Υγεία

Το βούρτσισμα των δοντιών μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου

Το βούρτσισμα των δοντιών μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου Φωτογραφία: pexels George Becker
Το τακτικό βούρτσισμα των δοντιών και η χρήση οδοντικού νήματος θα μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του κεφαλιού και του λαιμού, σύμφωνα με μια πολλά υποσχόμενη νέα μελέτη.

Η έρευνα έδειξε ότι τα υψηλά επίπεδα βακτηρίων που συνδέονται με ασθένειες των ούλων μπορούν να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου, καθώς και διαβήτη και υψηλή αρτηριακή πίεση.

Μέχρι τώρα οι επιστήμονες δεν γνώριζαν ποια συγκεκριμένα βακτήρια, που κρύβονται στο στόμα των ανθρώπων, θα μπορούσαν να συνδεθούν με τον καρκίνο κεφαλιού και του λαιμού.

Αμερικανοί επιστήμονες ανακάλυψαν περισσότερα από 12 είδη που αυξάνουν τον κίνδυνο ακανθοκυτταρικού καρκινώματος κεφαλιού και λαιμού κατά 50%.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα ευρήματά τους υπογραμμίζουν τη σημασία της καλής στοματικής υγιεινής - συχνά θεωρείται το βούρτσισμα των δοντιών δύο φορές την ημέρα, η χρήση οδοντικού νήματος και η τακτική επίσκεψη στον οδοντίατρο-.

Σύμφωνα με έρευνες μόνο τρεις στους δέκα Βρετανούς χρησιμοποιούν οδοντικό νήμα καθημερινά.

Ο συγγραφέας της μελέτης και ειδικός στην υγεία στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU), καθηγητής Richard Hayes, δήλωσε: «Τα αποτελέσματά μας προσφέρουν έναν ακόμη λόγο για να διατηρήσουμε καλές συνήθειες στοματικής υγιεινής. Το βούρτσισμα των δοντιών και το νήμα μπορεί όχι μόνο να βοηθήσει στην πρόληψη της περιοδοντικής νόσου, αλλά μπορεί επίσης να προστατεύσει από τον καρκίνο στο κεφάλι και στον λαιμό».

Ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Soyoung Kwak, μεταδιδακτορικός συνεργάτης για την υγεία στο NYU, πρόσθεσε: «Τα ευρήματά μας προσφέρουν νέα εικόνα για τη σχέση μεταξύ του μικροβιώματος του στόματος και των καρκίνων κεφαλιού και λαιμού».

«Αυτά τα βακτήρια μπορεί να χρησιμεύσουν ως βιοδείκτες για τους ειδικούς προκειμένου να εντοπίσουν όσους που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο».

Περίπου 12.400 νέες περιπτώσεις καρκίνου του κεφαλιού και του λαιμού διαγιγνώσκονται στο Ηνωμένο Βασίλειο κάθε χρόνο, με περίπου 66.000 στις ΗΠΑ.

Ωστόσο τα συμπτώματα μπορεί να είναι δύσκολο να εντοπιστούν, σύμφωνα με το NHS.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο καρκίνος στο κεφάλι και στον λαιμό είναι ο όγδοος πιο συχνός, αντιπροσωπεύοντας το 3% όλων των νέων περιπτώσεων.

Υπάρχουν περισσότερες από 30 περιοχές στο κεφάλι και το λαιμό όπου μπορούν να αναπτυχθούν όγκοι.

Εννέα στους 10 καρκίνους κεφαλής και λαιμού ξεκινούν από πλακώδη κύτταρα, λέει η Macmillan Cancer Support.

Τα πλακώδη κύτταρα είναι επίπεδα κύτταρα που μοιάζουν με το δέρμα και καλύπτουν την επένδυση του στόματος, της μύτης, του λάρυγγα, του θυρεοειδούς και του λαιμού.

Όλο και πιο συχνοί οι καρκίνοι του στόματος στους νέους

Αν και συχνότερα διαγιγνώσκονται σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, οι καρκίνοι του στόματος γίνονται όλο και πιο συχνοί σε νεότερους ανθρώπους.

Οι γιατροί λένε ότι ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), ένας φυσιολογικά αβλαβής ιός που μεταδίδεται σεξουαλικά και μέσω της επαφής με το δέρμα, μπορεί να βρίσκεται πίσω από αυτήν την αύξηση.

Στη μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν τη διατροφή, τον τρόπο ζωής και τα δεδομένα του ιατρικού ιστορικού σχεδόν 160.000 Αμερικανών.

Ζητήθηκε από τους εθελοντές να ξεπλύνουν με στοματικό διάλυμα και να δώσουν δείγματα σάλιου που στη συνέχεια συντηρήθηκαν και εξετάστηκαν με βάση τον αριθμό και τους τύπους μικροβίων που είχαν.

Σε μια παρακολούθηση 15 ετών, 236 συμμετέχοντες διαγνώστηκαν με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα κεφαλής και λαιμού.

Το στοματικό μικροβιακό DNA τους συγκρίθηκε με 458 συμμετέχοντες οι οποίοι δεν είχαν καρκίνο.

Οι παράγοντες που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν τα αποτελέσματα, το ιστορικό καπνίσματος, η ηλικία και η πρόσληψη αλκοόλ ελήφθησαν επίσης υπόψη.

Γράφοντας στο περιοδικό JAMA Oncology, οι ερευνητές είπαν ότι 13 είδη από τα εκατοντάδες διαφορετικά βακτήρια που βρίσκονται στο στόμα βρέθηκαν να αυξάνουν ή να μειώνουν τον κίνδυνο καρκίνου.

Αυτή η ομάδα συνδέθηκε με 30 τοις εκατό μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης της νόσου.

Σε συνδυασμό με άλλα πέντε είδη που εμφανίζονται συχνά με μορφή ουλίτιδας, ο συνολικός κίνδυνος αυξήθηκε κατά 50%.

Ωστόσο, πρόσθεσαν ότι η μελέτη δεν αποδεικνύει άμεση σχέση μεταξύ βακτηρίων και καρκίνου. Αντίθετα, προσδιορίζει μια συσχέτιση.

Ο συγγραφέας της μελέτης και αναπληρωτής διευθυντής στο Κέντρο Καρκίνου Perlmutter είπε: «Τώρα που έχουμε εντοπίσει βασικά βακτήρια που μπορεί να συμβάλλουν στην δημιουργία της συγκεκριμένης ασθένειας, σχεδιάζουμε στη συνέχεια να διερευνήσουμε τους μηχανισμούς που τους επιτρέπουν να το κάνουν και με ποιους τρόπους μπορούμε να παρέμβουμε καλύτερα».