Opinions

Η βουλγαροποίηση των μισθών και η απάντηση των προοδευτικών δυνάμεων

Διονύσης Τεμπονέρας Διονύσης Τεμπονέρας
Η βουλγαροποίηση των μισθών και η απάντηση των προοδευτικών δυνάμεων
Πλέον, υπάρχει μια στρατιά εργαζόμενων φτωχών. Ακόμα και ζευγάρια χωρίς παιδιά, που και τα δύο μέλη της οικογένειας εργάζονται, δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και είτε περιορίζουν βασικές ανάγκες είτε ρευστοποιούν περιουσίες για να μπορούν να ανταπεξέλθουν.

Πριν από 4 μήνες οι Financial Times προειδοποιούσαν αναφέροντας, ότι παρά τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης της ΝΔ για ευημερία και ανάπτυξη, η χώρα μας σύντομα θα είναι η πιο φτωχή χώρα της Ευρώπης(κατά κεφαλή ΑΕΠ) μένοντας πίσω και από την Βουλγαρία.

Τότε, αρκετά κυβερνητικά στελέχη επιχείρησαν να απαξιώσουν την έγκριτη εφημερίδα αποδίδοντάς της «αντιπολιτευτικές» διαθέσεις!

Λίγους μήνες μετά, όχι κάποιο ξένο μέσο ενημέρωσης, αλλά επίσημος φορέας που εποπτεύεται από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) δημοσιεύει μελέτη από την οποία προκύπτει, ότι οι μισθοί στη χώρα μας με βάση το ωρομίσθιο, είναι πλέον χαμηλότεροι και από εκείνους στην Βουλγαρία. Προσοχή, η μελέτη εκπονήθηκε από το ΚΕΠΕ που είναι επίσημος συνομιλητής της Πολιτείας σε θέματα αμοιβών, καθώς όπως είναι γνωστό, ο φορέας συμμετέχει στην διαβούλευση η οποία γίνεται σε ετήσια βάση για την διαμόρφωση μεταξύ άλλων του κατώτατου μισθού κλπ.

Η «βουλγαροποίηση» των μισθών όμως, δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών που συνδέθηκαν με τα μνημόνια και δυστυχώς συνεχίζουν να επικρατούν στη χώρα και μετά το τυπικό τέλος της μνημονιακής περιόδου το 2018.

Η de facto και de jure αποσάθρωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, η ανυπαρξία άρτια στελεχωμένων εποπτικών μηχανισμών της αγοράς εργασίας, η ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας, η υποβάθμιση της συλλογικής αυτονομίας, η υποχώρηση των κοινωνικών συλλογικών εκφράσεων, η κυριαρχία της επισφάλειας, το brain drain, αλλά κυρίως οι νομοθετικές επιλογές-πρωτοβουλίες των τελευταίων ετών, έχουν οδηγήσει το ¼ της ελληνικής κοινωνίας να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, τα νοικοκυριά σε απόγνωση, αλλά και τους συνταξιούχους να ζουν με συντάξεις πείνας.

Η αλήθεια είναι, ότι ο πολύς θόρυβος γίνεται από τα «κόμματα εξουσίας», για τους μικρομεσαίους (απροσδιόριστη μεσαία τάξη) και ο δημόσιος λόγος συχνά επικεντρώνεται στα (υπαρκτά) προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και οι αγρότες.

Ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» όμως, είναι η τεράστια κρίση επισφάλειας που αντιμετωπίζει η μισθωτή εργασία. Οι τρία εκατομμύρια μισθωτοί της χώρας μας δεν μπορούν να τα βγάλουν πια πέρα και αν δεν υπήρχε η παραοικονομία, ο «οικογενειακός θεσμός» και η κανονικοποιημένη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, η κοινωνική κρίση θα ήταν αρκετά μεγαλύτερη.

Πλέον, υπάρχει μια στρατιά εργαζόμενων φτωχών. Ακόμα και ζευγάρια χωρίς παιδιά, που και τα δύο μέλη της οικογένειας εργάζονται, δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και είτε περιορίζουν βασικές ανάγκες είτε ρευστοποιούν περιουσίες για να μπορούν να ανταπεξέλθουν.

Στα προγράμματα των κομμάτων του προοδευτικού χώρου θα διαπιστώσει κανείς προτάσεις σε σωστή κατεύθυνση που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ευρεία προγραμματική συμφωνία με πολιτικά χαρακτηριστικά που θα εκκινεί από το ταυτοτικό ζήτημα για κάθε αριστερό και προοδευτικό πολίτη, που είναι το ζήτημα της εργασίας. Η συμφωνία αυτή θα ετεροκαθορίσει και την πολιτική θέση των κομμάτων του προοδευτικού χώρου σε αυτό που ονομάζουμε Αριστερά-Δεξιά με τρόπο σαφέστερο. Όσο και αν αυτές οι παλιότερες διαιρετικές τομές έχουν ατονήσει, όσο υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι οι ιδεολογικές διαφορές έχουν τη σημασία τους και ορίζουν την θέση στο πολιτικό εποικοδόμημα.

Οι διαπιστώσεις βέβαια περισσεύουν από όλες τις πλευρές για την τραγική κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι, οπότε αναζητούνται δεσμεύσεις αλλά και λύσεις-προτάσεις για τους εργαζόμνεους:

Άραγε..

Προτίθενται τα κόμματα του προοδευτικού χώρου μέσα από μια μελλοντική κυβερνητική προοπτική, να επαναφέρουν την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση και άρα και τον καθορισμό του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους;

Προτίθενται να αποκαταστήσουν θεσμικά και να θωρακίσουν τοι δικαίωμα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και το δικαίωμα στην απεργία;

Προτίθενται να πάρουν μέτρα ισχυρά για την καταπολέμηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και την δημιουργία σταθερών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας;

Προτίθενται να κάνουν προσλήψεις στις υποστελεχομένες υπηρεσίες του δημοσίου για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους;

Θα συγκροτήσουν επιτέλους μια αξιόμαχη και αξιόπιστη Επιθεώρηση Εργασίας που θα εποπτεύει πραγματικά την αγορά εργασίας;

Θα πάρουν μέτρα για να στηρίξουν τους εργαζόμενους με νέες μορφές απασχόλησης στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, της τηλεργασίας και της τεχνητής νοημοσύνης;

Θα δημιουργήσουν «Εργατοδικεία» για την φτηνή και άμεση επίλυση των εργατικών διαφορών;

Θα ενισχύσουν θεσμικά την λειτουργία των σωματείων με εργαλεία και πόρους για να λάβουν ξανά τα συνδικάτα τη θέση που τους αποδίδει το Σύνταγμα;

Θα στηρίξουν την μικρομεσαία επιχείρηση για να μπορεί να σταθεί ως συλλογικός εργοδότης στο νέο οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται από τις πολυεθνικές και τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους;

Θα θεσπίσουν ρήτρα τιμαριθμητικής αναπροσαρμογής(ΑΤΑ) για να μην λεηλατείται το εισόδημα των εργαζομένων από τον «ξαφνικό» πληθωρισμό;

Θα αποκατασταθεί-ανασυγκροτηθεί ο θεσμός της εργατικής κατοικίας για να επιλυθεί μέρος του προβλήματος της στεγαστικής κρίσης που μαστίζει κυρίως τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους;

Οι απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω μπορούν να αποτελέσουν το πρόπλασμα μιας δεσμευτικής προγραμματικής συμφωνίας, που θα ανοίγει το διάλογο για την ανασυγκρότηση του αριστερού και προοδευτικού χώρου. Φυσικά, το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας, η αριστερή απάντηση στην κλιματική κρίση, η ανασυγκρότηση του κράτους, μια σύγχρονη προσέγγιση για το μεταναστευτικό κλπ είναι πάντα πεδία συζήτησης και διαλόγου.

Αλλά από κάπου πρέπει να γίνει η αρχή.

Αυτός είναι ένας διάλογος που επείγει…

(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος - Εργατολόγος)