Οικονομία

Τι προβλέπει η νέα εγκύκλιος για τα «μπλοκάκια» – Στο 20% οι εισφορές για όσους δεν τα… «βρουν» με τους εργοδότες τους

Τι προβλέπει η νέα εγκύκλιος για τα «μπλοκάκια» – Στο 20% οι εισφορές για όσους δεν τα… «βρουν» με τους εργοδότες τους
Του Βασίλη Αγγελόπουλου Πώς καθορίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές όσων εργάζονται με μπλοκάκι – Τι πληρώνουν αν έχουν απασχόληση το πολύ σε δύο εργοδότες – Τι ισχύει για την πολλαπλή ή την καθόλου απασχόληση – Νέος κυκεώνας γραφειοκρατίας με τους εργαζόμενους στη «γωνία»

Σε ένα φαύλο κύκλο ελέγχων, γραφειοκρατίας και καθυστερήσεων, αφού ο ΕΦΚΑ θα πρέπει να επιλύει τυχόν διαφορές για εργαζόμενους και εργοδότες, οι οποίες για όσο διάστημα θα διαρκούν θα επιβαρύνουν τον εργαζόμενο με ασφαλιστική εισφορά 20%, η εγκύκλιος για τα μπλοκάκια που δημοσιεύθηκε πριν από λίγο, περιγράφει ουσιαστικά την ταλαιπωρία που περιμένει στο εξής όσους αμείβονται με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών.

Επίσης, το χαράτσι του 20% επιβαρύνει και όσους έχουν μισθωτή εργασία, αλλά διατηρούν και σχέση με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών με άλλο εργοδότη. Επισημαίνεται ότι εάν το εισόδημα «προέρχεται από την άσκηση διαρκούς -και όχι ευκαιριακής- επαγγελματικής δραστηριότητας, και μόνο από την απασχόληση σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά)», τότε προκύπτει ουσιαστικά αποκλειστικότητα ως προς το πρόσωπο που αποδέχεται αυτές τις υπηρεσίες.

Άρα, οι εισφορές 20% επί του εισοδήματος, κατανέμονται 6,67% για τον ασφαλισμένο και 13,33% για τον «αντισυμβαλλόμενο». Ανάλογη κατανομή θα πρέπει να γίνεται και για τις εισφορές για υγειονομική περίθαλψη, εφάπαξ και επικούρηση, όπου υπάρχει η σχετική υποχρέωση.

Ουσιαστικά, επισημαίνεται ότι ο ασφαλισμένος έχει την υποχρέωση στο Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών που εκδίδει να αναγράφει προς τον εργοδότη του (αντισυμβαλλόμενο ακριβέστερα), ότι υπάγεται στη συγκεκριμένη ρύθμιση για το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που θα δικαιούται. Έτσι, ο αντισυμβαλλόμενος υποχρεώνεται να υποβάλλει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (ΑΠΔ) για τον ασφαλισμένο και να κατανέμει την αμοιβή του ασφαλισμένου, ανάλογα με τη διάρκεια της σύμβασης.

Εάν, όμως, δεν υποβληθεί η ΑΠΔ, τότε ο ασφαλισμένος θα μπορεί να υποβάλλει υπεύθυνη δήλωση στον ΕΦΚΑ. Εάν ο αντισυμβαλλόμενος διαφωνεί, τότε με τη σειρά του υποβάλλει αντιρρήσεις επίσης στον ΕΦΚΑ. Μέχρι να επιλυθεί η διαφορά από τα αρμόδια όργανα του νέου υπερ–ταμείου κύριας ασφάλισης, οι εισφορές θα υπολογίζονται για τον ασφαλισμένο ως μη μισθωτού, άρα θα πληρώνει το 20%, στο σύνολό του.

Ανώτατο όριο αποδοχών
Στην ίδια εγκύκλιο επισημαίνεται ότι το ανώτατο όριο αποδοχών για τον υπολογισμό των ανάλογων ασφαλιστικών εισφορών, είναι για περιπτώσεις ασφαλισμένων με ετήσια διάρκεια σύμβασης το ποσό των 70.320 ευρώ.

Για συμβάσεις, όμως, που έχουν μικρότερη διάρκεια του ενός έτους, οι εισφορές θα υπολογίζονται αναλογικά ανά μήνα, ανάλογα με τη συμφωνημένη αμοιβή με ανώτατο όριο τα 5.860 ευρώ. Εάν, όμως, η αμοιβή υπολείπεται και της ελάχιστης βάσης υπολογισμού εισφορών (δηλαδή τα 586,8 ευρώ), τότε ο ασφαλισμένος θα πρέπει να καταβάλλει τις κατώτατες εισφορές, δηλαδή 117,2 ευρώ το μήνα, κατά το χρόνο της ετήσιας εκκαθάρισης της ασφαλιστικής του υποχρέωσης.

Τι γίνεται όταν οι εργοδότες είναι πάνω από δύο
Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος στη διάρκεια ενός έτους, είτε αποκτήσει περισσότερους από δύο, είτε δεν έχει κανένα αντισυμβαλλόμενο, τότε για το διάστημα που έπεται της έκπτωσης από τη σχετική ρύθμιση, θα καταβάλλει εισφορές στο 20% του εισοδήματός του, ως μη μισθωτός. Εάν για παράδειγμα προκύψει και τρίτος αντισυμβαλλόμενος στη διάρκεια ενός έτους, ο ασφαλισμένος πρέπει να υποβάλλει σχετική αίτηση – δήλωση στον ΕΦΚΑ, που θα ενημερώνει για την αλλαγή αυτή έτσι ώστε να μεταβληθεί το μητρώο του και να αλλάξει ο τρόπος καταβολής εισφορών και το ύψος τους.

Σε κάθε περίπτωση, στο τέλος κάθε έτους θα πραγματοποιείται εκκαθάριση και συμψηφισμός μεταξύ των καταβληθεισών κατά τους ανωτέρω μήνες εισφορών και των οφειλόμενων εισφορών, με βάση το πραγματικό εισόδημα που προκύπτει από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας (όπως αυτό προκύπτει από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος).

Σημειώνεται ότι οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή δεν θα εντάσσονται σε αυτό το καθεστώς ρύθμισης. Επίσης, στην ίδια διάταξη δεν υπάγονται οι εταίροι και συνεργάτες δικηγορικών εταιριών, οι οποίοι καταβάλλουν εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτοί).

Ειδικά όσοι είναι ασφαλισμένοι και προσφέρουν πρόσθετες υπηρεσίες στον ίδιο εργοδότη, λαμβάνουν μέρος των αποδοχών τους ως μισθωτοί και μέρος αυτών μέσω ΔΠΥ, για το σύνολο των αποδοχών θα καταβάλλονται εισφορές με βάση το άρθρο 38, δηλαδή θα καταβάλλουν οι ίδιοι το 6,67% των εισφορών και οι εργοδότες το 13,33% για όλο το ποσό που καταβάλλουν. Όμως στις περιπτώσεις ασφαλισμένων που απασχολούνται σε έναν εργοδότη ως μισθωτοί και προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλο αντισυμβαλλόμενο μέσω ΔΠΥ, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4387/2016 περί πολλαπλής δραστηριότητας και όχι αυτή της παρ. 9 του άρθρου 39. Άρα γι’ αυτές τις περιπτώσεις ο ασφαλισμένος για το εισόδημα από το μπλοκάκι θα καταβάλλει ως εισφορές το 20% του εισοδήματός του.

Τέλος, ως αντισυμβαλλόμενος υπό την έννοια του παρόντος, λογίζονται και ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με κοινή επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή άσκησης αυτής. Η κοινή επιχειρηματική δραστηριότητα συνίσταται στον κοινό οικονομικό σκοπό που επιδιώκεται από τον αντισυμβαλλόμενο μέσω των κάθε είδους νομικής μορφής δραστηριοτήτων και συνιστά απόρροια των κατά περίπτωση πραγματικών στοιχείων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τέτοια τεκμήρια προκύπτουν όταν διαφορετικές επιχειρήσεις ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο, λειτουργούν στον ίδιο χώρο, με τον ίδιο μηχανολογικό εξοπλισμό, απασχολούν από κοινού το ίδιο προσωπικό, είτε τα στοιχεία αυτά συντρέχουν σωρευτικά είτε όχι.

Παραδείγματα
Α. Μηχανικός παρέχει υπηρεσίες σε μία τεχνική εταιρία και σε μία τράπεζα για διάστημα 10 μηνών. Για αυτές τις δύο δραστηριότητες εκδίδει δελτίο παροχής υπηρεσιών, 20.000 ευρώ και 10.000 ευρώ αντιστοίχως. Από τη διάρκεια και τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών προκύπτει ότι αυτές δεν είναι ευκαιριακής μορφής, αλλά αντιθέτως απαιτούν διαρκή απασχόληση. Ως εκ τούτου, ο ως άνω ασφαλισμένος υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39. Συνεπώς, για κάθε μία από τις ως άνω δραστηριότητες υπολογίζονται εισφορές ως εξής: Για την πρώτη, το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση, επομένως σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή ύψους 2.000 ευρώ. Επ' αυτής υπολογίζονται εισφορές ύψους 20% για τον κλάδο κύριας σύνταξης, κατανεμημένο κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου (τεχνικής εταιρίας). Για τη δεύτερη, το αντίστοιχο ποσό της μηνιαίας αμοιβής ανέρχεται σε 1.000 ευρώ, στο οποίο και θα υπολογιστούν εισφορές κατά όμοιο τρόπο. Είναι ευνόητο ότι κατά τον ίδιο τρόπο επιμερίζονται οι εισφορές για τον κλάδο περίθαλψης, επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχής.

Β. Γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση ετήσιας διάρκειας, και αμοιβή ύψους 80.000 ευρώ, για την οποία εκδίδει τρία ΔΠΥ. Η εν λόγω κλινική αποτελεί τον μόνο αντισυμβαλλόμενο του συγκεκριμένου ασφαλισμένου-ιατρού, επομένως αυτός υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39. Ανεξαρτήτως του αριθμού των ΔΠΥ στις οποίες επιμερίζεται η συμφωνηθείσα αμοιβή, καταβάλλονται εισφορές με βάση το ανώτατο ετήσιο όριο των 70.320 ευρώ, με δεδομένο ότι η οικεία σύμβαση είναι ετήσιας διάρκειας. Αν η ως άνω σύμβαση ήταν διάρκειας 10 μηνών, τότε η συμφωνηθείσα αμοιβή θα αντιστοιχούσε σε 8.000 ευρώ/μήνα, συνεπώς οι εισφορές θα υπολογίζονται επί της ανώτατης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των 5.860,8 ευρώ. Στην τελευταία περίπτωση, και με δεδομένο ότι δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις της παρ. 9 του άρθρου 39, ο εν λόγω ασφαλισμένος θα καταβάλει κανονικά εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός) για τους υπόλοιπους δύο μήνες του έτους.

Γ. Γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση διάρκειας 10 μηνών για την οποία εκδίδει ΔΠΥ αξίας 5.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 9 του άρθρου 39, το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση, επομένως σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή ύψους 500 ευρώ. Επ' αυτής υπολογίζονται εισφορές αντιστοίχως κατανεμημένες σε βάρος του ασφαλισμένου και σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου κατά τα ως άνω αναφερθέντα. Επιπροσθέτως, για το ποσό που υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των αυτοαπασχολουμένων (586,08-500=86,08 ευρώ), ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός.

Δ. Λογιστής εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρία και παρέχει παράλληλα υπηρεσίες σε άλλη εταιρία με ΔΠΥ. Ο εν λόγω ασφαλισμένος δεν υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, αλλά σε αυτή του άρθρου 36 περί πολλαπλής δραστηριότητας. Επομένως, για τις αποδοχές του από τη μισθωτή εργασία υπολογίζονται εισφορές με βάση το άρθρο 38, για το δε εισόδημά του από την ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος (ΔΠΥ) καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός).

Ε. Ο ίδιος ως άνω ασφαλισμένος που εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρία, λαμβάνει και επιπλέον αποδοχές από την ίδια εταιρία με ΔΠΥ. Στην περίπτωση αυτή, ομοίως δεν υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, αλλά για το σύνολο του εισοδήματος από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 38. Συνεπώς, επί του εισοδήματος αυτού υπολογίζονται εισφορές μισθωτού και, επομένως, η εταιρία καταβάλει τις εισφορές εργοδότη που αντιστοιχούν στο σύνολο του εισοδήματος (αποδοχές από μισθωτή εργασία και εισόδημα από ΔΠΥ.

NETWORK