Πολιτική

Δυο άγνωστα ντοκουμέντα για τη Χούντα και την Κύπρο

Δυο άγνωστα ντοκουμέντα για τη Χούντα και την Κύπρο
Το online περιοδικό «Χωρίς Εφημερίδα» και ο Δημήτρης Ψαρράς δημοσίευσαν δυο άγνωστα ντοκουμέντα.

Το online περιοδικό «Χωρίς Εφημερίδα» και ο Δημήτρης Ψαρράς δημοσίευσαν δυο άγνωστα ντοκουμέντα για τη Χούντα και την Κύπρο.

Το πρώτο ντοκουμέντο

dokoumenta_484a2.jpg

Στις 11 Ιουλίου 1974 συγκλήθηκε το Υπουργικό Συμβούλιο της Χούντας από τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο διορισμένο πρωθυπουργό της περιόδου Ιωαννίδη. Ήταν μόλις τέσσερις μέρες πριν προχωρήσει η Χούντα στο πραξικόπημα κατά της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου. Μοναδικό θέμα της συνεδρίασης ήταν η επιστολή που είχε αποστείλει ο Πρόεδρος Μακάριος προς τον πρόεδρο της Ελλάδας Φαίδωνα Γκιζίκη στις 2.7.1974, στην οποία κατάγγελλε τη δράση των χουντικών στην Κύπρο και ζητούσε την άμεση ανάκληση όλων των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς, οι οποίοι υποβοηθούσαν τη δράση της οργάνωσης ΕΟΚΑ Β. Αυτή την επιστολή, μάλιστα, ο Μακάριος την έδωσε στη δημοσιότητα, προκειμένου να γίνει γνωστό το πρόβλημα τόσο στους πολίτες της Ελλάδας και της Κύπρου, όσο και στα διεθνή φόρα.

Πολλοί, και όχι μόνο οι απολογητές της δικτατορίας, συσχετίζουν αυτή την επιστολή με την απόφαση της Χούντας να προχωρήσει στην ανατροπή του Μακαρίου με πραξικόπημα. Όμως το Πόρισμα της Βουλής καταλήγει με αδιάσειστα στοιχεία ότι το πραξικόπημα είχε αποφασιστεί πολύ νωρίτερα: «Είναι έξω από κάθε αμφιβολία ότι το μοιραίο για την Κύπρο πραξικόπημα της 15.7.74 αποφασίστηκε από τους:

Φαίδωνα Γκιζίκη, “Πρόεδρο της Δημοκρατίας”

Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, “Πρωθυπουργό”

Δημήτριο Ιωαννίδη, Αρχηγό της Χούντας και

Γρηγόριο Μπονάνο, “Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων”

με ειδικότερη εισήγηση του Δημ. Ιωαννίδη, που επίμονα υποστήριζε, ότι ο Μακάριος ήταν εθνικά απαράδεκτος και επικίνδυνος. Είχαν προηγηθεί επανειλημμένες διαβουλεύσεις των τεσσάρων της Χουντικής ηγεσίας, που αναφέρονται πιο πάνω, στο σπίτι του Ανδρουτσόπουλου. Οι διαβουλεύσεις τους αυτές άρχισαν σύμφωνα με την κατάθεση Μπονάνου, το Φεβρουάριο μήνα του 1974 (δέστε και κατάθεση Μπονάνου, 17.12.86) σύμφωνα δε με την κατάθεση του Γκιζίκη τον Απρίλιο μήνα του ίδιου χρόνου. Σε μία από αυτές τις συναντήσεις τους είχε συζητηθεί και το ενδεχόμενο να γίνει η ανατροπή του Μακαρίου και της Κυβέρνησής του το Μάη μήνα, όταν αυτός σχεδίαζε να πραγματοποιήσει επίσημο ταξίδι στην Κίνα. (Κατάθεση Πηλιχού, 27.11.86)» [Βουλή των Ελλήνων, «Φάκελος Κύπρου», τ. Α΄, «Πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής», σελ. 67].

Και λίγο παρακάτω: «Η οριστική απόφαση των τεσσάρων Χουντικών ηγετών (Γκιζίκης, Ανδρουτσόπουλος, Μπονάνος, Ιωαννίδης) λήφθηκε στο δεύτερο δεκαήμερο του Ιούνη του 1974. Ο εξ απορρήτων του Δημ. Ιωαννίδη μάρτυρας Πηλιχός (κατάθεσή του 27.11.86) τοποθετεί το χρόνο λήψης της απόφασης για το πραξικόπημα σε 2-3 μήνες πριν από τη 15.7.74.

Το γεγονός αυτό προκύπτει:

1) Από την κατάθεση Γκιζίκη, ο οποίος αναφέρει ότι η πρώτη τους συζήτηση για το θέμα αυτό έγινε τον Απρίλιο ή αρχές Μαΐου ’74 και η τελευταία, αποφασιστική, σαράντα (40) έως πενήντα (50) μέρες ύστερα από την πρώτη, και

2) Από την κατάθεση του Γεν. Γραμματέα του ΥΠΕΞ Άγγελου Βλάχου, ο οποίος αναφέρει ότι στις 23-24.6.74 ο τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Χένρι Τάσκα του επέδειξε δύο τηλεγραφήματα του Κίσσιγκερ που απευθύνονταν σε αυτόν και με τα οποία του ’δινε εντολή να βρει τον Ιωαννίδη και να τον αποτρέψει να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά του Μακαρίου» [Στο ίδιο, σελ. 68].

Από αυτή την άποψη, τα Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου είναι αποκαλυπτικά, εφόσον αποδεικνύουν ότι οι αποφάσεις παίρνονταν αλλού, ενώ οι πρωτοβουλίες και οι προτάσεις της «κυβέρνησης» δεν ενδιέφεραν κανέναν.

Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι το ντοκουμέντο αυτό ήταν άγνωστο μέχρι το 1993, εφόσον τα Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου είναι «απόρρητα», κάτι που βέβαια δεν μπορεί να ισχύει για τις εγκληματικές αποφάσεις των εγκαθέτων της δικτατορίας. Εκείνος που θέλησε πρώτος να προβάλλει τη συνεδρίαση αυτή ήταν ο ίδιος ο «πρωθυπουργός» της περιόδου, ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, ο οποίος την καταχώρισε στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Η μαρτυρία ενός πρωθυπουργού» (Αθήνα 1993, σελ. 267-282). Το κίνητρό του είναι σαφές από το δικό του εισαγωγικό σημείωμα: «Την 11ην Ιουλίου συνεδρίασε εκτάκτως το Ελληνικόν Υπουργικόν Συμβούλιον προς ανασκόπησιν της καταστάσεως και εκτίμησιν των εξελίξεων. Αντί οιωνδήποτε σχολίων έρχεται διά πρώτην φοράν εις το φως της δημοσιότητος αυτούσιον το κείμενον των Επισήμων Πρακτικών. Εκ της συγκρίσεως του κειμένου τούτου προς τας ανακοινώσεις του Υπουργικού Συμβουλίου του Μακαρίου, προκύπτει αβιάστως και ασφαλώς το αρνητικόν κλίμα της Λευκωσίας και η θετική και πατριωτική στάσις των Αθηνών».

Το ντοκουμέντο ξεκινά με την τοποθέτηση του «Υπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ» Κωνσταντίνου Ράλλη:

«Εάν η επιστολή του Προέδρου Μακαρίου απεστέλετο προ εξαμήνου, θα επρότεινα όπως επιστραφή ως απαράδεκτος. Ήδη, όμως, υπό τας παρούσας συνθήκας της Ελλάδος, θεωρώ την επιστολήν ως προδοτικήν και υπονομεύουσαν τα θεμέλια του Έθνους. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν περιθώρια διπλωματικών διαπραγματεύσεων.

Η υπόθεσις πλέον ανήκει εις την αρμοδιότητα των στρατιωτικών παραγόντων».

Μ’ άλλα λόγια, ήδη ο πρώτος ομιλητής δήλωσε ωμά ότι η υπόθεση μετατίθεται στην ηγεσία της Χούντας! Αυτή τη στάση θεωρούσε «πατριωτική» στην εισαγωγή του ο Ανδρουτσόπουλος.

Ακολούθησε η παρέμβαση του «Υπουργού Εθνικής Αμύνης» Ευστάθιου Λατσούδη, ο οποίος επιχείρησε να προτείνει ένα δρόμο συνεννόησης, αλλά βέβαια προβάλλοντας ως διπλό τον κίνδυνο από την Τουρκία και… τον κομμουνισμό:

«α. Η επιστολή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου είναι ασυνήθως οξεία, η απόφασίς του να δοθή εις την δημοσιότητα δεν είναι άνευ σημασίας και δεικνύει ενδεχομένως, τας προθέσεις του. Η επακολουθήσασα συνέντευξις Τύπου είναι το αποκορύφωμα της επιθετικότητος.

β. Οιαδήποτε πικρία δεν δικαιολογεί την υπό του Μακαρίου ακολουθηθείσαν τακτικήν.

γ. Η ενέργειά του αυτή δύναται κατ’ εμέ να αποδοθή εις ένα ή περισσοτέρους εκ των κάτωθι λόγων:

(1) Φοβείται μήπως διά τον εαυτόν του, λόγω τής δράσεως της ΕΟΚΑ Β΄ και προέβη εις την ενέργειαν ταύτην προληπτικώς, προς αντιπερισπασμών ή ακόμη υπό μορφήν αντεπιθέσεως.

(2) Εν όψει της εντάσεως των σχέσεών μας με την Τουρκίαν, προέβη εις την ενέργειάν του ταύτην, (α) διά να αποφύγη εμπλοκήν της Κύπρου εις ενδεχομένην σύρραξιν με την Τουρκίαν, (β) θεωρών τούτο ευκαιρίαν, προς απόκτησιν μεγαλυτέρας ανεξαρτησίας από το Εθν. Κέντρον και, εν ταυτώ, προς απόλυτον επικράτησιν εις το εσωτερικόν δι’ εξαλείψεως πάσης μορφής αντιδράσεως η και επιρροής, και (γ) θεωρών τούτο ευκαιρίαν, προς απόκτησιν μεγαλυτέρου κύρους και επιρροής εις τον ευρύτερον χώρον, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος, δι’ ενδεχομένην ικανοποίησιν πολιτικών προσωπικών φιλοδοξιών, σχετικώς με την εν Ελλάδι πολιτικήν κατάστασιν, (δ) Εις την προσπάθειάν του ταύτην, ενδεχομένως, ενεθαρρύνθη, υπελόγιζε εις υποστήριξιν ή επικουρείται, εκ των υστέρων, υπό (1) της Ρωσσίας – Μεγ. Βρεταννίας καί (2) ενίων εκ των πάσης φύσεως αντιστασιακών; (ε). Τίθεται νυν ως πρόβλημα η τηρητέα επί τον προκειμένου τακτική (τί δέον γενέσθαι).

Είναι ανάγκη να αντιμετωπισθή η κατάστασις με ρεαλισμόν, υπό το φως της πραγματικότητος.

Ούτω:

(1) Θα πρέπει να καταβληθή προσπάθεια δι’ άποκατάστασιν επαφής και κλίματος εμπιστοσύνης. Αφού προετοιμασθή καταλλήλως το έδαφος να προσκληθή ο Μακάριος εις Ελλάδα.

(2) Θα πρέπει να επισημανθή αυτώ, κατά τας συζητήσεις, ο κίνδυνος εκ της μειώσεως της δυνάμεως της Εθνοφρουράς και ότι δεν θα πρέπει να βασίζηται εις τυχόν υποσχέσεις άλλων, ειμή μόνον εις την ισχύν και την συμπαράστασιν της Ελλάδος.

(3) Θα πρέπει να επισημανθή αυτώ ο εκ του κομμουνισμού και της Τουρκίας κίνδυνος.

(4) Θα πρέπει να τονισθή αύτω, ότι η ακολουθηθείσα εκ μέρους του πρόσφατος τακτική δεν ήτο η ενδεδειγμένη.

(5) Θα πρέπει να καταβληθή προσπάθεια αναθεωρήσεως της θέσεως του Μακαρίου διά διαφόρων προτάσεων, εγγυήσεων κ.τλ., εν ή δε περιπτώσει διαπιστωθή εμμονή αυτού εις την στάσιν του, τότε θα ήτο δυνατόν να γίνη μία υποχώρησις, συνισταμένη εις την αποδοχήν αποχωρήσεως αριθμού τίνος αξιωματικών εκ της Εθνοφρουράς. Ταυτοχρόνως δε να επισημανθή ο κίνδυνος εκ της ενδεχομένης στελεχώσεως της Εθνοφρουράς δι’ αξιωματικών και ανδρών εκ του Έπικουρικού Σώματος, οι οποίοι κατά το πλείστον είναι αριστεροί. Το τελευταίον τούτο θα πρέπει να αποφευχθή».

Ο «Υπουργός Δημοσίας Τάξεως» Γεώργιος Τσουμάνης ήταν σιβυλλικός:

«Νομίζω ότι πρέπει να καταβληθή προσπάθεια όπως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αναθεώρηση τας αποφάσεις του, εις περίπτωσιν δε αποτυχίας, να ευρεθή τρόπος όπως κερδηθή χρόνος μέχρι εφαρμογής των εξαγγελθέντων μέτρων, δοθέντος ότι δεν υφίσταται δυνατότης ταυτοχρόνου αντιμετωπίσεως αμφοτέρων των προβλημάτων, άτινα τίθενται ενώπιόν μας, ήτοι των σχέσεών μας μετά της Τουρκίας και του Κυπριακού και υπό την έννοιαν ταύτην δέον να σταθμίσωμεν το περισσότερον επικίνδυνον και να ενεργήσωμεν αναλόγως».

Ο «Υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών» Δημήτριος Τσάκωνας έδωσε «επιστημονικό» τόνο στη συζήτηση:

«Διά των τελευταίων δηλώσεών του, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ζητεί να καταστή αρχηγός των Ελευθέρων Ελλήνων και να επιτύχη πολιτικάς εξελίξεις εις την Ελλάδα με διεθνή πολιτικήν στήριξιν. Τας απόψεις μου αυτάς στηρίζω, όχι εις ανάλυσιν συγκεκριμένων στοιχείων των οποίων άλλωστε στερούμαι, αλλά εις κοινωνιολογικά δεδομένα».

Ο «Υπουργός Αναπληρωτής Συντονισμού» Ηλίας Μπαλόπουλος και ο «Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας» Κωνσταντίνος Σκιαδόπουλος συντάχθηκαν με τις προτάσεις Λατσούδη, ενώ ο «Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών» Αλέξανδρος Τζαβέλλας χαρακτήρισε «προδοτική» τη στάση του Μακάριου.

Για το πώς ακριβώς σκέφτονταν οι «Υπουργοί» της Χούντας Ιωαννίδη να «απαλλαγούν» από τον Μακάριο ενδεικτική ήταν η ανατριχιαστική τοποθέτηση του «Υπουργού Δημοσίων Έργων» Τρύφωνα Τριανταφυλλάκου:

«Το αναφυέν πρόβλημα δέον να αντιμετωπισθή εις δύο φάσεις, με διάφορον μεθοδολογίαν. Η πρώτη φάσις, θα πρέπει να καλύψη την έντασιν των σχέσεών μας με την Τουρκίαν. Καθ’ ημάς, δεν συμφέρει παρά να αντιμετωπίσωμεν το θέμα εν συνδυασμώ και απολύτω συσχετισμώ προς την 2αν φάσιν. Τούτου ένεκεν, συμφωνώ με την πρότασιν των κ.κ. Λατσούδη και Τσουμάνη. Η δευτέρα φάσις θα πρέπει να καλύψη την οριστικήν εκκαθάρισιν του θέματος. Έν όψει της πρώτης φάσεως, διά την οποίαν πρέπει να ευρεθή ένα Modus Vivendi, είναι αναγκαίον όπως δημιουργήσωμεν εις τον Μακάριον αίσθημα πλασματικής ασφαλείας. Διότι, ερωτάται αν ο Μακάριος εις την προκειμένην περίπτωσιν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθή ως αντίπαλος και κατά τον αρμόζοντα τρόπον».

Ο «Υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών» Χαράλαμπος Γεωργιόπουλος υποστήριξε ότι πρέπει να επιλέξουν τη σκληρή ή την ήπια γραμμή:

«Εις την ακολουθητέαν στάσιν μας, δύο δρόμοι υπάρχουν:

(1) Η αποχώρησις όλων των δυνάμεων από την Κύπρον και η αποκοπή πάσης οικονομικής ενισχύσεως, καθώς και η ενθάρρυνσις ενός αντιμακαριακού αγώνος. Το μόνον θέμα το οποίον γεννάται είναι μήπως μία τοιαύτη λύσις θέτει εν κινδύνω την Κύπρον. Πιστεύω, όμως, όχι, διότι ουδείς θα τολμήση να την θίξη.

(2) Δεν θα πρέπει το Εθνικόν Κέντρον να ενδώση εις την έξαλλον τακτικήν του Μακαρίου, όστις προχώρησε πέραν του δέοντος. Δεν θα πρέπει να μειωθή ο αριθμός των Ελλήνων Αξιωματικών, ειμή μόνον να αντικατασταθούν οι υπηρετούντες εν Κύπρω δι’ άλλων».

Στα «Πρακτικά» αναφέρεται ότι παρενέβη ο Ανδρουτσόπουλος, λέγοντας ότι «ο Μακάριος δεν θα δεχθή προφανώς την πρότασιν αντικαταστάσεως των Ελλήνων Αξιωματικών».

Ενδιαφέρον έχει και η παρέμβαση του «Υπουργού Απασχολήσεως» Παναγιώτη Παπαρροδόπουλου, ο οποίος ομολογεί τον ρόλο της ΕΟΚΑ Β΄, σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις της Χούντας και κατηγορεί ως «παρακρατική» την άμυνα του νόμιμου καθεστώτος στο νησί:

«Ο Μακάριος εκινήθη από άμετρον φιλοδοξίαν. Η επιθυμία του είναι να παίξη τον ρόλον του πολιτικού ηγέτου της Ελλάδος. Δεν εδίστασε, όθεν, να στραφή προς πάσαν κατεύθυνσιν αντίθετον προς την ιδικήν του γραμμήν, συμπράξας ακόμη και με τους κομμουνιστάς. Ως προς την κυβέρνησίν του, πρόκειται περί κυβερνήσεως ανδρεικέλων.

Εις την τακτικήν του, έχομεν τελευταίως την αντίδρασιν της ΕΟΚΑ Β΄, υποστηριζόμενης και από τας Ελληνικάς Ενόπλους Δυνάμεις, εις την οποίαν ο Μακάριος αντέταξε τας παρακρατικάς οργανώσεις. Εχρησιμοποίησε μέθοδον προδοτικήν εις στιγμήν καθ’ ην υφίσταται το γνωστόν με την Τουρκίαν θέμα. Δεν αποκλείεται να προϋπήρξεν επ’ αυτού συνεννόησις μετά των παλαιών πολιτικών-αντιστασιακών».

Ο «Υπουργός Εμπορίου» Γεώργιος Αναστασόπουλος υποστηρίζει ότι «επιβάλλεται να μη εγκαταλείψωμεν την Κύπρον, διότι ο Μακάριος και οι αντιστασιακοί θα προσπαθήσουν να πλήξουν την Κυβέρνησίν μας», ενώ ο «Υπουργός Γεωργίας» Τζώρτζης Τζωρτζάκης ζητεί «συνεννόησιν» με τον Μακάριο με το εξής σκεπτικό: «Επειδή, πάντως, η Κύπρος συνδέεται και θα συνδέεται με τον Μακάριον επί πολλά εισέτι χρόνια και επειδή υπήρξαν στοιχεία τα οποία τον ηνώχλησαν πολλάκις, διά τούτο να επιδιωχθή διεύρυνσις και εξομάλυνσις των σχέσεών μας, με βασικήν επιδίωξιν όπως τελούν υπό τον έλεγχόν μας και τα εθνικά και τα λοιπά θέματα. Η συνεννόησις με τον Μακάριον είναι την στιγμήν ταύτην αναγκαία, προς καθησύχασίν του. Αυτό θα αποτελέση ιδική μας νίκην. Περαιτέρω, να επιδιωχθή ο έλεγχος και των διαφόρων οργανώσεων, διότι η Κυβέρνησις έχει την ευθύνην και υπό την έννοιαν ταύτην δέον να κατευθύνη τα πάντα».

Πιο πραγματιστής, ο «Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων» Παναγιώτης Χρήστου θέτει το δίλημμα: «Το θέμα είναι αν θέλομεν ή όχι την πτώσιν του Μακαρίου. Εάν δεν την θέλωμεν, να καταστήσωμεν τούτο σαφές. Εάν ναι, τότε να προβλέψωμεν το αποτέλεσμα. Εν Κύπρω, την πλειονότητα την εκπροσωπεί ο Μακάριος, ο οποίος ακολουθεί γραμμήν μη συμφέρουσαν την Τουρκίαν, οι Τούρκοι δε ουδέποτε θα κάμψουν τον Μακάριον». Και στο τέλος σχολιάζει κι αυτός την παρακρατική δράση της ΕΟΚΑ Β΄: «Εις την περίοδον ταύτην, της στενοχώριας μας, ο Μακάριος θέλει να τον διαβεβαιώσωμεν ότι δεν επιθυμούμε την απομάκρυνσίν του και να διατάξωμεν τους Αξιωματικούς μας να μην υποστηρίζουν την ΕΟΚΑ Β΄. Ασφαλώς επιθυμεί να τον προσκαλέσωμεν εις Αθήνας και να συζητήσωμε».

Ο «Υπουργός Εσωτερικών» Βασίλειος Τσούμπας επιμένει στην αφελή βεβαιότητα ότι «η Τουρκία υφ’ οιανδήποτε αναταραχήν εν Κύπρω την στιγμήν ταύτην δεν θα επιτεθή» και αναγνωρίζει την κυριαρχική θέση του Μακάριου στην Κύπρο: «Φοβούμαι, λοιπόν, μήπως υποτιμούμε παρά πολύ τον Μακάριον, διότι η εν Κύπρω διαμορφωθείσα επί 20ετίαν Elite είναι υπέρ Μακαρίου. O Μακάριος ζητεί κάτι την στιγμήν ταύτην. Θα πρέπει, διά να επιτύχωμεν όπως αποτραπή αυτό πού θέλει ο Μακάριος να διεισδύσωμε διά τινος ή διά τινων εκ των πολλών εξ απορρήτων, τους οποίους έχει εις την διάθεσίν του, ώστε να μειώσωμεν τον τόνον της οργής του».

Ο «Υπουργός Βιομηχανίας» Κωνσταντίνος Κυπραίος συμφωνεί με τους Λατσούδη και Χρήστου και προτείνει διαπραγματεύσεις με τον Μακάριο. Ο Κωνσταντίνος Ράλλης παρεμβαίνει και δηλώνει «αντίθετος προς την ιδέαν των διαπραγματεύσεων με τον Μακάριον». Ο «Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ» Γεώργιος Αλεξανδρής προτείνει να κερδίσουν χρόνο, «επιδιώκοντες συνεννόησιν με τον Μακάριον», προσθέτοντας ότι «ας λάβωμε υπ’ όψιν μας μήπως ο Μακάριος έχει πέσει θύμα εξωγενών παραγόντων». Παρεμβαίνει ο Ράλλης λέγοντας «όχι και θύμα», και ο Αλεξανδρής συμπληρώνει ότι «θέτει την λέξιν “θύμα” εντός εισαγωγικών». Πιο αποφασιστικός, ο «Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ» Δημήτριος Καρακώστας, ο οποίος αντιτείνει ότι «η θέσις του Μακαρίου εμφανίζεται αδύνατος και είναι ούτος εθνικώς εκτεθειμένος, έχει δε, με την απόφασίν του να φύγουν αι Ελληνικαί Ένοπλοι Δυνάμεις, ηθικώς και εθνικώς εξοφλήσει».

Η συνεδρίαση κλείνει με την τελική τοποθέτηση του Ανδρουτσόπουλου, ο οποίος προτείνει την «οδό των διαπραγματεύσεων» και εισηγείται μια σειρά σχετικών πρωτοβουλιών.

Το δεύτερο ντοκουμέντο

dokoumenta1_b5d06.jpg

Σειρά έχει το «Πολεμικό Συμβούλιο» της Χούντας που συγκλήθηκε το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, μόλις έγινε γνωστή η τουρκική εισβολή στο κυπριακό έδαφος. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι μια ώρα νωρίτερα, δηλαδή στις 7:30, είχε φτάσει απροειδοποίητα στο Πεντάγωνο αντιπροσωπεία των ΗΠΑ (υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο, υφυπουργός Αμύνης Μπομπ Έλσγουορθ, πρεσβευτής Χένρι Τάσκα, κ.ά.) και συσκέφτηκαν με τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνο, τους αρχηγούς των τριών όπλων (Γαλατσάνο, Αραπάκη, Παπανικολάου) και τον δικτάτορα Ιωαννίδη.

Ακολούθησε στις 8:30 το «Πολεμικό Συμβούλιο». Σύμφωνα με το Πόρισμα της Βουλής, «η εικόνα που παρουσίαζε εκείνο το πολεμικό συμβούλιο ήταν θλιβερή. Εκτός από τα μέλη του, όπως αυτά ορίζονταν από την τότε ισχύουσα νομοθεσία, μεγάλος αριθμός αξιωματικών είχε κατακλύσει την αίθουσα στην οποία συνεδρίαζε, καταλύοντας κάθε έννοια ιεραρχίας στο στράτευμα» («Φάκελος Κύπρου», τ. Α΄, «Τα πορίσματα της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων και της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων», Αθήνα-Λευκωσία 2018, σελ. 202).

Ως προς το περιεχόμενο της σύσκεψης με τους Αμερικανούς, σύμφωνα με τα ίδια επίσημα Πορίσματα της Βουλής των Ελλήνων και της Βουλής των Αντιπροσώπων, «ο Αμερικανός υφυπουργός τόνισε, ότι η κατάσταση στην Κύπρο από δραματική που ήταν κατά την προηγούμενη επίσκεψή του, στις 18 του ιδίου μηνός, έχει εξελιχθεί σε τραγική και ότι ένας πόλεμος ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία θα είχε ολέθριες συνέπειες και για τις δύο χώρες. Σε κάποια στιγμή, ο Ιωαννίδης, απευθυνόμενος προς τους Αμερικανούς, φέρεται ότι είπε: “Μας εξαπατήσατε! Εμείς θα κηρύξουμε πόλεμο” και αποχώρησε από τη σύσκεψη. Η σύσκεψη αυτή, που κράτησε μισή περίπου ώρα, περιορίσθηκε στις υποδείξεις της αμερικανικής πλευράς για αναζήτηση κάποιας συμβιβαστικής λύσεως. Πρέπει να σημειωθεί ότι, προτού τελειώσει η σύσκεψη, ο Ιωαννίδης επέστρεψε σ’ αυτή και δεν ξαναμίλησε. Όταν μετά το πέρας της συσκέψεως ρωτήθηκε τι σήμαινε η φράση που είχε εκστομίσει προς τους Αμερικανούς, απάντησε: “Το έκανα για να τους τρομάξω. Έπαιξα λίγο θέατρο”. Ποιο είναι το πραγματικό νόημα εκείνων των φράσεων του Ιωαννίδη, αν δηλαδή πραγματικά είχε διαβεβαιώσεις, από ποιους και σε ποιο βαθμό είναι αδύνατο να διαπιστωθεί, αφού ο μόνος που γνωρίζει την αλήθεια εν προκειμένω είναι ο Ιωαννίδης, ο οποίος όμως κρατάει το στόμα του κλειστό» («Φάκελος Κύπρου», τ. Α΄, στο ίδιο, σελ. 204).

Το ντοκουμέντο που παρουσιάζουμε βασίζεται στην ηχογράφηση αυτής της συνεδρίασης και η απομαγνητοφώνηση έχει γίνει από τις αρμόδιες υπηρεσίες πολλά χρόνια αργότερα. Στο αυτοβιογραφικό του πόνημα ο Γρηγόριος Μπονάνος επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων την περίοδο της Χούντας Ιωαννίδη γράφει ότι «η συνεδρίασις αυτή του Πολεμικού Συμβουλίου υπήρξεν η μοναδική και άπαντα τα λεχθέντα υπό των μετασχόντων αυτής έχουν μαγνητοφωνηθή» (Στρατηγός Γρ. Μπονάνος, «Η αλήθεια», Αθήνα 1986, σελ. 244). Η απομαγνητοφώνηση περιορίζεται μόνο σε αποσπάσματα και επειδή δεν αναγνωρίζονταν οι φωνές όσων έπαιρναν τον λόγο παραλείπονται τα ονόματά τους. Εδώ τα αποσπάσματα αυτά αποδίδονται σε «μη κατονομαζόμενους».

Στην αρχή της συνεδρίασης μιλά για την απάντηση στην τουρκική εισβολή με επιστράτευση ο Μπονάνος:

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ [Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων]:

«Από ελληνικής πλευράς όπως αντιλαμβάνεσθε όλοι σας, είναι θέμα πλέον αποφάσεως πολέμου. Το τυπικό μέρος λοιπόν. Προτείνω όπως κηρυχθεί επιστράτευσις. Και ληφθούν όλα τα από πλευράς στρατιωτικής απορρέοντα μέτρα, εις τρόπον ώστε, τουλάχιστον εις πρώτον χρόνον, να αποδείξωμεν εις τους Τούρκους και εις την συμμαχίαν ότι είμαστε αποφασισμένοι να πολεμήσουμε. Ναι […] Και πρέπει να πω ότι επιπλέον ότι ο κ. Σίσκο και ο κ. Τάσκα […] θα μας πει ο Πρωθυπουργός […] μας είπε αυτά τα οποία μας είπαν […]»

ΦΑΙΔΩΝ ΓΚΙΖΙΚΗΣ, [«Πρόεδρος»]:

«Μπορούμε να υπολογίζουμε ποία είναι η στάση της Εθνοφρουράς; Μπορούμε να το μάθουμε;»

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ:

«Αυτό μπορούμε, κ. Πρόεδρε, να το μάθουμε εν χρόνω, γιατί βέβαια είναι θέμα αναφοράς. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτό θα έχει καμία επίδραση για τη λήψη αυτής της αποφάσεως. Αυτό πληροφοριακώς μπορούμε να το μάθουμε.»

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ [«Πρωθυπουργός»]:

«[…] Ο κ. Τάσκα και ο κ. Σίσκο […] από την ιδίαν πηγήν εξεκίνησαν, αλλά διαφορετικά ετοποθετήθησαν. Ο μεν ένας εξεδήλωσε τας ανησυχίας του και την ανάγκη οπωσδήποτε να σταματήσουμε […] και οι δύο να προλάβουν μια ενέργεια εκ μέρους μας, την οποία εφοβούντο, με τη διαφορά ότι διαφορετικά ετοποθετήθησαν. Και πρόλαβαν τις ανησυχίες τους. Ο μεν κ. Τάσκα εφαίνετο οπωσδήποτε ότι πρέπει κάτι να γίνει, διότι παρεδέχετο ότι 100% έχει σφάλει η τουρκική πλευρά. Ο Σίσκο ίσως για τη διατήρηση μιας διαπραγματευτικής δυνατότητος, επεκαλέσθη το ενδιαφέρον μας δια την συμμαχίαν, δια το μέλλον του δυτικού κόσμου, διά, διά, διά…»

Μετά από ανταλλαγή κάποιων απόψεων για τον χαρακτήρα της επιστράτευσης, για τον ρόλο των ΗΠΑ και για την ανάκληση του Έλληνα πρέσβη από την Άγκυρα, παρεμβαίνει ο Ιωαννίδης και ζητά ως «λύση» να κηρυχθεί η «Ένωση» Ελλάδας-Κύπρου και να ξεκινήσει πόλεμος με την Τουρκία:

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Σε ένα σημείο κάνουμε λάθος, ότι έχομε πόλεμο. Ανεξαρτήτως αν θα κρατήσει 10 χρόνια, αν θα κρατήσει μια μέρα […]

Λέω: “Με συγχωρείτε, έχουμε πόλεμο”. Έχει αρχίσει ο πόλεμος. Όχι, ότι προσεβλήθημεν εις τας σύνθήκας. Έχει αρχίσει ο πόλεμος. Η απάντηση πρέπει να είναι ότι: η Τουρκία άρχισε τον πόλεμο και η Ελλάς θα αμυνθεί και θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να υπερασπίσει την πατρίδα. Αυτό θα είναι η απάντηση. Τουλάχιστον πόλεμο.

Όχι… Μας έχουν βουλιάξει καράβια! Τι άλλο θέλομε; Τι σημασία έχει, αν μας πιάσουν ένα νησί μας, πιάσουν δύο ή και πάμε εμείς και τους τα πάρουμε πάλι; Άρχισε ένας πόλεμος. Πρέπει να το καταλάβουμε. Και αυτό θα το πούμε στην ανακοίνωση. Η Τουρκία άρχισε τον πόλεμο.

Δεύτερον θα ανακληθεί αμέσως το κλιμάκιο της Σμύρνης. Όχι δεν έχουμε […] Τί ΝΑΤΟ τώρα δηλαδή; Θα θυσιαστούμε εμείς όλοι για τη Δυτική Συμμαχία;

Και τρίτον, οπωσδήποτε πρέπει να πούμε κάτι στην κυβέρνηση, εφ’ όσον, τί άλλο θέλομε;

Εδώ στα γεγονότα του 1964 εκείνο που κατηγορούν όλους είναι ότι δεν κήρυξαν την Ένωση. Να τελειώσουμε. Περισσότερα πράγματα από [όσα] θα γίνουν τώρα, δεν θα γίνουν. Διότι αν δεν κηρύξουμε την Ένωση θα μπούνε μέσα οι άλλοι […] αλλά η Ένωση να κηρυχθεί. Εφόσον τους είπαμε στις 9:30 η ώρα να πάρουμε τον Σαμψών και να τους πούμε να συνέλθει το Υπουργικό Συμβούλιο και να κηρύξει την Ένωση. Θα την αποδεχθούμε εμείς και αρχίζει ο πόλεμος. Από εκεί και πέρα θα δούμε τί θα γίνει. Ο πόλεμος… έτσι είναι. Έχει φάσεις…»

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Πρέπει να γίνει διαφώτιση;»

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Και αν μου επιτρέπετε ακόμη, αφού λάβουμε αμέσως μια απόφαση, να διακόψουμε να υλοποιηθούν αυτά τα μέτρα και όχι ατέρμονες συζητήσεις, διότι μας καθυστερούν. Ας κάνουμε την επιστράτευση και από κει και πέρα ξαναρχόμαστε».

Ο Ράλλης, ο Ιωαννίδης και άλλοι επαναλαμβάνουν ότι η «λύση» είναι η ανακήρυξη της «Ενώσεως», αλλά ως μπλόφα για να εντυπωσιαστούν οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ:

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΑΛΛΗΣ [«Υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ»]:

«Θα πρέπει να προσέξουμε, να μην αδυνατίσουμε διπλωματικώς. Γι’ αυτό, παρ’ ότι είναι ωραία η ιδέα της Ενώσεως και ίσως μπορεί να λεχθεί στον Σίσκο αυτό το πράγμα, ότι εμείς θα κηρύξουμε την Ένωση, διότι πρέπει να δούμε, και πού τους πονάει περισσότερο τους φίλους μας τους Αμερικανούς. Διότι με το να πούμε ότι θα [αντι]ταχθούμε στρατιωτικώς μπορεί να πουν, “ωραία [αντι]ταχθείτε και σπάστε τα μούτρα σας”. Εάν όμως τους απειλήσουμε με μία λύση -διότι ο πόλεμος μπορεί να τελειώσει είτε εμείς να κερδίσουμε, είτε οι Τούρκοι. Δέκα μέρες, δέκα μήνες, δέκα χρόνια δεν έχει σημασία. Σημασία έχει μήπως δια μιας πράξεως, την οποία θα απειλήσουμε εμείς, τους βάλαμε εις γενικοτέρας ανησυχίας. Μπορεί να είναι δυνατόν να επέμβει η Σοβιετική Ένωση. Διότι, αν γίνει πόλεμος Ελλάδος και Τουρκίας η Σοβιετική Ένωση δεν επεμβαίνει. Εάν απειλήσουμε Ένωση, επιμένω στη φράση “να απειλήσουμε Ένωση” -όχι να την πραγματοποιήσουμε, εάν λοιπόν απειλήσουμε Ένωση, τότε θα αρχίσουν να ανησυχούν, διότι έτυχε να είμαι και εγώ στην Επιτροπή χθες βράδυ και ήταν φοβερά εκνευρισμένος, και αντιλαμβάνομαι ότι αυτοί φοβούνται διεθνή εμπλοκή και ο κ. Τάσκα και ο κ. Σίσκο.

Εκεί νομίζω ότι πρέπει να είναι το σημείο εκβιασμού του δικού μας. Απειλούμε Ένωση, αν μου επιτρέπετε διότι είμαι υποχρεωμένος να επαναλάβω αυτό που είπα και πριν. Πρέπει να έχουμε και ένα διπλωματικό χαρτί δυνατό. Και αυτή τη φορά είμαστε ισχυροί και μέσα στο ΝΑΤΟ και στον ΟΗΕ και παντού».

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Το ΝΑΤΟ μας το έφτιαξε αυτό. Αυτό είναι defacto. Αυτό που είπε ο κ. Αρχηγός, είναι ο σκοπός. Να τους αφήσουμε να μπούνε στην Κυρήνεια και μετά να επέμβουμε».

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΑΛΛΗΣ:

«Αλλά η επέμβαση. Αυτό δεν το αποκλείω. Η κήρυξη της Ενώσεως επισήμως, μήπως αυτό οι Τούρκοι… Οι Τούρκοι θα πούνε. Ορίστε δι’ αυτό μπήκαμε εμείς, διότι είχανε σκοπό…»

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Σεμνά, σεμνά».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Αυτό μπορούμε να το πούμε στον Σίσκο;»

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ:

«Το κρατάμε ως εφεδρεία».

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Και θα γίνει αυτομάτως η Ένωση, κύριε Αρχηγέ, θα γίνει δια αμύνης. Δια της αμύνης. Άμα πετύχει η άμυνα, έγινε».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Κύριε Πρόεδρε, πριν μου δώσετε το λόγο, θα ήθελα να παρατηρήσω το εξής: Το θέμα της Ένωσης, αυτή τη στιγμή, η ανακήρυξη της Ενώσεως, δεν μας προσφέρει πολλά πράγματα».

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Λάθος. Ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Γιατί θα αμυνθεί; Ο Ελληνικός λαός γιατί θα πολεμήσει;»

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ:

«Διότι έγινε επίθεσις».

Πιστοί στη λογική της Χούντας, που θεωρούσε εθνικό κίνδυνο μόνο τον «από βορράν», δηλαδή τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας οι συγκεντρωμένοι ανησυχούν για τη στάση της Βουλγαρίας. Ακόμα και ο Μπονάνος στο βιβλίο του παραδέχεται ότι οι σχετικές πληροφορίες ήσαν εσφαλμένες, αλλά βέβαια επιμένει ότι καραδοκούσε η Βουλγαρία να εκμεταλλευθεί την ενδεχόμενη ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο με την Τουρκία (σελ.255-257).

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Εγώ θέλω να κάνω μία ερώτηση. Όσον αφορά για την Κύπρο συμφωνώ. Θέλω να επεκτείνω το θέμα. Και ερωτώ τον κύριο ΑΕΔ. Κάνουμε επιστράτευση. Θα χτυπήσουμε την Τουρκία εδώ; Στον Έβρο; Θα χτυπήσουμε, θα πάνε ελληνικές δυνάμεις στην Κύπρο; Και είμεθα εις θέσιν να κρατήσουμε δύο μέτωπα;»

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ:

«Θα σας απαντήσω. Για μένα τον ΑΕΔ δεν είμεθα εις θέσιν να ξεκινήσουμε υπερπόντια εκστρατεία. Αλλά δεν θα επιτεθούμε στον Έβρο. Απλώς θα είμεθα έτοιμοι, εάν επιτεθούν, να αμυνθούμε».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Βεβαίως όλοι θα αμυνθούμε. Λέγω μήπως για αντιπερισπασμό των γεγονότων της Κύπρου διατάξωμεν προέλασιν στην Θράκη».

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ:

«Αυτό θα εξαρτηθεί».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Έχουμε υπόψη μας τη θέση της Βουλγαρίας;»

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ:

«Η Βουλγαρία όπως παρουσιάζεται σήμερα, είναι, το ξέρουμε άλλωστε ο προπομπός της σοβιετικής πολιτικής. Η σοβιετική πολιτική σήμερα όπως γνωρίζουμε, τάσσεται παρά τω πλευρώ της Τουρκίας… »

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Δηλαδή είναι ενδεχόμενο οι Βούλγαροι να συγκεντρωθούν στα σύνορά μας;»

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ:

«Δεν αποκλείεται. Εάν δεν έχουν ήδη συγκεντρωθεί».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Αυτά πρέπει να τα σταθμίσουμε πολύ καλά, προτού εμπλέξουμε ελληνικάς δυνάμεις».

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ:

«Δεν θα εμπλέξουμε ελληνικάς δυνάμεις, απλώς θα κάνουμε μερική επιστράτευσιν».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Κατά τα άλλα συμφωνώ απολύτως. Για τον Έβρο τί θα κάνουμε;»

[Στο σημείο αυτό ακούγονται δύο συνομιλούντες που λένε: Το θέμα Βουλγαρίας να το δούμε, μετά να το κουβεντιάσουμε».]

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ:

«Για τον Έβρο θα εξαρτηθεί…. Έχουμε κινήσεις [θα] αποτελέσει αντικείμενο μιας άλλης συσκέψεως.

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Καλά, συσκέψεως, ναι. Αλλά μη βρεθούμε προ τετελεσμένων γεγονότων. Το θέμα είναι εδώ, μήπως αυτοί παίζουν το παιχνίδι. Αρχίζουν από εκεί και πάνε αυτοί να μας εμπλέξουν σε μία περιπέτεια, η οποία θα. έχει ενδεχομένως και για την Μητρόπολη επιπτώσεις».

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ:

«Δηλαδή, τι πρέπει να κάνουμε; Να σταματήσουμε…»

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Όχι στην Κύπρο θα κάνουμε αυτά τα οποία είπαμε…»

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Κύριε Πρόεδρε, δεν νομίζω ότι… στρατιωτικό πολεμικό πεδίο να εξαντλήσουμε όλες τις… φάσεις και νομίζω ότι για να αποφύγομε τη ρωσική στρατιά μέσω Βουλγαρίας… Υπουργός των Εξωτερικών… σ’ αυτή την φάση δεν πρέπει να θίξουμε ή να…

Δεν μπορούμε να ανοίξουμε μέτωπα και με την Τουρκία και με την Βουλγαρία. Όσον αφορά την Κύπρο νομίζω ότι τα μέτρα που πρέπει να γίνουν…».

Τελικά το μόνο που καταλήγουν να ανακοινώσουν στους Αμερικανούς είναι η κήρυξη της επιστράτευσης. Αλλά κι εκεί ο καθένας έχει άλλη πρόταση.

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ:

«Συνεπώς ο κύριος Υπουργός των Εξωτερικών θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να συναντηθεί με τον κ. Σίσκο και με τον κ. Τάσκα. Για να μη φανεί ότι πηγαίνουμε όλοι και τρέχουμε και τους δίνουμε αυτή την εντύπωση, ενός πανηγυριού, με συγχωρείτε πάρα πολύ, και θα τους ανακοίνωση ότι η Ελλάς απεφάσισε παρά ταύτα την κήρυξιν επιστρατεύσεως.

Δεύτερον, την ανάκληση του πρέσβεως μας από την Άγκυρα και των κλιμακίων μας οπουδήποτε και αν ευρίσκονται.

Λοιπόν κήρυξη επιστρατεύσεως.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Γενικής επιστρατεύσεως συγκεκριμένα».

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ:

«Η Ελλάς ανεξαρτήτως προ πάσης άλλης ενεργείας κήρυξε γενικήν επιστράτευσιν.

Εάν μέχρι της 10ης πρωινής δεν σταματήσει οιαδήποτε τουρκική ενέργεια προς την Κύπρο -την ώρα κανονίστε την- και 11ης δεν ξέρω…»

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Καλό να δώσωμε ένα περιθώριο λογικού χρόνου, διότι δεν ημπορεί να υλοποιηθή, 5 με 6 ώρες».

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ:

«Θέλετε μέχρι της 2ας μεσημβρινής;»

ΠΟΛΛΟΙ:

«Ναι, ναι».

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ:

«Μέχρι της 2ας μεσημβρινής θα ανακληθεί ο πρέσβης μας από την Άγκυρα και όλα τα ελληνικά κλιμάκια».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Με συγχωρείτε μια λεπτομέρεια. Για την Σμύρνη δεν υπάρχει θέμα, θέλετε να καλέσωμε και τα υπόλοιπα κλιμάκια δηλαδή από την Νεάπολη κ.λπ.»

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ:

«Όχι, όχι».

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ:

«Μόνο της Σμύρνης, ναι. Δεν ξέρω μόνον όμως μήπως θα πρέπει να τους πούμε ότι εδόθη εντολή ανακλήσεως».

ΠΟΛΛΟΙ ΜΑΖΙ:

«Βεβαίως, βεβαίως».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Να δοθεί εντύπωση και εδώ ότι εδόθη εντολή ανακλήσεως σε όλα τα κλιμάκια που έχομε στο ΝΑΤΟ. Άλλο εάν δεν το πραγματοποιήσομε…».

Κεντρικό πρόβλημα της σύσκεψης είναι πώς θα παρουσιάσουν στους εκπροσώπους της αμερικανικής κυβέρνησης την «μπλόφα» με την Ένωση.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΠΡΑΙΟΣ [«Υπουργός Εξωτερικών»]:

«Με τον Σίσκο θα μιλήσομε περί Ενώσεως;»

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Όχι».

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Συμφωνώ εγώ να τους πούμε, ότι εγώ βλέπω εκεί θα πάμε, δηλαδή δεν θέλαμε εμείς την Ένωση….»

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Μας φέραν μοιραίως εκεί…»

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Αλλά δεν θα το κάνουμε».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Σ’ αυτή τη φάση όχι».

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Καλά, το είπα εγώ, δεν είναι ανάγκη να…».

Ενώ συζητούν πώς θα αποφευχθεί η μαζική απόσυρση καταθέσεων από τις τράπεζες, έρχεται το νέο ότι στην Κύπρο βομβαρδίζονται οι πόλεις. Ο Ιωαννίδης δηλώνει την κήρυξη ενός πολέμου που ποτέ δεν ξεκίνησε.

ΗΛΙΑΣ ΜΠΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Αναπληρωτής Υπουργού Συντονισμού»]:

«Μήπως πρέπει να καθυστερήσουμε την ανακοίνωση για να πάρομε στις Τράπεζες τα αναγκαία μέτρα… καταθέσεις κ.λπ.»

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Ένα τέταρτο… Μέτρα οικονομικής κινητοποιήσεως και να γίνει η ανακοίνωση…»

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Μέχρι ένα τέταρτο».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Τί άλλο θέλετε;»

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Στις δέκα η ώρα να γίνει».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Είναι 9 παρά πέντε».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Να γίνει μια ανακοίνωσις οπωσδήποτε. […] …Σίσκο …κουβεντολόι…. καλέστε τον στο Υπουργείο Εξωτερικών».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Κύριε Χανιώτη ορίστε. Έχουμε τίποτε νεότερο;»

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΝΙΩΤΗΣ [υποστράτηγος]:

«Έχουμε ότι 4 τουρκικά αεροπλάνα παρεβίασαν δυτικώς Χίου, τον δικό μας εναέριο, χώρο…. και πηγαίνουν από μέσα, παραβιάζοντας αυτή την πλευρά κυρίως, τα αναχαιτίζουν βέβαια σύμφωνα με τις διαδικασίες του ΟΗΕ».

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Μου φαίνεται ότι μας παίρνουν τα γεγονότα, Βομβαρδίζονται όλες οι πόλεις της Κύπρου. Όλες».

ΜΗ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ:

«Αυτή τη στιγμή».

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

«Λευκωσία, παντού, βομβαρδίζουν συνέχεια.

Κηρύσσουμε τον πόλεμο […] τώρα αφού βομβαρδίζονται».

dokoumenta2_ec9a5.jpg

Είναι γνωστό ότι ούτε πόλεμος κηρύχθηκε ούτε ήταν σε θέση το δικτατορικό καθεστώς να πραγματοποιήσει τις απειλές του. Και η μόνη απόφαση που επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί, δηλαδή η επιστράτευση, στην πραγματικότητα απέδειξε τη στρατιωτική γύμνια ενός «στρατιωτικού καθεστώτος». Αντιγράφω από το Πόρισμα της Βουλής:

«Η γενική επιστράτευση οδηγήθηκε σε παταγώδη αποτυχία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι στρατώνες, στους οποίους είχαν συρρεύσει οι επιστρατευθέντες, δεν ήταν σε θέση να τους εφοδιάσουν ούτε με ιματισμό, ούτε με οπλισμό, ενώ και η τροφοδοσία τους ακόμη δεν ήταν απλώς ελλιπής, αλλά ανύπαρκτη. Παράλληλα, τα επιταχθέντα μεταφορικά μέσα δημιούργησαν τέτοιο χάος στους στρατώνες, ώστε έφθασαν στο σημείο να μην είναι δυνατή ούτε η στοιχειώδης λειτουργία τους. Το συναγόμενο συμπέρασμα είναι ότι η γενική επιστράτευση, που διατάχθηκε τότε, αποτέλεσε μεγάλο “φιάσκο”, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα τις τεράστιες ελλείψεις των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε οπλισμό και ιματισμό» («Φάκελος Κύπρου», τ. Α΄, ό.π., σελ. 203).

Στην πραγματικότητα η επιστράτευση οδήγησε στην κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος που υποχρεώθηκε σε τρεις μέρες και παραδώσει την εξουσία στους «παλαιούς πολιτικούς». Για την Κύπρο, βέβαια, ήταν πολύ αργά.