Opinions

Ποια κρίση απασχόλησης;

Νάσος Κορατζάνης Νάσος Κορατζάνης
Ποια κρίση απασχόλησης;
Το επίπεδο υλικής ευμάρειας των πολιτών υπολείπεται από το αντίστοιχο της δεκαετίας του 2000. Τo 2023 το μέσο πραγματικό εισόδημα των μισθωτών ήταν 20% χαμηλότερο, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών 25,8% χαμηλότερο.

Παρά το ιδιαίτερα ρευστό διεθνές περιβάλλον, συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι η ελληνική οικονομία παραμένει ανθεκτική, κάτι που, όπως υποστηρίζεται, πιστοποιούν οι υψηλοί –έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου- ρυθμοί μεγέθυνσής της, αλλά και η επαναφορά βασικών δεικτών της αγοράς εργασίας (ποσοστό απασχόλησης και ανεργίας) σε επίπεδα αντίστοιχα εκείνων της δεκαετίας της «ευημερίας» του 2000.

Είναι όμως αυτή η πραγματική εικόνα στην αγορά εργασίας; Μια ματιά σε επιμέρους μεγέθη δείχνει ότι η κρίση απασχόλησης και βιοτικού επιπέδου όχι μόνο δεν έχει παρέλθει, αλλά συστηματικά υπονομεύει τις προοπτικές της οικονομίας και τη διατηρησιμότητα των όποιων ωφελειών έχουν προκύψει. Αρκεί να αναφέρουμε τα εξής:

Το επίπεδο υλικής ευμάρειας των πολιτών υπολείπεται από το αντίστοιχο της δεκαετίας του 2000. Τo 2023 το μέσο πραγματικό εισόδημα των μισθωτών ήταν 20% χαμηλότερο, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών 25,8% χαμηλότερο. Αυτό έχει επιδράσει αρνητικά στις συνθήκες διαβίωσης μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Το 2023 το ποσοστό των εργαζομένων που αντιμετώπιζαν επεισόδια σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης ήταν 20,7% (2ο υψηλότερο στην ΕΕ), ενώ στο σύνολο του πληθυσμού 27,9% (3ο υψηλότερο στην ΕΕ). Το ίδιο έτος το 59,1% των εργαζομένων δήλωναν ότι νιώθουν φτωχοί (το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ), έναντι 52,2% το 2010.

Μεγάλες όμως είναι και οι ανισότητες στις ευκαιρίες ένταξης στην αγορά εργασίας. Η Ελλάδα εμφανίζει τη μεγαλύτερη απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ΕΕ και από τις μεγαλύτερες μεταξύ αποφοίτων δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και μεταξύ νέων (15-39 ετών) και πιο ηλικιωμένων ατόμων (50-64 ετών). Επιπλέον, μεταξύ περιφερειών η διαφορά των ποσοστών απασχόλησης και ανεργίας αγγίζει τις 10 ποσοστιαίες μονάδες. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν μια εικόνα κατακερματισμένης αγοράς εργασίας η οποία παράγει αποκλεισμούς, εισοδηματικές ανισότητες και σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά το επίπεδο διαβίωσης που δεν συνάδουν με την έννοια της συμπεριληπτικής και ισόρροπης ανάπτυξης.

Κεντρικό ζητούμενο είναι ωστόσο το κατά πόσο οι θέσεις εργασίας είναι βιώσιμες και ποιοτικές, ειδικά σε μια οικονομία με ισχνή και κλαδικά ασύνδετη παραγωγική διάρθρωση. Τι προοπτική βιωσιμότητας έχουν άραγε οι θέσεις εργασίας και τι δυναμική μπορεί να δώσουν στην οικονομία όταν πολλές εξ αυτών εντοπίζονται σε κλάδους σχετικά χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χαμηλής τεχνολογικής και γνωσιακής έντασης και επιρρεπών σε εξωγενή σοκ, όπως η εστίαση, ο τουρισμός, το εμπόριο και οι κατασκευές; Είναι δυνατόν να μιλάμε για βιώσιμη απασχόληση, όταν σε μια εποχή στην οποία η στρατηγική αυτονομία και η εφαρμογή μιας νέας καινοτόμου βιομηχανικής πολιτικής έχουν καταστεί βασικό αναπτυξιακό επίδικο πολλών οικονομιών, η μεγέθυνση της χώρας μας παραμένει τομεακά ασύνδετη, στερείται μακρόπνοων παραγωγικών επενδύσεων και εξαντλείται σε δραστηριότητες που αποσταθεροποιούν το εξωτερικό ισοζύγιο και τη χρηματοπιστωτική της σταθερότητα; Ειδικά, μάλιστα, όταν αδυνατεί να ακολουθήσει τις μεταβολές του τεχνο-οικονομικού υποδείγματος της παγκόσμιας οικονομίας, καταλαμβάνοντας μια από τις τελευταίες θέσεις στον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας στην ΕΕ;

Η αργή ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας διευρύνει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητάς της, υποσκάπτοντας τη διατηρησιμότητα των θέσεων εργασίας και του επιπέδου ευημερίας των εργαζομένων. Σε αυτό συντελεί και το ιδιαίτερα επισφαλές εργασιακό περιβάλλον. Η Ελλάδα καταγραφεί τον χαμηλότερο δείκτη ποιότητας της εργασίας στην ΕΕ, βρισκόμενη στις τελευταίες θέσεις σε μια σειρά προσδιοριστικούς της παράγοντες (π.χ. ώρες απασχόλησης και ισορροπία ελεύθερου-εργασιακού χρόνου, επάρκεια και προβλεψιμότητα εισοδήματος, ανάπτυξη δεξιοτήτων και προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης, θεσμική εκπροσώπηση εργαζομένων κ.ά.)

Η αντίληψη που θεωρεί ότι η κατάσταση της αγοράς εργασίας εξαρτάται σχεδόν μονοσήμαντα από την πορεία της οικονομίας είναι εσφαλμένη και παραπλανητική. Η αγορά εργασίας πρέπει, αντίθετα, να αναχθεί σε εργαλείο μετάβασης στη βιώσιμη μεγέθυνση μέσω παρεμβάσεων θεσμικής αναδιάρθρωσής της που θα ενισχύουν το εισόδημα των εργαζομένων και την ποιότητα των θέσεων εργασίας τους, που θα περιορίζουν φαινόμενα αποκλεισμών, ανισότητας και περιφερειακών αποκλίσεων. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, οι παρεμβάσεις αυτές θα πρέπει να είναι μέρος ενός νέου αναπτυξιακού σχεδίου. Ενός σχεδίου του οποίου η υλοποίηση θα διασφαλίσει συνθήκες ενδογενούς αναχρηματοδότησης της οικονομίας και δεν θα λειτουργεί απλώς ως πρόφαση για την άντληση ρευστότητας από εξωτερικές πηγές. Η σταθερή απουσία ενός τέτοιου σχεδίου είναι αυτή που διαχρονικά συντηρεί την ευθραυστότητα της οικονομίας και της ευημερίας μας.

(Ο Νάσος Καρατζάνης είναι Εντεταλμένος διδασκαλίας στο Tμήμα Oικονομικών Eπιστημών του ΕΚΠΑ και επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ)