες, καθώς, σύµφωνα µε τη Σύµβαση του ΟΗΕ για το ∆ίκαιο της Θάλασσας, που έχει αποκτήσει εθιµικό χαρακτήρα στις ουσιαστικές της διατάξεις, η πόντιση υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών αποτελεί ελευθερία των θαλασσών, µη υπαγόµενη στον έλεγχο και τη δικαιοδοσία του κράτους της υφαλοκρηπίδας.

Αυτή η δυσφορία της Τουρκίας φανερώνει όλες τις δυσκολίες συνεννόησης µαζί της. Η γειτονική µας χώρα δεν δείχνει έτοιµη να κάνει το µεγάλο βήµα για την επίλυση των προβληµάτων και θεωρεί ότι όποια νόµιµη ενέργεια της Ελλάδας στο Αιγαίο πρέπει να περνάει από την έγκρισή της ή τουλάχιστον να κοινοποιείται σε αυτήν προτού πραγµατοποιηθεί. Το ίδιο συνέβη και µε το θαλάσσιο πάρκο που σχεδίασε η Ελλάδα και που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην άλλη πλευρά της θάλασσας που βρέχει τα παράλιά µας.

Ετσι οι πολιτικές συζητήσεις καρκινοβατούν, ενώ θα έπρεπε να τρέχουν για την επίλυση των προβληµάτων, και αναλίσκονται σε αντιµετώπιση των τρεχόντων ζητηµάτων που συχνά προκαλούνται από την Τουρκία.

Τα κύρια προβλήµατα γύρω από τις θαλάσσιες ζώνες (δηλ. υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) δείχνει να αγνοούνται, ενώ αποτελούν την αιχµή του δόρατος, όπως κατέδειξε και το τελευταίο επεισόδιο στην Κάσο. Βέβαια, για θέµατα που χρονολογούνται πενήντα χρόνια τώρα και που οι αλλεπάλληλες κυβερνήσεις δεν µπόρεσαν να βρουν λύσεις, περιµένουµε από τη µια στιγµή στην άλλη να δοθεί λύση;

∆εν εννοούµε αυτό. Απλά πιστεύαµε ότι ο πολιτικός διάλογος θα µπορούσε να ήταν κάτι ανάλογο των διερευνητικών του παρελθόντος, οι οποίες έφτασαν σε κάποιο σηµείο, γύρω στο 2004, να έχουν επιτύχει τη συναίνεση των δυο πλευρών για το µείζον θέµα των ορίων της αιγιαλίτιδας, που αποτελεί πρόκριµα για την επίλυση της υφαλοκρηπίδας, εφόσον τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας αποτελούν τα εσωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας.

Αλλες εποχές, άλλες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία τότε ακόµη πίστευε στην πλήρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση και βρισκόταν κάτω από την επιρροή της απόφασης του Ελσίνκι. Σήµερα δεν µπορεί να περιµένει παρά µια διεύρυνση των όρων της Τελωνειακής Ενωσης, που θα της αποφέρει ένα οικονοµικό όφελος κι έναν πιθανό απεγκλωβισµό των κεφαλαίων που παραµένουν ερµητικά κλειστά για χρόνια.

Αλλά σε αυτό το σηµείο το ελληνικό βέτο είναι ένας από τους αποτρεπτικούς παράγοντες, καθώς υπάρχουν κι άλλοι, όπως τα δικαιώµατα του ανθρώπου και το κράτος δικαίου, που πάσχουν στην Τουρκία, κι αν δεν αποκατασταθούν η Τουρκία δεν µπορεί να περιµένει βελτίωση των σχέσεων µε την Ευρώπη.

Αλλά και αν οι πολιτικές συζητήσεις ξεπεράσουν τους σηµερινούς σκοπέλους κι επιλύσουν την πλειάδα των προκριµατικών ζητηµάτων που έχει συσσωρεύσει η Τουρκία στην πάροδο των πενήντα ετών, το τέλος της ελληνοτουρκικής περιπέτειας δεν είναι ευκρινές. Γιατί τότε θα αρχίσουν οι διαπραγµατεύσεις ουσίας, που κι αυτές περικλείουν αδιέξοδα.

Είναι τόσο αντίθετες οι διαπραγµατευτικές θέσεις των δυο µερών, ώστε η κατάληξή τους να µην είναι ορατή. Θα πρότεινα την ταχεία µετάβαση από διαπραγµατεύσεις επί της ουσίας σε διαπραγµατεύσεις για τη σύνταξη συνυποσχετικού για προσφυγή στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο ∆ικαιοσύνης, καθώς είναι το µοναδικό δικαστήριο που έχει την τεράστια εµπειρία να επιλύει προβλήµατα θαλασσίων ζωνών.

Εξάλλου, το άλλο ∆ικαστήριο, το ∆ικαστήριο του ∆ικαίου της Θάλασσας, δεν µπορεί να επιδικάσει την υπόθεση, αφού η Τουρκία δεν είναι µέρος της Σύµβασης του ∆ικαίου της Θάλασσας. Και ναι µεν οι περισσότερες διατάξεις της Σύµβασης έχουν µετατραπεί σε εθιµικό δίκαιο και είναι τελικά δεσµευτικές για τα µη µέρη, αλλά αφορούν ουσιαστικούς κανόνες. Το ∆ικαστήριο που η Σύµβαση προτείνει δεν προέρχεται από ουσιαστικούς κανόνες, είναι συνεπώς αδύνατο αυτό να επιδικάσει την ελληνοτουρκική διαφορά.

Μια ιδέα, που κι εγώ έχω προτείνει, προκειµένου να παρακαµφθούν οι τουρκικές αντιρρήσεις είναι η παραποµπή στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο ∆ικαιοσύνης της διαφοράς για το τουρκολιβυκό µνηµόνιο.

Αυτό θα επέλυε, τουλάχιστον, ένα τµήµα των διαφορών µας µε την Τουρκία. Ωστόσο, µε βάση τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου στην υπόθεση Monetary Gold, αυτό δεν είναι δυνατόν γιατί εκτός της Λιβύης πρέπει να συναινέσει και το άλλο µέρος του memorandum, δηλαδή η Τουρκία. Κι αυτό είναι προβληµατικό. Βέβαια θα φέρει σε δύσκολη θέση την Τουρκία, αν αρνηθεί τη συναίνεσή της, αλλά παρ’ όλα αυτά µια σκληρή στάση της δεν µπορεί να αποκλειστεί.

Εν κατακλείδι, η ευφορία του πρόσφατου παρελθόντος τείνει να εξανεµισθεί, αλλά τουλάχιστον έχουµε την ικανοποίηση ότι η Τουρκία, παρά την εµµονή της στις διεκδικήσεις της, τηρεί τους βασικούς όρους της ∆ιακήρυξης των Αθηνών. Το ερώτηµα είναι έως πότε;

(Ο Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Καθημερινή" της Κυριακής)