Οικονομία

Το νέο τοπίο στις πληρωμές μετά την επιβολή των capital controls

Το νέο τοπίο στις πληρωμές μετά την επιβολή των capital controls Το νέο τοπίο στις πληρωμές μετά την επιβολή των capital controls
Η χρήση μετρητών αποτελεί στην Ελλάδα, όπως και σε αρκετές άλλες χώρες, τον πιο συνηθισμένο τρόπο καθημερινών συναλλαγών λόγω των ελκυστικών τους χαρακτηριστικών, αλλά και λόγω των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της εγχώριας οικονομίας. Αυτό αναφέρει η έκθεση νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος που δόθηκε σήμερα στην δημοσιότητα

Σύμφωνα με την έκθεση η νομισματική κυκλοφορία στην Ελλάδα, η οποία αντικατοπτρίζει τη ζήτηση τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ (χρήματος σε φυσική μορφή) στην εγχώρια οικονομία για σκοπούς συναλλαγών, αποθησαυρισμό, μεταφορά στο εξωτερικό ή δυστυχώς και παράνομες δραστηριότητες, παρουσίασε σταθερά αυξητική τάση από την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος μέ'χρι την έναρξη της ελληνικής κρίσης στα τέλη του 2009. Την ίδια περίοδο οι ηλεκτρονικές μορφές πληρωμών (όπως οι πληρωμές με χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες, οι ηλεκτρονικές μεταφορές πιστώσεων, οι άμεσες χρεώσεις και το ηλεκτρονικό χρήμα) κατέγραφαν σταθερά ανοδική πορεία. Ωστόσο, στη διάρκεια της κρίσης, η νομισματική κυκλοφορία αυξήθηκε απότομα, καθώς οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά χρησιμοποίησαν τα μετρητά ως μέσο αποθησαυρισμού. Υπό την επίδραση και της ύφεσης στην οικονομία, η περαιτέρω ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών επιβραδύνθηκε σημαντικά.

Η θέσπιση περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών από τραπεζικούς λογαριασμούς και στις διασυνοριακές πληρωμές και μεταφορές κεφαλαίων τον Ιούνιο του 2015, προκειμένου να διασφαλιστεί η ρευστότητα και γενικότερα η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, και ειδικότερα οι περιορισμοί στις αναλήψεις μετρητών αναπόφευκτα επέφεραν αξιοσημείωτες μεταβολές στις συναλλακτικές συνήθειες των οικονομικών μονάδων.

Επίσης απεικονίζεται η εξέλιξη του αριθμού των συναλλαγών με κάρτες πληρωμών, δηλ. με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες, πριν και αμέσως μετά τη θέσπιση των capital controls. Αποτυπώνεται παράλληλα η έντονη άνοδος του αριθμού και της αξίας των συναλλαγών αυτών κατά το β' εξάμηνο του 2015. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των συναλλαγών με κάρτες πληρωμών ανήλθε σε 88,2 εκατομμύρια, αυξημένος κατά 128% σε σύγκριση με το α' εξάμηνο του 2015 και η αξία συναλλαγών διαμορφώθηκε σε 5,1 δισεκ. ευρώ, αυξημένη κατά 110% αντιστοίχως. Το ποσό ανά συναλλαγή με κάρτα, το οποίο ακολουθεί γενικά πτωτική πορεία από το 2010 και μετά, υποχώρησε περαιτέρω στη διάρκεια του 2015 και διαμορφώθηκε σε 58 ευρώ το β' εξάμηνο, έναντι 63 ευρώ το α' εξάμηνο και 92 ευρώ το β' εξάμηνο του 2010. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται αφενός με την ύφεση της ελληνικής οικονομίας, που περιλαμβάνει την υποχώρηση του επιπέδου των τιμών, με τον περιορισμό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών καθώς και με το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της γενικευμένης διεύρυνσής της μετά τη θέσπιση των περιορισμών, η χρήση των καρτών επεκτάθηκε σε πολύ περισσότερες συναλλαγές, άρα και στις συναλλαγές μικρότερης αξίας.

Η αύξηση του όγκου των συναλλαγών με κάρτες το β' εξάμηνο του 2015 προέρχεται κυρίως από χρεωστικές κάρτες. Οι κάρτες αυτέ'ς αποτελούν στενό υποκατάστατο των μετρητών, καθώς η χρήση τους δεν συνεπάγεται τη δημιουργία πίστωσης, αλλά άμεση χρέωση των οφειλόμενων ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς. Συγκεκριμένα, ο αριθμός και η αξία των συναλλαγών με χρεωστικές κάρτες, που παρουσίαζαν σχετικά σταθερή άνοδο το προηγούμενο διάστημα, περίπου τετραπλασιάστηκαν μεταξύ α' και β' εξαμήνου του 2015.

Με αυτό τον τρόπο η χρήση των χρεωστικών καρτών συνέβαλε σε μερική εξομάλυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης αντι-ταθμίζοντας τις συνέπειες του περιορισμού της πρόσβασης σε χρήμα με τη φυσική του μορφή το β' εξάμηνο του έτους.

Την ίδια περίοδο ο αριθμός και η αξία των συναλλαγών με πιστωτικές κάρτες ενισχύθηκαν μόνο κατά 25%. Γενικότερα, στη διάρκεια της κρίσης από το 2009 και μετά, η χρήση των πιστωτικών καρτών συνοδεύθηκε από συνεχή υποχώρηση του υπολοίπου των δανείων μέ'σω πιστωτικών καρτών, τα οποία υπόκεινται σε τόκους. Αντιθέτως, σταδιακά αυξανόταν η σημασία του υπολοίπου που αντανακλά την αναβολή της πληρωμής για μικρό χρονικό διάστημα με μηδενικό επιτόκιο (convenience credit) η οποία μεσολαβεί μεταξύ της πραγματοποίησης της συναλλαγής και της ημερομηνίας που η κάρτα πρέπει να εξοφληθεί. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των πιστωτικών καρτών σε κυκλοφορία έβαινε γενικά μειούμενος, λόγω της αυστηροποίησης των πιστοδοτικών κριτηρίων των τραπεζών και της γενικότερης τάσης για απομόχλευση στην οικονομία, σημειώνοντας μικρή μόνο αύξηση το β' εξάμηνο του 2014, καθώς και μετά την επιβολή των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα τον Ιούνιο του 2015. Διαπιστώνεται λοιπόν μεταβολή στον τρόπο χρήσης των πιστωτικών καρτών σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, καθώς χρησιμοποιούνται περισσότερο ως μέ'σα πληρωμών, δεδομένης και της προαναφερθείσας άτοκης πολύ βραχυπρόθεσμης διευκόλυνσης που παρέχουν, και λιγότερο ως μέ'σο δανεισμού των νοικοκυριών.

Η διεύρυνση της χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών απεικονίζεται και στο βαθμό αξιοποίησης των σχετικών υπηρεσιών και εφαρμογών που παρέχουν οι τράπεζες εκμεταλλευόμενες τη σύγχρονη τεχνολογία, όπως οι υπηρεσίες τραπεζικής μέ'σω διαδικτύου και η τραπεζική μέσω κινητών τηλεφώνων. Οι συναλλαγές μέσω των υπηρεσιών αυτών παρουσίαζαν τα αμέσως προηγούμενα έτη ανοδική τάση, ιδίως στην περίπτωση της τραπεζικής μέ'σω κινητού τηλεφώνου. Η άνοδος αυτή επιταχύνθηκε σημαντικά αμέσως μετά την εισαγωγή των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα και προερχόταν πρωτίστως από φυσικά πρόσωπα, και σε μικρότερο βαθμό, από εταιρίες και νομικά πρόσωπα. Η δυναμική της ανόδου αυτής διατηρήθηκε σταθερή και το δ' τρίμηνο του 2015.

Στη διάρκεια των τελευταίων (οκτώ περίπου) ετών, επήλθαν αξιοσημείωτες μεταβολές και στη χρήση των επιταγών ως συναλλακτικών μέσων - ο αριθμός και η αξία τους εμφάνισαν πολύ σημαντική κάμψη. Παράγοντες που συνέβαλαν στην πτωτική αυτή τάση είναι η συρρίκνωση των εμπορικών συναλλαγών, η διάχυτη αύξηση του κινδύνου αθέτησης πληρωμών στην οικονομία και η επιλεκτικότερη χορή-γηση μπλοκ επιταγών από τις τράπεζες, καθώς και η τάση υποκατάστασής τους από εναλλακτικά ηλεκτρονικά μέ'σα πληρωμών. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του ηλεκτρονικού συστήματος ΔΙΑΣ, είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιταγών σε τραπεζικές (οι οποίες επέχουν θέση μετρητών) και σε ιδιωτικές (οι οποίες λειτουργούν, μέ'σω της μεταχρονολό-γησής τους, ως μέ'σο παροχής εμπορικής πίστωσης). Από τη διαγραμματική των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι πλέον η χρήση των ιδιωτικών επιταγών έχει υποχωρήσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, που πιθανότατα αντιπροσωπεύουν οικονομικές συναλλαγές των περισσότερο φερέγγυων εκδοτών. Ο αριθμός των ιδιωτικών επιταγών που συμψηφίστηκαν στο σύστημα ΔΙΑΣ δεν φαίνεται να επηρεάστηκε αρνητικά από τη θέσπιση των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα.

Αντίθετα, ο αριθμός των τραπεζικών επιταγών που εκκαθαρί-στηκαν μέσω του συστήματος αυτού φαίνεται ότι ενισχύθηκε εντυπωσιακά από τον Ιούλιο του 2015 και εξής: οι τραπεζικές επιταγές χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την ανακατανομή διαθεσίμων μεταξύ καταθετικών λογαριασμών του ίδιου κατόχου σε διαφορετικές τράπεζες, αλλά και για την πληρωμή υποχρεώσεων που υπό άλλες συνθήκες θα εξοφλούνταν με χρήση μετρητών.

Συμπερασματικά, η επιβολή των capital controls στο τραπεζικό σύστημα τον Ιούνιο του 2015 αποτέλεσε το έναυσμα για σημαντική επιτάχυνση της μεταβολής των συνηθειών πληρωμών όσον αφορά τα ηλεκτρονικά μέσα και συνέβαλε σε μερική εξομάλυνση της καταναλωτικής δαπάνης παρά τον περιορισμό στη διαθεσιμότητα μετρητών για πολλά νοικοκυριά. Εφόσον η πρόσφατη αύξηση της διάδοσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών αποδειχθεί διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα, αναμένεται να αποφέρει σημαντικά οφέλη, όπως η μείωση του κόστους των συναλλαγών, η αποτελεσματικότερη κατανομή των παραγωγικών πόρων στην οικονομία και το τραπεζικό σύστημα και η ενίσχυση των φορολογικών εσόδων. Η σχετική σημασία των ηλεκτρονικών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών με κάρτες, έναντι των μετρητών στην οικονομία θα εξαρτηθεί από την αλληλεπίδραση μακροοικονομικών παραγόντων, όπως η ανάκαμψη της οικονομίας, η αποκατάσταση του
κλίματος εμπιστοσύνης και το επίπεδο των επιτοκίων, σε συνδυασμό με μικροοικονομικούς παράγοντες όπως η εξέλιξη των προτιμήσεων των οικονομικών μονάδων και ο βαθμός αναγνώρισης των χαρακτηριστικών ευκολίας και ασφάλειας που παρέχουν τα ηλεκτρονικά μέ'σα πληρωμών, καθώς και ο βαθμός περαιτέρω διείσδυσης της τεχνολογίας στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.