Opinions

Η εργασία σήμερα: Για μια προοδευτική πρόταση

Μαρία Καραμεσίνη Μαρία Καραμεσίνη
Η εργασία σήμερα: Για μια προοδευτική πρόταση
Η σημερινή κατάσταση στην αγορά εργασίας αποτυπώνει αφενός τη βαριά κληρονομιά των Μνημονίων, αφετέρου τις παρεμβάσεις των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, που ολοκλήρωσαν την «αποστολή» των Μνημονίων, την οποία είχαν παρεμποδίσει οι κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Βασικά σημεία

• Η ανεργία και η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων επί Μνημονίων και επί κυβερνήσεων Μητσοτάκη έχουν διαμορφώσει και εδραιώσει ένα νέο εργασιακό μοντέλο φθηνής και ευέλικτης εργασίας και εξατομικευμένων εργασιακών σχέσεων. Αυτό συνέβαλε στο δεύτερο –μετά τα Μνημόνια– κύμα φτωχοποίησης των μισθωτών, κατά τη διάρκεια της κρίσης ακρίβειας/κόστους ζωής των τελευταίων ετών, που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.

• Το σημερινό εργασιακό μοντέλο παράγει κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα. Αυτό αφήνει περιθώρια για την πειστικότητα μιας εναλλακτικής αναπτυξιακής πρότασης, βασισμένης σε ένα διαφορετικό εργασιακό μοντέλο, που θα πρέπει να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς μισθούς και εργασία με δικαιώματα και να ενθαρρύνει τη συλλογική οργάνωση και δράση των μισθωτών.

• Προτεραιότητα μιας προοδευτικής πρότασης για την εργασία σήμερα πρέπει να είναι η ριζική αναμόρφωση του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των συνδικάτων. Διότι, χωρίς αυτή, δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική αύξηση μισθών και βελτίωση των εργασιακών σχέσεων. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας της ΕΕ για τους αξιοπρεπείς μισθούς αποτελεί ευκαιρία για μια τέτοια διεκδίκηση από την πλευρά του συνδικαλιστικού κινήματος και για την εκδίπλωση μιας ολοκληρωμένης πρότασης από την πλευρά της Αριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων γενικότερα.

Α. Η εργασία σήμερα: Ένα εργασιακό μοντέλο φθηνής και ευέλικτης εργασίας

Η σημερινή κατάσταση στην αγορά εργασίας αποτυπώνει αφενός τη βαριά κληρονομιά των Μνημονίων, αφετέρου τις παρεμβάσεις των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, που ολοκλήρωσαν την «αποστολή» των Μνημονίων, την οποία είχαν παρεμποδίσει οι κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Η σημερινή κατάσταση έχει ως εξής:

• Απασχόληση-Ανεργία. Παρά την αύξηση της απασχόλησης από το 2014 και ύστερα και τη μείωση της ανεργίας στο 10%, το 2023 οι θέσεις εργασίας ήταν κατά 417.000 λιγότερες απ’ ό,τι το 2008. Η Ελλάδα είχε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ και το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης γυναικών και νέων. Είναι δε πρωταθλήτρια στη μακροχρόνια ανεργία ως ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων στο εργατικό δυναμικό.

Ο κ. Μητσοτάκης θριαμβολογεί υποστηρίζοντας ότι στα πέντε χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ η ανεργία μειώθηκε κατά 7 μονάδες. Αναμφίβολα θετικό. Όμως το 30% της μείωσης δεν οφείλεται στην αύξηση των θέσεων εργασίας αλλά στη μείωση του εργατικού δυναμικού των παραγωγικών ηλικιών, λόγω της εξωτερικής μετανάστευσης και της πτώσης των γεννήσεων. Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης, στα 4,5 χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ανεργία μειώθηκε κατά 10 μονάδες, μείωση η οποία προήλθε κατά 96% από την αύξηση της απασχόλησης. Οι θέσεις εργασίας αυξήθηκαν κατά 420.000, έναντι 230.000 την περίοδο της διακυβέρνησης της ΝΔ.

• Εργασιακές σχέσεις. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων την τελευταία 15ετία είχε το χαρακτήρα οδοστρωτήρα. Άλλαξε ριζικά το εργασιακό τοπίο, τους όρους και τις συνθήκες εργασίας. Οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη ολοκλήρωσαν το «θεάρεστο έργο» των δύο πρώτων Μνημονίων με την υπονόμευση των εθνικών κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την πλήρη ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας, την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων και τον περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας.

Η αποδιάρθρωση του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων και ο περιορισμός του δικαιώματος της απεργίας οδήγησαν στην πλήρη αποδυνάμωση και στον θεσμικό παραγκωνισμό των συνδικάτων. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον στις χώρες τις ΕΕ με τον χαμηλότερο βαθμό κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, μαζί με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, με τις οποίες ομαδοποιείται και στη βάση άλλων θλιβερών επιδόσεων.

• Χρόνος εργασίας-ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Όλοι γνωρίζουμε το πλήρες «ξεχείλωμα» του χρόνου εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, κυρίως στους κλάδους των υπηρεσιών, με αποκορύφωμα την 7ημερη εργασία χωρίς ρεπό στον τουριστικό τομέα, τις αδήλωτες και απλήρωτες υπερωρίες. Οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη έδωσαν όμως μεγάλη έμφαση και στη νομοθέτηση της πλήρους ελαστικοποίησης του χρόνου εργασίας, με τη θεσμοθέτηση του 10ωρου με ατομική σύμβαση, της εξαήμερης εργασίας, της αύξησης του ετήσιου ορίου των νόμιμων υπερωριών, της μείωσης του κόστους της υπερωριακής εργασίας. Επέκτειναν, επίσης, τη χρήση των ευέλικτων μορφών εργασίας στον δημόσιο τομέα, επιτρέποντας τις προσλήψεις με μερική απασχόληση και αυξάνοντας τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου ή έργου στο 30%-40% του προσωπικού που εργάζεται σήμερα στο δημόσιο.

• Μισθοί. Το 2023 ο μέσος ετήσιος μισθός ήταν κατά 23% χαμηλότερος σε αγοραστική δύναμη σε σχέση με το 2009. Τα Μνημόνια καταβαράθρωσαν τους ονομαστικούς και πραγματικούς μισθούς, ο πληθωρισμός της απληστίας τα τελευταία χρόνια τους έσπρωξε ακόμα πιο κάτω. Προκάλεσε, επίσης, αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου λόγω της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης των αγορών και της άρνησης της κυβέρνησης να ελέγξει τις τιμές. Το μερίδιο των μισθών στο εισόδημα έπεσε από το 52% στο 48% μεταξύ 2021 και 2023.

Συμπέρασμα: Μια δεκαπενταετία υψηλής ανεργίας, αλλεπάλληλων εργασιακών απορρυθμίσεων, αποδυνάμωσης των συνδικάτων και μείωσης των ονομαστικών και πραγματικών μισθών έχει πλέον εδραιώσει ένα νέο εργασιακό μοντέλο φθηνής και ευέλικτης εργασίας ως τη νέα κανονικότητα στην αγορά εργασίας.

Β. Το νέο εργασιακό μοντέλο δεν είναι ούτε κοινωνικά ούτε οικονομικά βιώσιμο

Το νέο εργασιακό μοντέλο δεν είναι κοινωνικά βιώσιμο:

• Ήδη η πλειονότητα των μισθωτών και των νοικοκυριών δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, και ακόμα περισσότερο οι νέοι και οι χαμηλόμισθοι. Δεν είναι όμως μόνο αυτό το σημαντικό. Λόγω της σαρωτικής ιδιωτικοποίησης των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών από την παρούσα κυβέρνηση (κυρίως της υγείας), της στεγαστικής κρίσης και του ανεπίλυτου ζητήματος των ιδιωτικών χρεών, χωρίς γενναία αύξηση μισθών, η κρίση ακρίβειας κινδυνεύει να μετατραπεί σε συνολική κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής. Ήδη, η κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση εκφράστηκε με τα ποσοστά της ΝΔ στις ευρωεκλογές.
Το νέο εργασιακό μοντέλο δεν είναι ούτε οικονομικά βιώσιμο

• Η νεανική μετανάστευση στο εξωτερικό συνεχίζεται, λόγω έλλειψης επαγγελματικών και άλλων προοπτικών. Η συνεχιζόμενη μετανάστευση, ιδιαίτερα νέων επιστημόνων, στο εξωτερικό, σε συνδυασμό με τη μείωση της ανεργίας και του πληθυσμού, παράγει ελλείψεις εργατικού δυναμικού για επαγγέλματα και εργασίες υψηλής ειδίκευσης. Άρα, το εργασιακό μοντέλο στερεί από την οικονομία τη δυνατότητα παραγωγικής αναβάθμισης και επενδύσεων σε τομείς έντασης γνώσης, που θα της επέτρεπε να σταθεί στον διεθνή ανταγωνισμό, αξιοποιώντας το επιστημονικό της δυναμικό.

Συμπέρασμα: Αν επιθυμούμε τη στροφή της ελληνικής οικονομίας σε ένα μοντέλο βιώσιμης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης που να μην οδηγεί σε κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα, τότε αποτελεί μονόδρομο η ριζική αναμόρφωση του σημερινού θεσμικού πλαισίου εργασιακών σχέσεων, ώστε αυτό να εξασφαλίζει την αύξηση των μισθών, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των μισθωτών και τη βελτίωση των όρων απασχόλησης και εργασίας τους.

Το εργασιακό μοντέλο είναι δομικό στοιχείο ενός αναπτυξιακού μοντέλου και θα πρέπει να είναι το κομβικό στοιχείο διαφοροποίησης μεταξύ νεοφιλελεύθερων/συντηρητικών και προοδευτικών δυνάμεων.

Γ. Στοιχεία-άξονες μιας προοδευτικής πρότασης

Προτεραιότητα –ενόψει και της κύρωσης της ευρωπαϊκής Οδηγίας για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς– είναι η:

Ριζική αναμόρφωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων με στόχο την αύξηση των μισθών και την καθολική κάλυψη των μισθωτών από ΣΣΕ (ενίσχυση των εθνικών κλαδικών ΣΣΕ με άρση των εμποδίων επεκτασιμότητας, επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, αναμόρφωση του θεσμού της διαιτησίας)

Αύξηση του κατώτατου μισθού με βάση τις ανάγκες για ανεξάρτητη και αξιοπρεπή διαβίωση – αξιοποίηση Οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς – θεσμική κατοχύρωση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής του μισθού και επαναφορά της διαπραγμάτευσής του στους κοινωνικούς εταίρους

• Εξίσωση του κατώτατου μισθού δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο δημόσιο και γενναίες μισθολογικές αυξήσεις και κίνητρα για υψηλής ειδίκευσης προσωπικό σε κρίσιμους τομείς (γιατροί του ΕΣΥ, πληροφορικάριοι κ.ά.). Κάλυψη των αναγκών σε μόνιμο προσωπικό, με προτεραιότητα το ΕΣΥ και άλλους τομείς του κοινωνικού κράτους.

• Επαναρρύθμιση και μείωση του χρόνου εργασίας: Κατάργηση των διατάξεων για τη 10ωρη και 6ημερη εργασία, μείωση του ανώτατου ορίου νόμιμων υπερωριών, εξίσωση της αποζημίωσης υπερεργασίας και υπερωρίας, μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών (κατόπιν εξέτασης προϋποθέσεων, κοινωνικής διαβούλευσης και πιλοτικής εφαρμογής ανά κλάδο).

• Βελτίωση του θεσμικού πλαισίου για τη σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία και συμπληρωματικές δράσεις για την εφαρμογή του στην πράξη.

• Ριζικός ανασχεδιασμός του θεσμικού πλαισίου για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία.

• Καταπολέμηση της εικονικής εργολαβίας με επανεξέταση του νομικού πλαισίου για τις εργολαβίες, ένταξη όλων των εργαζομένων με άτυπες μορφές εργασίας στα συνδικάτα και κατοχύρωση και αναβάθμιση των δικαιωμάτων τους μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας

• Αναβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών και ιδιαίτερα της Επιθεώρησης Εργασίας και επαναφορά της στο Υπουργείο Εργασίας.

• Αποκατάσταση της αξιοπιστίας, της αποτελεσματικότητας και της μαζικότητας του συνδικαλιστικού κινήματος

• Επανασχεδιασμός των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης για την καλύτερη ανταπόκρισή τους στις ανάγκες των ανέργων με τις μεγαλύτερες δυσκολίες πρόσβασης και ένταξης στην εργασία – βελτίωση του συστήματος εξατομικευμένης διάγνωσης αυτών αναγκών από τη ΔΥΠΑ και του ρόλου των εργασιακών συμβούλων.

(Η Μαρία Καραμεσίνη είναι Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην Πρόεδρος και Διοικήτρια ΟΑΕΔ, μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ - Το κείμενο αποτελεί την ομιλία στην ομώνυμη εκδήλωση που διοργάνωσε το Ινστιτούτο ΕΝΑ στις 26.09.2024 στην ΕΣΗΕΑ)