Πολιτική

Γιατί δεν ανακάμπτει το ΠΑΣΟΚ

Γιατί δεν ανακάμπτει το ΠΑΣΟΚ
Τέσσερις ειδικοί δίνουν τη δική τους ερμηνεία.

Η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευνοϊκή για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται, δημοσκοπικά, στη χειρότερη στιγμή της και ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται. Το κοινωνικό αίτημα για συγκροτημένη και αποτελεσματική προοδευτική αντιπολίτευση είναι ισχυρό και δημιουργεί γόνιμες συνθήκες για την ανασύσταση του προμνημονιακού κραταιού δικομματισμού. Παρόλα αυτά, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν εκτινάσσεται, Μπορεί να βρίσκεται πλέον στη δεύτερη θέση, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, αλλά αυτό οφείλεται στην συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ και όχι σε μια δική του θετική δυναμική.

Κατά την πολιτική αναλύτρια Μαρία Καρακλιούμη, αυτό που λείπει είναι η πραγματική γείωση με την κοινωνία. Για τον Λευτέρη Κουσούλη, το τραύμα που έχει προκαλέσει στο κοινωνικό σώμα το ΠΑΣΟΚ στη διάρκεια της μεταπολίτευσης υπονομεύει την ανάκαμψη του. Ο πανεπιστημιακός Γιάννης Κωνσταντινίδης πιστεύει ότι η λείανση των διαφορών μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ επί ηγεσίας Μητσοτάκη έχει παίξει σημαντικό ρόλο, ενώ ο Γιώργος Τράπαλης εκτιμά ότι τα πρωθυπουργικά χαρακτηριστικά της νέας ηγεσίας, εφόσον είναι ισχυρά, θα δώσουν στο ΠΑΣΟΚ την ώθηση που δεν έχει σήμερα.

Μαρία Καρακλιούμη, Πολιτική Αναλύτρια

Ψήφος προοπτικής, όχι διαχείρισης

Πριν λίγες μέρες οι δύο πρώην πρωθυπουργοί και ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στην επετειακή εκδήλωση για τα 50 χρόνια από την 3η του Σεπτέμβρη 1974 αναφέρθηκαν στην ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ να ηγεμονεύσει ξανά στον προοδευτικό χώρο. Το ΠΑΣΟΚ σήμερα είναι κόμμα με κομματική οντότητα και διάρθρωση, κυβερνητική εμπειρία και χρόνια αποχή από την εξουσία για να ισχυριστεί ότι έχει μάθει από τα λάθη του. Τι φταίει όμως και οι πολίτες δεν το προκρίνουν ως επιλογή ψήφου, σε μια περίοδο που προκύπτει ως πολιτική ανάγκη ένα κόμμα με τα χαρακτηριστικά που μόλις περιγράψαμε;

Σήμερα στο ΠΑΣΟΚ λείπει η πραγματική γείωση με την κοινωνία, καθώς περιορίζεται στην αναδρομική επίκλησή της. Οι κομματικά δρώντες στην πλειοψηφία τους θα προσέλθουν στην κάλπη της 6ης Οκτωβρίου και θα επιλέξουν Πρόεδρο όχι στη βάση της ιδεολογικής εγγύτητας ή ταύτισης αλλά με γνώμονα την εκλογιμότητα, την πρωθυπουργισιμότητα ή την βραχυχρόνια κομματική συμπόρευση με τον ή την πρόεδρο που θα επιλέξουν.

Η ανάγκη της κοινωνίας όμως είναι άλλη. Επιθυμεί ένα κόμμα που θα μπορεί να την πείσει ότι αποτελεί προοπτική λύση, ανεξάρτητα από τα σημερινά πολιτικά δεδομένα που σε λίγους μήνες μπορεί να αλλάξουν.

Όταν το ΠΑΣΟΚ πείσει ότι η ψήφος σε αυτό είναι ψήφος προοπτικής για το μέλλον και όχι στρατηγικής διαχείρισης για τα τρέχοντα, θα αποκτήσει την ιδιότητα που λησμονά, ότι είναι ΚΙΝΗΜΑ.

Λευτέρης Κουσούλης, πολιτικός επιστήμονας

Το παρελθόν υπονομεύει το μέλλον

Τις ημέρες αυτές, που η εκλογική διαδικασία στο ΠΑΣΟΚ εισέρχεται στην τελική φάση της, όλο και πιο συχνά ακούγεται το ερώτημα και πλανάται ο σχετικός προβληματισμός: μπορεί το ΠΑΣΟΚ να ξαναγίνει μεγάλο κόμμα; Γιατί μέσα σε μια ευνοϊκή συνθήκη, όπως οι τρεις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, ιδιαίτερα οι ευρωεκλογές, δεν μπόρεσε να βελτιώσει τη θέση του; Γιατί αντίθετα είχε απώλειες στις ευρωεκλογές; Φταίνε τα πρόσωπα; Η ηγεσία του; Η αδυναμία να εκφράσει πειστικά μια άλλη πολιτική; Φταίει τι ίδιο το ΠΑΣΟΚ; Ο συλλογικός φορέας, αυτό που εκφράζει και αυτό που ανακινεί; Ασφαλώς τα πρόσωπα έχουν τη σημασία τους και τη βαρύτητά τους σε μια αναμέτρηση. Όμως δεν αρκούν. Ο φορέας και αυτό που τον συνοδεύει, στο κόμμα και αυτό που αντιπροσωπεύει βρίσκεται η ερμηνεία της στασιμότητας και της πολιτικής αδυναμίας ανάκαμψης. Τα κόμματα εξουσίας, που για μεγάλη διάρκεια διαχειρίζονται τα δημόσια πράγματα και τις ανάγκες των ανθρώπων τα παρακολουθεί η ιστορία τους, κάθε τι που λένε και κάνουν αναμοχλεύουν τη μνήμη, ανακαλούν παλαιότερες εμπειρίες, έρχονται μπροστά στα μάτια των ανθρώπων ως αυτό που κυρίως υπήρξαν και όχι ως αυτό που υπόσχονται ότι θα γίνουν. Τα κόμματα είναι παράσταση στη συνείδηση πρώτα και μετά όλα τα άλλα. Το ΠΑΣΟΚ, με τη διαδρομή που γνωρίζουμε, από τις πρακτικές εξουσίας την δεκαετία του ’80 ως τη χρεωκοπία, είναι μια αρνητική παράσταση στη συνείδηση. Έχει στη διαδρομή προκαλέσει ένα τραύμα στο κοινωνικό σώμα. Σχεδόν προκαλεί «φόβο» ως φαντασία αρνητική μιας πρότερης εμπειρίας εξουσίας. Αυτό κατά τη γνώμη μου διαγράφει ένα όριο στην εκλογική και κοινωνική απήχηση του λόγου του. Έτσι η αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ και η φθορά της Ν.Δ. μικρή σημασία έχει όταν η «συνομιλία» με το ΠΑΣΟΚ είναι υπονομευμένη στον πυρήνα της.

Γιάννης Κωνσταντινίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Ήρθε η ώρα του ΠΑΣΟΚ;

Οι προβλέψεις για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ και οι ερμηνείες για την πτώση του Στέφανου Κασσελάκη παραβιάζουν, τις μέρες αυτές, ανοιχτές θύρες. Ένα κόμμα εκλογικά τραυματισμένο, πολιτικά ασταθές, οργανωτικά σαθρό και με το πολιτικό προσωπικό πρώτης γραμμής του να έχει ανταλλάξει βαρείς προσωπικούς χαρακτηρισμούς δεν μπορεί να έχει μέλλον. Ένας αρχηγός που δεν κατάλαβε ποτέ ότι η προσωπική του ζωή δεν μπορούσε να είναι κριτήριο ψήφου υπέρ ενός κόμματος, ότι όσοι σε χειροκροτούν τη στιγμή που έχεις εξουσία δεν το κάνουν κατ’ ανάγκη με την καλή τους την καρδιά, αλλά και ότι το ελληνικό εκλογικό σώμα στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι εξαιρετικά ευμετάβλητο, δεν μπορούσε να μείνει στη θέση του. Το μεγαλύτερο ερώτημα των ημερών δεν αφορά λοιπόν ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε τον έκπτωτο ηγέτη του. Αφορά το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που σχεδόν εξαϋλώθηκε το 2015, όταν οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι του το εγκατέλειψαν για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα που κληροδότησε στον ΣΥΡΙΖΑ -χωρίς βέβαια να το θέλει το ίδιο- συνθήματα, προσωπολατρεία και ιστορικές αναφορές. Είναι η επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στον πάλαι ποτέ ρόλο του δικομματικού παίκτη η επόμενη εξέλιξη για το ελληνικό κομματικό σύστημα;

Οι δημοσκοπικές καταγραφές των τελευταίων εβδομάδων, αλλά και το αποτέλεσμα της κάλπης των Ευρωεκλογών αποτυπώνουν τη δυσχέρεια του ΠΑΣΟΚ να επανέλθει στον παραδοσιακό ρόλο του παρά τη ραγδαία συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ένα απο-ιδεολογικοποιημένο κομματικό σύστημα, όπου μάλιστα τα κόμματα δεν διαθέτουν ταξικές αναφορές και παράλληλα το εκλογικό σύστημα ευνοεί τον σχηματισμό μονοκομματικών κυβερνήσεων, η εδραίωση ενός διπόλου κομμάτων που θα μάχονται για την εκλογική νίκη είναι σχεδόν φυσική. Η φυσική αυτή τάση άλλωστε έφερε, ήδη από το 2012, την αντικατάσταση του (προσλαμβανόμενου ως «ένοχου») ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ για όσους εχθρεύονταν την κατεστημένη ΝΔ. Η ίδια τάση διατήρησε και τη ΝΔ στο δικομματικό παιχνίδι ως τον αντίπαλο του νεοφώτιστου και απρόβλεπτου ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από το 2015 και παρά την εμφανή τοποθέτησή της στο μνημονιακό στρατόπεδο. Γιατί λοιπόν δεν φαίνεται να έχει λειτουργήσει ακόμα το φυσικό για την Ελλάδα μοντέλο του δικομματισμού; Η ασάφεια για το μέλλον της φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ, όσο εκκρεμεί η διαδικασία εκλογής νέου προέδρου που για τα ελληνικά αμιγώς προσωποκεντρικά κόμματα συνιστά το πλέον κομβικό σημείο στην πορεία τους, δικαιολογεί μερικώς την καταγραφόμενη καθυστέρηση στη φυσική λειτουργία του ελληνικού δικομματισμού.

Ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ θα έχει δυσκολίες να επιστρέψει στον δικομματικό του ρόλο ακόμα και μετά την εκλογή νέας ηγεσίας για δύο λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με το βαρύ φορτίο της προσλαμβανόμενης εικόνας του ως ενός κόμματος που πρόδωσε την ιστορία του ως φιλολαϊκού κόμματος, συμμαχώντας μάλιστα με τον αιώνιο αντίπαλό του, τη ΝΔ. Πρόκειται για μια εικόνα που χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένως ως βαρύ κατηγορητήριο από τους χιλιάδες ψηφοφόρους του που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ κατά την τελευταία δεκαετία και οι οποίοι καλούνται τώρα να υπερβούν την αίσθηση ανακολουθίας προηγούμενων λόγων και επόμενων πράξεων τους. Αναμφίβολα, κάτι τέτοιο απαιτεί χρόνο. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με τη συστηματική προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να δομήσει το προφίλ της ΝΔ, υιοθετώντας ανοιχτά πολιτικές και πρόσωπα που παραπέμπουν με τρόπο άμεσο στο ΠΑΣΟΚ. Η επίμονη λείανση των διαφορών μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ -στα χρόνια της ηγεσίας Μητσοτάκη- δημιουργεί αδράνειες σε μεγάλο αριθμό παλαιών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που πλέον έχουν στηρίξει τη ΝΔ με την ψήφο τους στην κάλπη και με τον λόγο τους στο κοινωνικό περιβάλλον τους. Με άλλα λόγια, η ένταση της αντιπαράθεσης των μνημονιακών και των μεταμνημονιακών ετών μπλοκάρει τη φυσική ροή του ελληνικού δικομματισμού και την επαναφορά του ΠΑΣΟΚ στον παλαιό του ρόλο. Ωστόσο, η εμπέδωση από την κοινωνία της θέσης του ως αξιωματικής αντιπολίτευσης -κάτι που δεν αναμένεται να αργήσει δεδομένου ότι μέρος των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα παραμείνει στο κόμμα, όποια και αν είναι η εξέλιξη στο κόμμα- και η λογική φθορά της κυβέρνησης της ΝΔ με το πέρασμα του χρόνου θα δώσουν στο ΠΑΣΟΚ μοιραία την ευκαιρία να παίξει τον ρόλο του εκάστοτε εχθρού αυτού που θέλουμε να τιμωρήσουμε. Το καλούπι του ελληνικού δικομματισμού παραμένει αναλλοίωτο.

Γιώργος Τράπαλης, πολιτικός αναλυτής (Good Affairs)

Τελευταία ευκαιρία

Ο μύθος του Αισώπου με τον ψεύτη βοσκό είναι ένα πολύ γνωστό σε όλους μας παιδικό ανάγνωσμα, οπότε είναι περιττό να αναφέρω την πλοκή της υπόθεσης. Όμως έχει ιδιαίτερη αξία το νόημα του παραμυθιού: «Ακόμη και όταν λες αλήθεια κανείς δεν σε πιστεύει». Το ΠΑΣΟΚ για χρόνια πλήρωσε τον πρότερο εαυτό του όσον αφορά τις υποσχέσεις που δεν κράτησε. Ή για την ακρίβεια τις υποσχέσεις που δεν κράτησε απέναντι σε έναν κόσμο που ήθελε να του υπόσχονται ανέφικτα πράγματα. Το πλήρωσε σκληρότερα από κάθε άλλο κόμμα και ο λαός είναι υπερ του δέοντος απαιτητικός απέναντι του. Πολλές φορές άδικα αλλά κατά βάση δεν του συγχωρεί πλέον, κανένα στραβοπάτημα. Το ΠΑΣΟΚ καθόλη την περσινή χρονιά, πλήρωσε την αμφισημία και την μη θέση του σε κρίσιμα νομοσχέδια. Παρόλη την αρχική πτώση του ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστά που άγγιζαν τα μονοψήφια μέχρι και τις αρχές του χρόνου, τελικά είδαμε ξανά το ίδιο έργο όπου το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να ανοίξει το βήμα του και να αποδείξει πως είναι, αν όχι ένας άλλος κυβερνητικός πόλος, τουλάχιστον το κυρίαρχο κόμμα στην Κεντροαριστερά. Για μια ακόμη φορά έκαψε πολιτικό κεφάλαιο χωρίς λόγο και υποτιμώντας τον Στέφανο Κασσελάκη ήρθε τρίτο στις Ευρωεκλογές με μηδαμινή αύξηση ποσοστών. Την στιγμή μάλιστα που έβρεχαν μονάδες πλάι του. Η ΝΔ έχασε 14, ο ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος είχε ήδη χάσει 15 μονάδες στις εθνικές εκλογές) έχασε άλλες δυο και το ΠΑΣΟΚ από τις εκλογές του 2019 κέρδισε συνολικά μόλις 5 μονάδες, σε ένα σαφώς πιο ευνοϊκό σκηνικό. Πρακτικά από τις περίπου 31 μονάδες που χάθηκαν γύρω του, κέρδισε μόλις το 1/6. Αν μάλιστα κοιτάξουμε και τον απόλυτο αριθμό ψήφων, ήταν και αυτό ένα κόμμα που έχασε δυνάμεις ακολουθώντας τη γενική πολιτική φθορά.

Σήμερα όπου η φθορά της ΝΔ είναι μεγαλύτερη από ποτέ και ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να απολαμβάνει τον αυτοκτονικό του ιδεασμό, οι Έλληνες ψηφοφόροι είναι διστακτικοί απέναντι στο πάλαι ποτέ ισχυρό κίνημα. Τηρούν μια στάση αναμονής προ των εσωκομματικών του εξελίξεων. Τι μπορούν να περιμένουν; Αρχικά μια αλλαγή ηγεσίας η οποία θα σταθεί ισάξια της θέσης του κόμματος στην νέα εποχή. Με έναν/μία επικεφαλής που θα έχει στοιχεία καταλληλότητας για την πρωθυπουργία, αν όχι αντίστοιχα του Κυριάκου Μητσοτάκη, σίγουρα πολύ μεγαλύτερα από του Δημήτρη Κουτσούμπα, της Ζωής Κωνσταντοπούλου και του Κυριάκου Βελόπουλου, κάτι που δεν ήταν δεδομένο μέχρι στιγμής. Ταυτόχρονα απαιτεί μια ηγεσία η οποία θα μπορέσει να συνθέσει μέσα από τα καλύτερα στοιχεία των υποψηφίων, ένα ΠΑΣΟΚ το οποίο επιτέλους θα φανεί ενιαίο, ενωμένο και δυνατό (όπως ακούγαμε παλαιότερα), κατανοώντας πως ο πολιτικός χρόνος είναι διαφορετικός από το παρελθόν. Ο δρόμος μέχρι τις 6 Οκτώβρη είναι λίγος αλλά μέχρι τις επόμενες εκλογές μακρύς. Η τελευταία ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ είναι τώρα και αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό ώστε να υπάρχει ένας ευπρεπής αλλά και οραματικός αγώνας μεταξύ των υποψηφίων. Αλλιώς ο κίνδυνος της οριστικής πολιτικής άπωσης είναι προ των πυλών.

NETWORK