Τα στοιχεία που έχει παρουσιάσει η Ελληνική και η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, καταδεικνύουν αυτό ακριβώς το παράδοξο: Η Ελλάδα το 2015 διέθεσε περίπου 46 δισ. ευρώ για κοινωνικές δαπάνες για να «πετύχει» ένα χρόνο μετά να έχει το 35,6% του πληθυσμού ή 3,8 εκατ. πολίτες, σε συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Στην ουσία, σύμφωνα με τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), η Ελλάδα δαπανά το 27% του ΑΕΠ για το κοινωνικό κράτος, ποσοστό που την κατατάσσει στην 8η θέση μεταξύ των μελών του. Ο μέσος όρος των χωρών του Οργανισμού είναι στο 21%, δηλαδή αισθητά χαμηλότερα. Αντίστοιχα το ποσοστό φτώχειας που καταγράφεται στο σύνολο του πληθυσμού, τοποθετεί την Ελλάδα στη θλιβερή 3η θέση των χωρών της ΕΕ.
Στην ουσία ο ΟΟΣΑ διαπιστώνει ότι οι τεράστιες δαπάνες που πραγματοποιεί η χώρα για το κοινωνικό κράτος, είναι χωρίς αντίκρισμα. Γι’ αυτό και διαπιστώνεται ότι το 21,2% του πληθυσμού διαβιεί σε συνθήκες φτώχειας, το 22,4% σε συνθήκες ένδειας και το 17,2% σε οικογένειες που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της ανεργίας. Τα ποσοστά σε αυτές τις κρίσιμες κατηγορίες είναι αντίστοιχα 17,3%, 7,5% και 10,4% στην υπόλοιπη Ευρώπη, δηλαδή πολύ πιο χαμηλά. Μόνο η Βουλγαρία (40,4%) και η Ρουμανία (38,8%) έχουν υψηλότερο ποσοστό πολιτών που βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Για να τοποθετηθεί ένας πολίτες σε κατάσταση φτώχειας θα πρέπει να καλύπτει κάποια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
*Να έχει εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος.
*Να στερείται βασικών καταναλωτικών αγαθών.
*Να ζει σε συνθήκες ένδειας αδυνατώντας να αντεπεξέλθει σε στοιχειώδεις οικονομικές υποχρεώσεις.
*Να ζει σε οικογένεια που κανένα μέλος της δεν έχει κανονική δουλειά, άρα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της ανεργίας.