Ελλάδα

Το Πάσχα είναι η γιορτή του «έξω καρδιά» και του «έξω φτώχεια» - Μια αναστάσιμη συνέντευξη με τον Παντελή Μπουκάλα

Το Πάσχα είναι η γιορτή του «έξω καρδιά» και του «έξω φτώχεια» - Μια αναστάσιμη συνέντευξη με τον Παντελή Μπουκάλα Φωτογραφία: Eurokinissi
Τι λέει για την Εκκλησία, τους φανατισμούς, το κάψιμο του Ιούδα, το Άγιο Φως που έρχεται με τιμές αρχηγού κράτους, την υποκρισία των ισχυρών της γης - Μια συνέντευξη που «αγαλλιάζει καρδίας» και αποδεικνύει πως η Λαμπρή είναι η εορτή των εορτών!

«Παίζει κανείς πόκα το Πάσχα; Ούτε καν εικοσιένα ή δηλωτή» λέει ο Παντελής Μπουκάλας και με μια φράση αποδεικνύει γιατί το Πάσχα είναι «γιορτή του έξω καρδιά» και του «έξω φτώχεια», καθώς στην «πανήγυριν των πανηγύρεων» καλούνται να συμμετάσχουν και οι μη νηστεύσαντες, και κυρίως οι μη έχοντες.

Ποιητής, αρθρογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής και δημοσιογράφος ο Παντελής Μπουκάλας μιλάει στο Dnews για το μήνυμα της Ανάστασης, την προέλευση του Πάσχα, την εκκλησία που πολιτεύεται άκρως συντηρητικά και αντιδραστικά, την υποκρισία των ηγεσιών με το «Χριστός Ανέστη». Αναφέρει για την υποδοχή του «λεγόμενου Αγίου Φωτός» με τιμές αρχηγού κράτους: «Για τα ''ψευδοκαταίβατα φώτα'' έχει γράψει ο Αδαμάντιος Κοραής περίπου πριν από δύο αιώνες, το 1826, πλην όμως ο Διαφωτισμός δεν έχει επιβάλει ακόμα τη στοιχειώδη λογική στον τόπο μας. Η αεροπορική μεταφορά του Αγίου Φωτός, σαν να πρόκειται για την ολυμπιακή φλόγα, και η απόδοση τιμών κοσμικής ασημαντότητας σε κάτι που υποτίθεται πως είναι θεϊκής σημασίας, είναι φαινόμενα ειδωλολατρικά. Και τα σκηνοθετεί το αχώριστο ζεύγος Πολιτεία - Εξουσία».

mpoukalas0_05a50.jpg

Ο Παντελής Μπουκάλας μιλάει επίσης για τα όσα τραγικά συμβαίνουν στον πλανήτη γη με την ιλιγγιώδη αύξηση των δαπανών για τους εξοπλισμούς, τους πολέμους και τις απειλές για τη χρήση πυρηνικών που αρχίζουν να μοιάζουν με αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αλλά και τον καταναλωτισμό των εορτών: «Ο πασχαλινός καταναλωτισμός υστερεί πολύ από τον καταναλωτισμό των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Τα Χριστούγεννα αρχίζουμε να τα «γιορτάζουμε» από τα τέλη Νοεμβρίου, οπότε και στολίζονται οι βιτρίνες. Το Πάσχα οι αγορές είναι δεδομένες, ''παραδοσιακές'': το αρνί ή το κατσίκι, η λαμπάδα του νουνού, το σοκολατένιο αυγό, μια φορά κι έναν καιρό τα καινούρια άσπρα παπούτσια».

Και καταλήγει με ειρωνεία: «Να ’ναι καλά και η κυβέρνησή μας, η «καλύτερη κυβέρνηση όλων των εποχών» σύμφωνα με τα αντικειμενικότατα θυμιατήρια της, η οποία όλα τα προβλέπει έγκαιρα και όλα τα σχεδιάζει φρόνιμα. Ορμώμενη από αγαθά αισθήματα, αφήνει την αγορά ελεύθερη, να αυθαιρετεί αυτοσχεδιάζοντας κατά βούληση, κατά αισχροκερδή βουλιμία μάλλον. Κι αυτό δεν το κάνει για να εξυπηρετήσει κάποια συμφέροντα, αλλά μόνο και μόνο για να ανακοπεί ο καταναλωτισμός, που διαβρώνει τη συνείδηση των ανθρώπων, στρέφοντάς τους στον υλισμό, τον ατομικισμό και τον ευδαιμονισμό, και να επικρατήσει η φιλάλληλη πνευματικότητα. Αυτά όμως δεν τα βλέπουν οι μεμψίμοιροι λαϊκισταί που γκρινιάζουν ακόμα και χρονιάρες μέρες».

mpoukalas_1_56be7.jpg

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:

Τι σηματοδοτεί το Πάσχα των Ελλήνων, κ. Μπουκάλα; Και κυριολεκτικά και μεταφορικά...

Η νοσταλγία είναι αναπόφευκτη και ακαταμάχητη αρρώστια της ηλικίας. Μεγαλώνεις και νοσταλγείς, και μάλιστα δίχως να υπάρχει δυνατότητα νόστου. Όσο γενικευτικό κι αν ακούγεται αυτό, δεν νομίζω πως υπήρξε ποτέ άνθρωπος που γλίτωσε από την ασθένεια αυτή. Εντούτοις, όλο και κάτι μπορούμε να κάνουμε. Αντί να επιτρέψουμε στον ιό της νοσταλγίας να δράσει σαν ιός της μελαγχολίας και της παραίτησης, μπορούμε να εκμεταλλευτούμε όσα αντισώματα αποκτούμε με τον καιρό για να προσπαθήσουμε να βγούμε κάπως ωφελημένοι. Όχι για να αναστήσουμε το παρελθόν (που δεν ήταν άλλωστε καλά και σώνει όμορφο, και μάλιστα για όλους), αλλά για να φέρουμε το παρόν και το μέλλον μας πιο κοντά στα μέτρα της ανθρώπινης υπόστασής μας, έτσι όπως υπάρχει σαν μονάδα αλλά και σαν κουκκιδίτσα του κοινωνικού συνόλου.

Όταν νοσταλγούμε μια περίοδο, ένα έθιμο, μια γιορτή, κατά βάθος νοσταλγούμε τον εαυτό μας μικρότερο κατά μία, δύο ή και πέντε δεκαετίες. Αυτό οδηγεί αναπόδραστα στον αναδρομικό εξωραϊσμό πραγμάτων και αισθημάτων. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι το Πάσχα ήταν πάντοτε μια πολύ ισχυρή γεννήτρια αισθημάτων, στην πλειονότητά τους όμορφων. Οι ποιητές μας που το δοξολόγησαν, οι λογοτέχνες μας γενικά, δεν είναι λίγοι. Και σίγουρα δεν αυθαιρέτησαν, δεν δούλεψαν αποκλειστικά με τον χρωστήρα της εξιδανίκευσης. Βρήκαν άφθονο ψυχικό και εθιμικό υλικό για να εμπνευστούν, υλικό όμορφο.

Το Πάσχα είναι ανοιξιάτικη γιορτή. Και μολονότι η κλιματική κατάρρευση δυσχεραίνει πλέον φανερά τη διάκριση των τεσσάρων εποχών, η διαφορά του από τα Χριστούγεννα (παγκοσμιοποιημένα πλέον και άδεια από κάθε άλλο νόημα πέραν του υπερκαταναλωτισμού) δεν έχει καταλυθεί. Οι εαρινές γιορτές, τιμή στην αναζωογονημένη φύση, στη Μητέρα Γη, έρχονται από τα βάθη του χρόνου. Ευφυώς, οι θεμελιωτές του χριστιανισμού δεν χρησιμοποίησαν μονάχα τα μάρμαρα των γκρεμισμένων ναών άλλων θρησκειών για να κατασκευάσουν τις εκκλησίες και τα μοναστήρια τους, αλλά άντλησαν από τον λεγόμενο παγανισμό και υλικό πολύ λεπτότερης φύσης. Η σύμπτωση (όχι μόνο χρονική) των Χριστουγέννων με τα Μιθρούγεννα είναι γνωστή. Γνωστό είναι επίσης ότι ο αναστημένος θεός δεν είναι καινοτομία του χριστιανισμού. Καινοτομία ίσως είναι το εκούσιο πάθος του Ιησού.

Το Πάσχα, το Πεσάχ της ιουδαϊκής θρησκείας, είναι ένα πέρασμα, μια διάβαση - το λέει και το όνομά του στα εβραϊκά. Μάλιστα η ελληνική γλώσσα, για να το αφομοιώσει ακόμα καλύτερα, έπλασε ρήματα και ουσιαστικά και επίθετα, άλλα λαϊκά και άλλα λόγια: πασχάζω και πάσχασμα, πασχαλιά, πασχαλιάτικος, πασχαλινός, πασχαλικός, πασχάλιος. Και επιπλέον δοκίμασε, λιγοστές φορές είν’ η αλήθεια, και να το κλίνει, «του Πάσχατος», όπως βλέπουμε και σε μια λαϊκή παράδοση που αποθησαύρισε ο Νικόλαος Πολίτης. Βαθύτερη έγινε βεβαίως η αφομοίωση με τη χρήση του φωτεινού όρου Λαμπρή, ο οποίος πιθανώς δημιουργήθηκε υπό την επιρροή της φράσης «λαμπρυνθώνεν λαοί» που ακούμε αμέσως μετά την Ανάσταση.

Είναι γιορτή τού έξω το Πάσχα, τού έξω γενικώς: της αυλής του σπιτιού καταρχάς, από την οποία την ώρα του οβελία μπορεί να περάσει οποιοσδήποτε (συγγενής ή μη, γείτονας ή μη), για να τσουγκρίσει ένα ποτήρι κρασί ή ένα κόκκινο αυγό. Αλλά και, ορισμένες φορές, για να τελετουργήσει τη συμφιλίωση (με ένα φιλί, πώς αλλιώς) έπειτα από κάποια προστριβή. Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά είναι γιορτές εσώκλειστες, οι δε παρέες τρελαίνονται να παίζουν χαρτιά στα ρεβεγιόν τους. Παίζει κανείς πόκα το Πάσχα; Ούτε καν εικοσιένα ή δηλωτή.

Κι έπειτα, η Λαμπρή είναι η γιορτή τού «έξω καρδιά» και τού «έξω φτώχεια». Στην «πανήγυριν των πανηγύρεων» καλούνται να συμμετάσχουν και οι μη νηστεύσαντες, και κυρίως οι μη έχοντες. Θα στριμωχτείς λίγο πριν - λίγο μετά και θα τα καταφέρεις να πασχάσεις σπάταλα. Ακόμα κι αν αυτό το «λίγο» είναι πολύ και ζόρικο, όπως είναι τώρα, χάρη στη λίαν επιτυχημένη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που επέτρεψε στα αμνοερίφια να αποκτήσουν φτερά, για να μη νιώθει μοναξιά ο Πήγασος.

Την ίδια στιγμή, όμως, βλέπουμε έναν κόσμο να αλληλοσπαράζεται, δύο μεγάλους πολέμους κοντά μας, στην Ουκρανία και τη Μόσχα, δεκάδες εστίες συγκρούσεων σε όλο τον κόσμο. Μήπως υποκρινόμαστε, με πρώτες τις ηγεσίες, για το «Χριστός Ανέστη»;

Το μήνυμα της Ανάστασης δεν αφορά όλον τον πλανήτη, αλλά αποκλειστικά τους χριστιανούς, οι οποίοι δεν πλειοψηφούν. Και επιπλέον αδυνατούν να συμφωνήσουν ακόμα και για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα.

Στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη η θρησκευτική διαφορά έχει καθοριστική σημασία, ο πόλεμος πάντως δεν είναι «ιερός», θρησκευτικός. Μην παραβλέπουμε ότι οι δύο αλληλοσυγκρουόμενες θρησκείες, ο ιουδαϊσμός και ο χριστιανισμός, είναι αβρααμικές, με τρίτη της χορείας τους τον χριστιανισμό. Το Κοράνιο μάλιστα είναι εξίσου πολεμοχαρές με την Παλαιά Διαθήκη, η οποία υπήρξε το πρότυπό του.

Εδώ, στην Ελλάδα, οι γνώσεις μας για τη Παλαιά Διαθήκη εξαντλούνται συνήθως στα κεφάλαια που ενδιαφέρουν το Χόλιγουντ (και παλιότερα την Τσινετσιτά). Δεν ξέρουμε έτσι τα βιβλία των Μακκαβαίων, που ιστορούν τον απελευθερωτικό πόλεμο των Εβραίων, υπό τους αδερφούς Μακκαβαίους, εναντίον των κατακτητών τους, των Ελλήνων δηλαδή, ή τέλος πάντων των Επιγόνων του Αλέξανδρου. Που κάθε άλλο παρά ανεξίθρησκη πολτική εφάρμοζαν, όπως θέλουμε να ισχυριζόμαστε ναρκισσευόμενοι για την «ανωτερότητά» μας.

Από μια άποψη, καλύτερα που δεν ξέρουμε πολλά για τους Μακκαβαίους. Γιατί μπορεί και να θέλαμε να πάρουμε γηπεδική εκδίκηση κάθε φορά που ελληνική ομάδα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ παίζει με μία από τις πολλές Μακαμπί του Ισραήλ.

Ως προς τον άλλο πόλεμο, την επιδρομή του Πούτιν και της Ρωσίας του στην Ουκρανία, βλέπουμε να αλληλοσφάζονται λαοί όχι απλώς ομόθρησκοι αλλά ομόδοξοι. Και να μη σταματούν τον πόλεμο ούτε καν τις «μεγάλες μέρες», τις γιορτινές. Αλλωστε οι πατριάρχες τους και οι μητροπολίτες τους στρατεύονται με φανατισμό στα εθνικά λάβαρα. Ετσι γινόταν πάντα. Ο χριστιανισμός, ως οικουμενική θρησκεία, έχει αυτοκαταργηθεί σχεδόν από τις απαρχές του.

Ταυτόχρονα, ενώ η φτώχεια εξαπλώνεται και οι μετανάστες πληθαίνουν, βλέπουμε μια τεράστια αύξηση των εξοπλισμών. Αύξηση για ένατη συνεχή χρονιά, ακόμα και την εποχή της πανδημίας, ενώ το 2023 είχαμε αύξηση και στις πέντε ηπείρους του πλανήτη. Μήπως, παρότι φτάσαμε στην Ανάσταση, η... σταύρωση είναι τελικά μπροστά μας;

Είναι τραγικά όσα συμβαίνουν σε πλανητική κλίματα. Ούτε καν η πανδημία και η κλιματική κατάρρευση δεν αντιμετωπίζονται με οικουμενικό πνεύμα. νόμος των άγριων συμφερόντων επικρατεί ακώλυτα. Και ποια είναι τα αγριότερα και χυδαιότερα συμφέροντα; των πολεμικών βιομηχανιών; των κολοσσών του πετρελαίου που εποφθαλμιούν τον πλούτο των Πόλων, για να λιώσουν και οι παγετώνες που αντέχουν ακόμα; ή μήπως των φαρμακοβιομηχανιών; Βλάπτουν και οι τρεις τους τον πλανήτη το ίδιο.

Η ελαφρότητα πάντως με την οποία αναφέρονται στον πυρηνικό πόλεμο οι κεφαλές του κόσμου, όλων των πλευρών, σαν να είναι απλώς μια κάπως «αναβαθμισμένη» εκδοχή του συμβατικού πολέμου, θα έπρεπε να προκαλεί πανικό. Σαν να οδεύουμε μοιραία και αναπόδραστα προς την αυτοεκπλήρωση μιας δεινής προφητείας. Της πιο δεινής προφητείας που μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους.

Όσον αφορά την Ελλάδα, δυστυχώς, με όλες τις κυβερνήσεις της παραμένει προθυμότατος αγοραστής κάθε είδους όπλων, ακόμα και άχρηστων ή αχρείαστων. Για να αντιμετωπίσουμε τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ, τους Τούρκους... Ακόμα και «σιδερένιο θόλο» σαν του Ισραήλ άρχισαν να ονειρεύονται ορισμένοι, αδιαφορώντας για το κόστος του, που αχρηστεύει λέξεις όπως «υπέρογκο», «πελώριο» κτλ. Παράνοια; Ίσως. Σίγουρα πάντως ένας εφιάλτης καταστροφικός για την οικονομία.

Και η Εκκλησία, όμως, μοιάζει πολλές φορές ενώ στα λόγια κηρύσσει την αγάπη, στην πράξη δείχνει να τροφοδοτεί τη μισαλλοδοξία και να υποκλίνεται στους ισχυρούς της γης. Μπορεί να ελπίζουμε ότι αυτό θα αλλάξει κάποια στιγμή ή αυτή είναι η φύση των θρησκειών;

Πολύ δύσκολα μπορούμε να βρούμε ουσιώδεις σχέσεις ανάμεσα στον «εφαρμοσμένο χριστιανισμό», όπως έλαβε υπόσταση στο πέρασμα των αιώνων, και στον χριστιανισμό του Χριστού, έτσι όπως τον σχημάτισε ο Ιησούς με τις ομιλίες του και τις παραβολές του, γιατί, ως γνωστόν, δεν άφησε τίποτε γραπτό πίσω του. Εκτός βέβαια από τις ψευτοεπιστολές του που έφτασαν στα χέρια του Βελόπουλου, ενός από τους πάμπολλους κάπηλους και διαστρεβλωτές του χριστιανισμού. Αλλά και ενός από τους δύο Κυριάκους που δεσπόζουν ιδεολογικά και πολιτικά τα τελευταία χρόνια στην έρμη Ελλάδα.

Οι θρησκείες, ό,τι κι αν επαγγέλλονται τα ιδρυτικά τους κείμενα, είναι για να χωρίζουν τους ανθρώπους, συχνά διά των όπλων, όχι για να τους συνενώνουν. Πολύ σοφά ο Όμηρος αναπαρέστησε στα έπη του εμπόλεμους τους Ολύμπιους θεούς, και μάλιστα περίπου ισοδύναμα μοιρασμένους στα δύο στρατόπεδα: άλλοι με τους Έλληνες - που τότε ακόμα αυτοαποκαλούνταν με το κοινό εθνώνυμο Αργείοι, Αχαιοί ή Δαναοί, όχι Έλληνες-, και άλλοι με τους Τρώες.

Μη λησμονούμε ότι ο όρος φανατισμός έχει θρησκευτική την προέλευσή του, κι αυτό έχει την ιδιαίτερη σημασία του. Κατάγεται από το λατινικό ουσιαστικό fanum, δηλαδή τέμενος, ναός. Αρχικά αποκαλούσαν φανατικούς τους λάτρεις της Ίσιδας και της Κυβέλης (υπήρχαν και στην αρχαία Ελλάδα τέτοιοι), οι οποίοι μέσα στην ιερή έκστασή τους αυτοπληγώνονταν. Αυτομαστιγούμενους διέθετε κάποτε και ο χριστιανισμός, κίνημα ολόκληρο, ενώ ο ισλαμισμός διαθέτει ακόμα.

Πρέπει να είναι ιδιαίτερα χαρισματικός ο ηγέτης κάποιας Εκκλησίας ή μιας θρησκείας για να δούμε πραγματική και όχι ρητορική αντίσταση στα συμφέροντα των ισχυρών. Συχνά μάς προξενούν ευμενείς εντυπώσεις και γεννούν κάποια ελπίδα οι παρεμβάσεις του Πάπα για οικουμενικής σημασίας προβλήματα. Δυστυχώς όμως, παρά το κύρος του, και του δικού του λόγου η αποτελεσματικότητα αποδεικνύεται μικρή.

Η Εκκλησία της Ελλάδας έχει μακρότατη παράδοση στο να πολιτεύεται. Και να πολιτεύεται άκρως συντηρητικά ή και αντιδραστικά. Εκμεταλλευόμενη το μεγάλο «μεταφυσικό κεφάλαιό» της, δρα μονίμως σαν πανίσχυρη καθεστωτική δύναμη ελάχιστα πνευματική. Στη χειραγώγηση αποβλέπει και στη διατήρηση των προνομίων της, όχι στον φωτισμό. Είναι μια Δεξιά όχι του Κυρίου των ουρανών (αυτός μάλλον φάκελο αριστερού έχει), αλλά του επίγειου κυρίου, του κοσμικού - είτε βασιλιάς είναι αυτός, όπως παλιότερα, είτε πρωθυπουργός προερχόμενος από την παράταξη που εννοεί την πατρίδα σαν ιδιοκτησία της. Τις τελευταίες μέρες η επίσημη Εκκλησία έχει αναλάβει ένα σοβαρό τμήμα της προεκλογικής εκστρατείας της Νέας Δημοκρατίας και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Λυπηρό; Όχι, απλώς αναμενόμενο.

Με συμπρωταγωνίστρια την Εκκλησία, της κορυφής της συμπεριλαμβανομένης, τα τελευταία χρόνια έχει εισαχθεί ένα θλιβερό έθιμο: να κατακαλύπτεται το «Χριστός ανέστη» στον Άγιο Διονύσιο της Αθήνας από τις αγριοφωνάρες των στρατιωτικών αγημάτων που λένε τον Εθνικό Ύμνο, παρόντος του αρχιεπισκόπου. Το οικουμενικό μήνυμα σκεπάζεται και ντροπιάζεται από έναν ασύδοτο εθνικισμό που απορρέει από τη διάχυτη πεποίθηση ότι «ο Χριστός ήταν Έλληνας», οι δε Έλληνες ο περιούσιος λαός του. Πρώτος ο Διονύσιος Σολωμός θα διαμαρτυρόταν εντονότατα γι’ αυτήν την καταχρηστική «αξιοποίηση» των στίχων του, με την οποία καθυβρίζεται το ίδιο το νόημα της μεγάλης γιορτής.

Παρεμπιπτόντως, ο Σολωμός δεν μας κληροδότησε μόνο το ποίημα για την ημέρα της Λαμπρής, όπου και το σπουδαίο μήνυμα «γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα». Μας κληροδότησε (με επιστολή του) και τη δυσφορία του για «τους βαρβάρους θορύβους και πυροβολισμούς του Μεγάλου Σαββάτου, οίτινες διαρκούν επί τρεις ημέρας και νύκτας». Δεν είναι όλα τα έθιμα καλά και άγια. Το έθιμο των εόρτιων πυροβολισμών και των βαρελότων έχει αποδειχθεί άκρως επικίνδυνο.

Ένα άλλο έθιμο σχετικά μικρής ηλικίας είναι η υποδοχή του λεγόμενου Αγίου Φωτός με τιμές αρχηγού κράτους. Για τα «ψευδοκαταίβατα φώτα» έχει γράψει ο Αδαμάντιος Κοραής περίπου πριν από δύο αιώνες, το 1826, πλην όμως ο Διαφωτισμός δεν έχει επιβάλει ακόμα τη στοιχειώδη λογική στον τόπο μας. Η αεροπορική μεταφορά του Αγίου Φωτός, σαν να πρόκειται για την ολυμπιακή φλόγα, και η απόδοση τιμών κοσμικής ασημαντότητας σε κάτι που υποτίθεται πως είναι θεϊκής σημασίας, είναι φαινόμενα ειδωλολατρικά. Και τα σκηνοθετεί το αχώριστο ζεύγος Πολιτεία - Εξουσία.

Όσο για το εθιμικό «κάψιμο του Ιούδα», δυστυχώς συντηρεί τη μακραίωνη μισαλλόδοξη αντιεβραϊκότητά μας, συστηματικά καλλιεργημένη και από την Εκκλησία. Αντιστεκόμαστε στους Νετανιάχου αυτού του κόσμου, που ερωτοτροπούν με τη γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού, αυτό όμως δεν πρέπει να μας οδηγεί στο να προσυπογράφουμε τον σαρωτικό αντιεβραϊσμό των εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής, που μιλούν για «λαό δυσσεβή και παράνομο» και για «σκολιώτατον γένος Εβραίων». Δεν είναι ίδιοι όλοι οι Εβραίοι. Όπως δεν είναι οι Παλαιστίνιοι. Ή οι Έλληνες.

Και ένα τελευταίο. Μήπως το Πάσχα έχει μετατραπεί από εμάς και σε μια γιορτή «καταναλωτισμού»;

Ο πασχαλινός καταναλωτισμός υστερεί πολύ από τον καταναλωτισμό των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Τα Χριστούγεννα αρχίζουμε να τα «γιορτάζουμε» από τα τέλη Νοεμβρίου, οπότε και στολίζονται οι βιτρίνες. Το Πάσχα οι αγορές είναι δεδομένες, «παραδοσιακές»: το αρνί ή το κατσίκι, η λαμπάδα του νουνού, το σοκολατένιο αυγό, μια φορά κι έναν καιρό τα καινούρια άσπρα παπούτσια.

Να ’ναι καλά και η κυβέρνησή μας, η «καλύτερη κυβέρνηση όλων των εποχών» σύμφωνα με τα αντικειμενικότατα θυμιατήρια της, η οποία όλα τα προβλέπει έγκαιρα και όλα τα σχεδιάζει φρόνιμα. Ορμώμενη από αγαθά αισθήματα, αφήνει την αγορά ελεύθερη, να αυθαιρετεί αυτοσχεδιάζοντας κατά βούληση, κατά αισχροκερδή βουλιμία μάλλον. Κι αυτό δεν το κάνει για να εξυπηρετήσει κάποια συμφέροντα, αλλά μόνο και μόνο για να ανακοπεί ο καταναλωτισμός, που διαβρώνει τη συνείδηση των ανθρώπων, στρέφοντάς τους στον υλισμό, τον ατομικισμό και τον ευδαιμονισμό, και να επικρατήσει η φιλάλληλη πνευματικότητα. Αυτά όμως δεν τα βλέπουν οι μεμψίμοιροι λαϊκισταί που γκρινιάζουν ακόμα και χρονιάρες μέρες.